Η δημοσιογραφία πρέπει να αλλάζει τον κόσμο. Όχι (απλά) να καταγράφει την αλλαγή…
Η δημοσιογραφία πρέπει να αλλάζει τον κόσμο. Όχι (απλά) να καταγράφει την αλλαγή…
Μεταφράζοντας με θαυμαστή ακρίβεια, τις πληθυντικές δυνατότητες που προσφέρει σε έναν λειτουργό του Τύπου, η παρεμβατική εμπλοκή στα κοινά και η ανόθευτη έκθεσή του στη δημοσιότητα.
Μια τέτοια δύναμη εξασφαλίζει την αυθόρμητη αφετηρία για διαδρομές, που μπορούν να οδηγήσουν σε Ιθάκες, ανεξαρτήτως της ταραγμένης εσωτερικής διαδρομής, μέχρι να ανακαλύψει κανείς τι πραγματικά ψιθυρίζει η καρδιά του.
Η δημοσιογραφία ωστόσο, όπως έχει αποδειχθεί ιστορικά, δυστυχώς κατά πλειοψηφία σε εποχές μακρινές και όχι σύγχρονες, διατηρεί την ανατροφοδοτούμενη δύναμη να μετατρέπεται σε κινητήριο φορέα της αλλαγής.
Στην κοινωνία, στην πολιτική, στον κόσμο γύρω μας. Της αλλαγής που θα θέλαμε να δούμε, όπως μονότονα υποστήριζε ο Μαχάτμα Γκάντι, με τη θρυμματισμένη ελπίδα να… καταλάβουμε τι εννοούσε.
Να αλλάξεις τον κόσμο λοιπόν.
Όχι απλά να καταγράψεις την αλλαγή. Να την έχεις προκαλέσει με το περιεχόμενο της δουλειάς σου.
Πολλές φορές, προκαλώντας τις πιθανότητες, ίσως και τις ίδιες τις προβληματικές πτυχές του εαυτού σου.
Την προηγούμενη εβδομάδα ανακοινώθηκε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ότι μετά από 8 χρόνια στο τιμόνι της “Washington Post”, ο Μάρτι Μπάρον κατεβαίνει από το τρένο της εφημερίδας, το ιστορικό παρελθόν της οποίας έχει ταυτίσει τον γεννετικό κώδικά της με την πραγματική αποστολή του Τύπου:
Τις αποκαλύψεις που φοβάται η εκάστοτε εξουσία, και την ανελέητη, αλλά δίκαιη, κριτική εκείνων που διατηρούν δικαίωμα υπογραφής για το παρόν και το μέλλον των λαών τους.
Από τα απόρρητα έντυπα για τον πόλεμο στο Βιετνάμ, μέχρι φυσικά το Watergate και τον εξαναγκασμό του Ρίτσαρντ Νίξον σε ατιμωτική παραίτηση από την Προεδρία των ΗΠΑ.
Ο Μάρτι Μπάρον, μια ήρεμη (υπερ) δύναμη μιας δημοσιογραφίας από τα παλιά. Πριν την “Washington Post” άλλωστε, κράτησε στα χέρια του το τιμόνι της “Boston Globe”, για 11 χρόνια, επίσης εστιάζοντας στην ερευνητική δημοσιογραφία, με αποκορύφωμα το σκάνδαλο σεξουαλικής κακοποίσης της Καθολικής Εκκλησίας στην πόλη, που έγινε οσκαρική ταινία (“Spotlight”), με τον ηθοποιό Liev Schreiber να τον υποδύεται εμφατικά.
Με τον Τζεφ Μπέζος ιδιοκτήτη της “Post”, ο Μπάρον κατάφερε να ενδυναμώσει περαιτέρω την ερευνητική αποστολή του δημοσιογραφικού επιτελείου της εφημερίδας.
Και τα Βραβεία Πούλιτζερ… ήρθαν το ένα μετά το άλλο, κυρίως όμως επικαιροποιήθηκε η αποδοχή και αναγνώριση της αμερικανικής κοινωνίας, σε μια αξιοπρεπή δουλειά, που αποκαθιστούσε τη χαμένη τιμή της δημοσιογραφίας.
Η περιπλάνηση στην Ιστορία, με αφορμή την αποχώρηση του Μάρτι Μπάρον, δυσκολεύεται αφόρητα να αντέξει στο βάρος των συγκρίσεων με… τα του οίκου μας. Με την απαξιωμένη εκδοχή της δημοσιογραφίας, που επικράτησε στη χώρα μας στη σκιά της δεκαετούς εθνικής τραγωδίας των Μνημονίων.
Μια πορεία χωρίς επιστροφή. Με αυταπόδεικτη συμμετοχή ενοχής στην εθνική παρακμή που βιώνουμε σήμερα.
Τα σχόλια είναι κλειστά.