Λέγοντας οντολογική απάτη εννοώ πως ο άνθρωπος σήμερα, προκειμένου να ανταποκριθεί στα χρέη και στα πάθη της ζωής του, εγείρει αξιώσεις που είναι ασύμμετρες απέναντι στα αποθεματικά και στα παραγωγικά κεφάλαια της φύσης και της ζωής.
Ζητά δηλαδή περισσότερα από όσα μπορούν να δώσουν τα πράγματα. Και προσφέρει λιγότερα απ’ όσα τα ίδια τα πράγματα του ζητούν σαν αντάλλαγμα για κείνα που παίρνει. Σαν λύτρα, θά’ λεγα, που οφείλουνται στη ζωή και στη φύση, για να μην ταράζεται ο ρυθμός και η τάξη του κόσμου.
Η αντιδικία αυτή μοιάζει το παράδειγμα του αγωνιστή που κατεβαίνει στον στίβο με την έμφυτη αξίωση να αναδειχθεί ολυμπιονίκης, χωρίς να συλλογιστεί τον απλούστερο συλλογισμό: ότι ποτέ δεν αθλήθηκε!
Αυτό το παράλογο παρουσιάζεται με δύο όψεις. Στην τάξη των συμπτωματικά ευνοημένων, στην ολιγαρχία της δύναμης και του πλούτου, παίρνει την όψη της τυφλής εμμονής στην αδικία και στην ευήθεια αυτού που κατέχουν. Στην τάξη των πολλών –ο δήμος ή ο όχλος- παίρνει την όψη της αγελαίας ορμής να κολαστεί η δυναστεία της αυθαίρετης αταξίας, να αναποδογυριστεί το αφύσικο σχήμα της μετοχής στα αγαθά και όσο γίνεται στο βάθρο του ‘εσείς’ να θρονιαστεί το ‘εμείς’. Το απαίσιο συνειδητά ήταν εξαίσιο υποσυνείδητα. Πόσοι άραγε στις Ερυθρές Ταξιαρχίες πέθαναν σαν αγνοί ιδεολόγοι!
Οι πρώτοι ποτέ δε ρωτούν, αν αξίζουν εκείνο που κατέχουν. Οι πένητες ποτέ δεν στοχάζουνται, τι είναι εκείνο που ζητούν.
Κοντολογής, η οντολογική απάτη βλασταίνει από τη δυσαρμονία ανάμεσα στα μέτρα της φύσης και στα μέτρα της ανθρώπινης στάσης απέναντι στη ζωή. Από τη δυσκολία να συμπέσουν στο αυτό η δραστικότητα του ανθρώπου και η χωρητικότητα της ζωής.
Εκείνοι οι οδοιπόροι που πριν τον Θησέα πέφτοντας στα χέρια του Προκρούστη έβρισκαν το μπόι τους στα μέτρα του κρεβατιού του ήταν ελάχιστα λίγοι, και άπειρα τυχεροί. Ο Πλούταρχος και ο Παυσανίας δυστυχώς δεν αναφέρουν κανέναν.
Μπροστά σ’ αυτό το στενόχωρο αίσθημα της αναρμοστίας ο άνθρωπος, αντί να προσπαθήσει να συμμορφώνει τη στάση του στα μέτρα της φύσης, πασχίζει να προσαρμόσει τη φύση στη δική του συμπεριφορά.
Επειδή όμως η τάξη της φύσης ούτε από τον άνθρωπο ούτε από τον εαυτό της να βιάζεται, ο άνθρωπος την κακοποιεί νοητά. Το επόμενο βήμα είναι η προσπάθεια να προσαρμόσει τη στάση της ζωής του, στη δική του, και όχι στην αληθινή, παράσταση για τη φύση.
Αναγκαία λοιπόν, τα υποδείγματα της φύσης απέναντι στα οποία οφείλει να αντιστοιχεί και να εξισώνεται η πράξη του είναι απατηλά.
*
Ο σοφός Φάουστ για μια στιγμή νόμισε πως η βούλησή του εξισώθηκε με τα φυσικά υποδείγματα. Ότι ταυτίστηκε με την άπειρη παράσταση που είχε μπροστά του. Τότε αναφώνησε:
Τον εαυτό μου πόσο κοντά σου νοιώθω!
Η απόκριση που του δόθηκε συνοδευόταν από μια κυνική συμπόνοια:
Με ό,τι φαντάζεσαι μοιάζεις· όχι με μένα[i].
Εάν εκείνος μπροστά στη συναρπαγή του από την αλήθεια υποχώρησε έντρομος, ο σύγχρονος άνθρωπος δε χολοσκά για την απόκριση. Με δεμένα μάτια ρίχνεται μπροστά.
Ω αυτοί οι άνθρωποι, είναι σαν να μασάς ομίχλη[ii].
Ο ποιητής πάντα κυριολεκτεί.
[i] Goethe, Faust I, 511-512:
– Wie nah fühl‘ ich mich dir!
– Du gleichst dem Geist, den du begreifst, Nicht mir.[ii] Σεφέρη Γ., Μέρες Ε’, σ. 100 (Ίκαρος 1977).
***
Δημήτρης Λιαντίνης – Η Οντολογική Απάτη
Homo Educandus (Φιλοσοφία της Αγωγής)
https://www.o-klooun.com/philosophy/