Η Ελίνα Τζένγκο πρόσφερε σε όλους μας κάτι παραπάνω από ένα χρυσό μετάλλιο. Αυτό είναι δικό της, και των γονιών της. Σε εμάς πρόσφερε τη χαρά να βλέπουμε μια κόρη μεταναστών να είναι πιο Ελληνίδα από πολλούς άλλους
«Είμαι η Ελίνα Τζένγκο, κόρη Αλβανού οικοδόμου και Αλβανίδας καθαρίστριας. Γεννήθηκα στην Ελλάδα, αγαπώ τη χώρα αυτή, αλλά είμαι και από την Αλβανία. Και κρατώ σήμερα με περηφάνεια την ελληνική σημαία».
Αυτή είναι επιγραμματικά η ζωή της 19χρονης Ελίνας που μας χάρισε ένα χρυσό, ευρωπαϊκό μετάλλιο στο ακόντιο, αλλά μας πρόσφερε πολλά περισσότερα.
Μια αθλήτρια που μπήκε στον κύκλο εκείνων που άθελά τους ή και ηθελημένα, έδωσαν μια γερή γροθιά στον ρατσισμό, την ξενοφοβία, τον καλά κρυμμένο φασισμό μέσα στην ελληνική κοινωνία.
Ευτυχώς από μια μειοψηφία που δεν μπορεί να διαμορφώνει την κοινή γνώμη, αλλά που μπορεί να πληγώνει αυτή τη χώρα.
Την Ελλάδα των προσφύγων παππούδων μας και των μεταναστών πατεράδων μας.
Τι όμορφες ιστορίες φτιάχνει ο αθλητισμός; Μόνο αυτός μπορεί να ξεπεράσει τα στερεότυπα, τα μίση και τα πάθη, να ενώσει τους λαούς, να σβήσει από το χάρτη τα ακροδεξιά σκουπίδια που λερώνουν τη ζωή μας, που δυστυχώς κάποτε τα βάλαμε και στη Βουλή.
«Είμαι ο Θανάσης και γεννήθηκα στο Αρεταίειο. Το λέω για να μη νομίζει κανείς ότι από κάπου μας έφεραν ή ότι ήρθαμε από το φεγγάρι. Εδώ γεννήθηκα, εδώ πήγα νηπιαγωγείο, δημοτικό, γυμνάσιο, λύκειο. Δεν είχα πλούσιους γονείς. Αν κάτι άλλαξε στη ζωή μου, αυτό έγινε με τη σκληρή δουλειά. Βρήκα κάτι που αγάπησα και το ακολουθώ σαν θρησκεία, μέχρι να γίνω η καλύτερη εκδοχή του εαυτού μου. Όλοι ξεκινάμε από την ίδια αφετηρία».
Τα είπε όλα ο Θανάσης Αντετοκούνμπο, παιδί μεταναστών από τη Νιγηρία που γεννήθηκε και μεγάλωσε εδώ. Που πανηγυρίζει σα μικρό παιδί με την ελληνική σημαία, που χτυπά με δύναμη το εθνόσημο στην καρδιά, και δακρύζει με τον εθνικό ύμνο, κι αυτός κι ο Γιάννης και τα αδέρφια τους.
Πόσο όμορφες ιστορίες βγαίνουν και μας κάνουν να αισιοδοξούμε.
Ο προπονητής της Ελίνας Τζένγκο, Γιώργος Μποτσκαριώβ, με ρώσο πατέρα και Πόντια μητέρα, με μια συγκλονιστική οικογενειακή ιστορία, σαν κι αυτές που γεννά μόνο η ζωή.
Αυτή που δεν υπολογίζει έθνη, αίμα, σύνορα. Αλλά που βλέπει ανθρώπους οι οποίοι έχουν άλλη καταγωγή και αλλού ζουν. Ανθρωποι που αγωνίζονται καθημερινά δύο και τρεις φορές περισσότερο για να αποδείξουν ότι αξίζουν στο στίβο της ζωής. Μακριά από τους ρατσιστές που λένε με στόμφο «Ελληνας γεννιέσαι, δε γίνεσαι».
Μακριά από τους Μακεδονομάχους της φακής που λένε υποτιμητικά «Αλμπάνι», ή «Πάκι», παιδιά σαν την Τζένγκο, που δεν φέρνουν μετάλλια, αλλά που ζουν ανάμεσά μας.
Είναι η αλβανίδα καθαρίστρια του σπιτιού σου, αλλά και αυτή που προσέχει τη μάνα μου, σα δική της μάνα. Είναι ο οικοδόμος, ο υδραυλικός, ο περιπτεράς, ο κάθε βιοπαλαιστής που γεννήθηκε εδώ από ξένους γονείς, αλλά που καθημερινά γίνεται θύμα ρατσιστών.
«Δε θα γίνεις Ελληνα ποτέ, Αλβανέ, Αλβανέ», φωνάζουν κάποιοι ακόμη και σήμετσ. Οι ίδιοι που λένε not my national team», για την Εθνική μπάσκετ των Αντετοκούνμπο και του Ντόρσεϊ. Γιατί είναι μαύροι, και δεν είναι… Ελληνες, στο δικό τους το μυαλό.
Αλλά έρχεται μια Ελίνα, ένας Γιάννης, παλιότερα ένας Πύρρος, μια Μιρέλα, ένας Κάχι για να σηκώσουν ψηλά την ελληνική σημαία.
Την ίδια σημαία που κάποιοι «Ελληνάρες» είχαν αρνηθεί από τον Οδυσσέα Τσενάϊ, τον καλύτερο μαθητή του σχολείου, στη Μηχανίωνα, εκεί κοντά στη Νέα Καλλικράτεια όπου μεγάλωσε η Ελίνα Τζένγκο.
«Ελληνα, η σημαία σού ανήκει», έγραφαν το 2000 στα προεόρτια μιας στροφής της κοινωνίας σε φασιστικά, ρατσιστικά, ακροδεξιά κόμματα.
Όμως, είπαμε. Η ζωή πλέκει όμορφες ιστορίες, μακριά από μίση και πάθη. Ιστορίες που κάνουν και το κράτος να αλλάζει, αν μπορεί.
Γιατί δεν μπορεί να είσαι Γιάννης, Θανάσης ή Ελίνα και να φέρνεις διακρίσεις προκειμένου να πάρεις την υπηκοότητα.
Παιδιά που γεννιούνται εδώ, πηγαίνουν στο σχολείο, ριγούν στον ελληνικό εθνικό ύμνο, δεν έχουν γνωρίσει άλλη χώρα, αλλά είναι και περήφανοι για την καταγωγή τους, θα έπρεπε να έχουν διαφορετική αντιμετώπιση. Δεν μπορεί να ταλαιπωρούνται για χρόνια και να νιώθουν ξένοι στη χώρα που γεννήθηκαν και σπούδασαν, επειδή δεν είναι υπεραθλητές.
Τι κάνουμε με όλα εκείνα τα παιδιά μεταναστών που δεν μπορούν να πάρουν χαρτιά νομιμότητας; Αλλά και όλους εκείνους τους γονείς που ακόμη και σήμερα αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη, εργάζονται χωρίς ασφάλιση, είναι οι φτωχοδιάβολοι των χωραφιών, των ξενοδοχείων και τόσων άλλων… υποτιμητικών για τους Ελληνες εργασιών. Και που τους κοιτάνε με μισό μάτι μουρμουρώντας: «Εγώ δεν είμαι ρατσιστής, αλλά ξένοι είναι, σίγουρα θα είναι κλέφτες, βιαστές. Δεν είναι ράτσα σαν και τη δική μας…».
Σίγουρα τα έχετε ακούσει όλα αυτά. Αλλά, η ζωή είναι αλλιώς και πρέπει να γίνει καλύτερη.
Γιατί σημασία έχει ο άνθρωπος κι όχι η ράτσα, αυτά είναι για τους ρατσιστές, για τους νοσταλγούς σκοτεινών εποχών.
Και για εκείνους που σήμερα θέλουν να μπουν στη Βουλή παίζοντας με το φόβο και πλασάροντας τη θεωρία περί «αντικατάστασης του πληθυσμού».
Κι ευτυχώς που έρχονται μερικά καθαρά πρόσωπα, κυρίως από το χώρο του αθλητισμού, να μας υπενθυμίσουν την υπέρτατη αξία της αγάπης για το συνάνθρωπο χωρίς διαχωρισμούς.
Γιατί η δύναμη μιας χώρας είναι στις διαφορές, όχι στις ομοιότητες.
Περήφανος, λοιπόν, εγώ το ελληνόπουλο, από Ελληνες γονείς, μετανάστες κάποτε κι αυτοί σε άλλη χώρα, που ένα παιδί με καταγωγή από την Αλβανία, τη Νιγηρία ή αλλού, σηκώνει την ελληνική σημαία.
Κι όχι ως ένα κομμάτι πανί ή μια σημαία ευκαιρίας.
Αλλά ως συναίσθημα που δεν μπορούν και δεν θα μπορέσουν να το νιώσουν ποτέ όλοι οι φασίστες μαζί.https://www.in.gr/author/vkanellis/