Ώρα δέκα το πρωί, ένα «καλοκαιρινό» πρωινό του Απριλίου στα Χανιά. Οι τουρίστες είχαν αρχίσει να γεμίζουν τα καφέ και να σουλατσάρουν με τα πρόσωπα ήδη ροδαλά από τον ήλιο. Κατηφορίζαμε βιαστικοί με τον φωτογράφο Νίκο Κοκκαλιά τα δαιδαλώδη στενά της Παλιάς Πόλης, όταν περάσαμε έξω από τον σύλλογο ερασιτεχνών αλιέων στην μπούκα του λιμανιού. Μια παρέα ψαράδων τσιμπολογούσε μεζέδες.
Ενας μου τράβηξε την προσοχή. Εβγαζε τα κοτσάνια από κάτι αμπελόφυλλα, σίγουρα μερακλής που θα ‘ξερε από μαγειρέματα. Κοντοστάθηκα, με κοίταξε: «Καθίστε να σας βάλουμε ένα υαλουρονικό. Ετσι λέμε εμείς την τσικουδιά». Συστηθήκαμε: «Καπτά Γιώργης Ξυδιάς». Σηκώθηκε να φέρει ένα παγωμένο μπουκάλι, έσπρωξε δυο ποτηράκια προς το μέρος μας. «Διώχνει τις ρυτίδες, φτιάχνει το πρόσωπο. Δεν είναι ποτό, είναι καλλυντικό», επέμενε. «Μα, καπτά Γιώργη, εσύ έχεις πολλές ρυτίδες», αντέτεινα. «Eίναι που δεν έχω πιει αρκετά ακόμη!» είπε και η συζήτηση ξεκίνησε με άνεμο πρίμα. Μας πήρε από την Κρήτη όπου μόλις είχαμε προσγειωθεί, για να πάμε έως τα Αλάτσατα και τα Βουρλά, απ’ όπου ήρθαν το ’22 οι γονείς του. «Σ’ αυτό το νησί η ιστορία είναι πανταχού παρούσα. Σε παραμονεύει για να σε πάει αλλού από εκεί που περίμενες», πρόσθεσε αντί εισαγωγής.
«Εδώ γεννήθηκα το ’47, αλλά ο απόηχος της Μικρασίας με έθρεψε. Τραγούδια, ιστορίες, χοροί. Πήγαινα στο σχολείο και με βάζανε στο τελευταίο θρανίο γιατί ήμουν πρόσφυγας. “Τουρκόσπορο” με φώναζαν. Τον πατέρα μου τον έχασα παιδί, η μάνα μου τυφλώθηκε από το ζάχαρο. Δουλεύω από πιτσιρίκι. Τελείωσα το βραδινό και έγινα ηλεκτρολόγος. Κοίταξε τα δάχτυλά μου πόσο στραβά είναι. Και οι παλάμες μου σα σμυριδόπανα. Εχω σ’ αυτήν την ηλικία χέρια άξια να αγαπηθούν. Ευτυχώς η γυναίκα μου με αγαπάει. Εγώ την αγάπησα διότι η κυρα-Βέφα είναι ειδική στα ντολμαδάκια, οπότε, να, την προμηθεύω με αμπελόφυλλα. Είμαστε άλλη ράτσα με τους Κρητικούς, άλλα μυαλά, άλλο πράμα σε όλα. Τα σπίτια μας δεν μοιάζανε με τα δικά τους. Τους ψαρομεζέδες λ.χ., που τρώνε όλοι σήμερα, τους φέραμε εμείς οι Μικρασιάτες και στα Χανιά και παντού. Κοτζάμου νησί και δεν ξέρανε, παιδί μου, τη νοστιμιά της θάλασσας. Το 1980 ζήσαμε το νησί να πλουτίζει. Αλλά να πλουτίζει παράξενα, αλλόκοτα, γρήγορα. Και τα αποτελέσματα αυτού του πλούτου, του ξαφνικού, τα βλέπεις παντού σήμερα. Ολα γίνονται ένα χάος εδώ στο λιμάνι. Και ‘γω παίρνω το βαρκάκι μου και βγαίνω στο πέλαγος. Μόνον εκεί γαληνεύω πια», μας είπε. Και μας έταξε απογευματινή βόλτα με τον «Στυλιανό» για να μας δείξει από θαλάσσης το σπίτι της Μαντάμ Ορτάνς που γυρίστηκε ο «Ζορμπάς» και είχε σαν παιδί κάνει τον κομπάρσο.
Ο ξενοδόχος
Με μια γερή δόση «υαλουρονικού» να κυλά στις φλέβες σπεύσαμε στο επόμενο ραντεβού, με τον Γιάννη Πλατσιδάκη, ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου Porto Veneziano με θέα όλο το ανατολικό λιμάνι. Και εκεί διαπιστώσαμε πως ήταν σωστή η ρήση του καπτά Γιώργη πως δεν γλιτώνεις από το παρελθόν στα Χανιά. Αναπάντεχα στην κουβέντα μας με τον ξενοδόχο βρεθήκαμε από τη Μικρασιατική Καταστροφή στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. «Ο πατέρας μου, προτού στραφεί στον τουρισμό, ήταν από τους καλύτερους ράφτες των Χανίων και είχε δική του βιοτεχνία. Το επάγγελμα του γλίτωσε τη ζωή. Ως παλικάρι συνελήφθη για την αντιστασιακή του δράση τον Φεβρουάριο του 1944 από τους Γερμανούς. Φυλακίστηκε στην Ελλάδα και ύστερα στο Μαουτχάουζεν. Μια μέρα ο Γερμανός αξιωματικός που ήταν υπεύθυνος για τη δική του πτέρυγα είχε μια τρύπα στο ρούχο του. Ο πατέρας μου το είδε και τον παρακάλεσε να το φτιάξει. Τα κατάφερε ενώ δεν είχε σύνεργα μαζί του. Αυτό του χάρισε μια θέση στο ραφείο του στρατοπέδου, μακριά από τα καταναγκαστικά έργα που έστειλαν πολλούς στον θάνατο. Γύρισε στα Χανιά με την απελευθέρωση.
»Το 1965, αντί να αγοράσει δύο διαμερίσματα αντιπαροχής στην Αθήνα, πείστηκε από ένα φίλο του μεσίτη να πάρει ένα οικόπεδο εδώ στην παλιά τουρκική συνοικία των Χανίων που είχε βομβαρδιστεί από τους Γερμανούς και πολλά κτίρια ήταν διαλυμένα. Το 1972 έχτισε ξενοδοχείο. Επειδή ταξίδευε στην Ευρώπη διείδε την ευκαιρία του τουρισμού. Το 1974 ανοίξαμε το Porto Veneziano και εγώ, 11-12 ετών, τον βοηθούσα με τα μπαγκάζια των πελατών. Αρχικά ήρθαν οι περιηγητές – περιπατητές που αγαπούσαν τη φύση και τα μνημεία. Ηταν κυρίως Αγγλοι. Αργότερα οι Ελβετοί και σταδιακά από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 οι Γερμανοί. Οι τελευταίοι έρχονταν και στις επετείους της Μάχης της Κρήτης μαζί με τους Βρετανούς και τους Νεοζηλανδούς για να τιμήσουν τους νεκρούς τους. Πολλοί από αυτούς ήταν αλεξιπτωτιστές που είχαν πέσει στο νησί. Φαντάζομαι σήμερα πώς πρέπει να αισθανόταν ο πατέρας μου όταν τους έβλεπε. Να έχεις πελάτη αυτόν που πήγε να σου κατακτήσει το νησί και που σε έστειλε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ομως ήταν ευγενέστατος με όλους. Ορισμένες φορές τους μιλούσε κάποια λίγα γερμανικά ξαφνικά και τους αιφνιδίαζε. Οταν τον ρωτούσαν πού τα έμαθε, τους απαντούσε “στο Μαουτχάουζεν”. Πάγωναν…
«Εμείς υποδεχθήκαμε πολύ λιγότερους Μικρασιάτες απ’ ό,τι το Ηράκλειο. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν προκομμένοι – θεωρώ ότι η σημερινή άνθηση που γνωρίζει η πρωτεύουσα της Κρήτης έχει να κάνει και με το δικό τους μπόλιασμα».
»Πάντως ήταν σοφή η απόφαση να γίνει ξενοδόχος. Ο τουρισμός ήταν οπωσδήποτε ο πιο σημαντικός μοχλός ανάπτυξης για την Κρήτη. Ομως κινδυνεύει πια να χαθεί το μέτρο, διότι αυτοί που ηγούνται και σχεδιάζουν το μέλλον δεν έχουν κάτσει να σκεφτούν πώς θέλουμε να είναι ο τόπος μας σε 30-40 χρόνια. Θέλουμε να αντιγράφουμε τη Μύκονο; Τα ρεκόρ αφίξεων τα σηκώνουμε; Οι Χανιώτες θα μπορούν να χαίρονται την πόλη τους ή θα είναι μόνο για τους τουρίστες;».
Φωνές διαμαρτυρίας
Με μια ματιά αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο κ. Πλατσιδάκης έχει δίκιο. Απρίλης μήνας και όλα είναι γεμάτα. Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο η κατάσταση θα είναι αβίωτη. Σταθερά τα τελευταία χρόνια ακούγονται φωνές διαμαρτυρίας. Κάναμε μια μεγάλη διαδρομή μέσα στο άστυ με τη δικηγόρο Ελευθερία Φρογουδάκη, που μας μίλησε για το πώς οι Χανιώτες παραδίδουν τα «κλειδιά» της ίδιας τους της πόλης: «Από τον Απρίλιο μέχρι και τον Οκτώβριο αισθάνεσαι ότι η θαλάσσια ζώνη δεν σου ανήκει πια, έχει εκχωρηθεί στους επισκέπτες και η καθημερινότητα οργανώνεται γύρω από αυτούς. Οι κάτοικοι είναι σαν να μην υπάρχουν. Αν αναρωτηθείτε γιατί δεν αντιδρά ο κόσμος, θα σας πω ότι ο τουρισμός και η παρουσία των ξένων –σε βραχυπρόθεσμο ή πιο μακροπρόθεσμο επίπεδο– έχει διαπεράσει όλες τις εκφάνσεις της ζωής. Εγώ λ.χ. κάνω μάχιμη δικηγορία. Θα καταβάλω πολύ μεγάλο κόπο και θα βγάλω πολύ λιγότερα χρήματα για μια συνηθισμένη υπόθεση στο δικαστήριο από το να ασχοληθώ με μια αγοραπωλησία γης ή σπιτιού σε ξένους ή με μια επένδυση. Υπάρχει λοιπόν μια ροπή που μας σπρώχνει όλους προς μια κατεύθυνση, στις υπηρεσίες που αναπτύσσονται περί τον τουρισμό. Ετσι, μια ολόκληρη πόλη, ένα ολόκληρο νησί, ίσως και μια ολόκληρη χώρα οδηγείται σταδιακά προς τη μονοκαλλιέργεια».
Την αφήσαμε για να κατευθυνθούμε προς το Αρχαιολογικό Μουσείο στη Χαλέπα, εκεί όπου βρίσκεται το σπίτι-μουσείο του Βενιζέλου: «Μα τα Χανιά είναι ακόμη μια πόλη βενιζελική», μας είπε με βεβαιότητα η κ. Φρογουδάκη αποχαιρετώντας μας. «Αφού ο Βενιζέλος πέθανε το 1936», συμπλήρωσα. «Ναι… Aντε πες το στους Χανιώτες αυτό!» με έκοψε γελώντας. «Εννοώ ότι υπάρχει μια βενιζελική παράδοση, πατριωτική και δημοκρατική, που ακόμη επιβιώνει στις ημέρες μας. Κάτι επιζεί από εκείνο το παλιό πνεύμα, το μαχητικό. Πιστεύω ότι αν σήμερα γινόταν πόλεμος, οι συμπατριώτες μου θα έτρεχαν πρώτοι, όπως κάποτε πήγαν πρώτοι στη Μακεδονία». Στις προθήκες του καινούργιου και εντυπωσιακότατου αρχαιολογικού μουσείου, πάντως, πάλι έβλεπες την Ιστορία να είναι πανταχού παρούσα: ξίφη, βαρίδια από αργαλειούς, αγγεία μινωικά. «Η Κρήτη είναι ένας συγκλονιστικός τόπος ανάμεσα σε τρεις ηπείρους. Κοιτίδα του πρώτου ευρωπαϊκού πολιτισμού, σταυροδρόμι για τους μετέπειτα», λέει η Θεσσαλονικιά προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Χανίων, Ελένη Παπαδοπούλου, που έχει κλείσει 25 χρόνια στα Χανιά.
Τον διαισθάνονται οι Κρητικοί αυτόν τον πλούτο; «Μέχρι και κάποιες δεκαετίες πριν δεν είχαν συνειδητοποιήσει την ιδιαιτερότητα του νησιού. Υπήρχαν λαθρανασκαφές και καταστροφές. Σήμερα το εκτιμούν, το θεωρούν στοιχείο της ταυτότητάς τους. Στα θετικά βλέπω μια μεγαλύτερη πρόνοια στη διατήρηση και αποκατάσταση μνημείων, να υπάρχει μεγαλύτερη καθαριότητα, είναι καλύτερη η εικόνα της πόλης από την άποψη αυτή. Ομως ζούμε αυτήν τη στιγμή τον κορεσμό του τουρισμού που έχει αρχίσει να αλλοιώνει τη φυσιογνωμία των Χανίων, να διώχνει τους κατοίκους της παλαιάς πόλης από τα σπίτια τους. Είναι δύσκολο να συντηρήσουν τα οικοδομήματα, η όχληση και η πολυκοσμία ρίχνουν την ποιότητα ζωής, χώροι στάθμευσης δεν υπάρχουν. Νομίζω ότι είναι η στιγμή που η πολιτεία θα έπρεπε να παρέμβει και να δανειοδοτεί αποκαταστάσεις παλαιών κατοικιών για να μην αναγκάζονται οι άνθρωποι να τα εκχωρούν για τουριστικές χρήσεις. Το μουσείο πάντως έρχεται να συμπληρώσει τα θέλγητρα ενός νέου πόλου σε σχέση με το Παλιό Λιμάνι. Εδώ δίπλα βρίσκεται η οικία-μουσείο Βενιζέλου, ενώ η παλιά γαλλική σχολή θα φιλοξενεί τη λαογραφική συλλογή του Πολυτεχνείου Κρήτης και θα γίνει ένα hub πολιτισμού και τεχνολογίας».
Tον κίνδυνο να γίνουν τα Χανιά όπως το διχοτομημένο πια Ναύπλιο, με το παλιό τους κομμάτι αποκλειστικά αφιερωμένο στους τουρίστες και το σύγχρονο στους κατοίκους, επισημαίνει και ο Ηλίας Γαβριλάκης. Ο μαιευτήρας έφτιαξε μια πρότυπη αντικαρκινική κλινική στα Χανιά, όπου και τον συναντήσαμε. Το γραφείο του είναι γεμάτο βιβλία. Κάποια τα έχει γράψει ο ίδιος, άλλα αναφέρονται σε ιστορικές έρευνες ή περιόδους που τον απασχολούν. Ηταν ο κατάλληλος άνθρωπος να μας εξηγήσει πώς σμιλεύτηκε η «ψυχολογία» των σημερινών Χανίων, που αισθάνονται ότι υπολείπονται σε σχέση με τη δυναμική και την οικονομία του Ηρακλείου. «Εδώ υπήρχε μια κοινωνική τάξη, αστική, με χρήματα. Δυστυχώς έκανε αποταμιεύσεις αλλά όχι επενδύσεις. Δεν είχαν επιχειρηματικά μυαλά και δεν μπόρεσε να υπάρξει συνέχεια. Μετά το 1960 εξαφανίστηκαν πολλά “τζάκια” και τα καινούργια αναδείχθηκαν από τον τομέα του τουρισμού. Από τότε σταδιακά το Ηράκλειο άρχισε να παίρνει τα οικονομικά σκήπτρα και όχι μόνο. Αν και εγώ έχω μια άλλη θεωρία. Εμείς υποδεχθήκαμε πολύ λιγότερους Μικρασιάτες απ’ ό,τι το Ηράκλειο. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν προκομμένοι, εργατικοί, γεννημένοι έμποροι και θεωρώ ότι η σημερινή άνθηση που γνωρίζει η πρωτεύουσα της Περιφέρειας Κρήτης έχει να κάνει και με το δικό τους μπόλιασμα».
Ο ίδιος αφηγείται: «Γεννήθηκα το 1940 και η εικόνα της πόλης ήταν πολύ διαφορετική, υπήρχε φτώχεια. Θυμάμαι συμμαθητές στο σχολείο χωρίς παπούτσια, ενώ εμείς φοράγαμε μεταποιημένα τα ρούχα των γονιών μας. Παιδί του δημοτικού σήκωσα στεφάνια σε κηδείες για να πάρω χαρτζιλίκι. Σήμερα η Κρήτη είναι ένα από τα πλούσια μέρη της Ελλάδας. Οι Χανιώτες όμως άργησαν να καταλάβουν την τεράστια αξία της Παλιάς Πόλης. Πούλησαν εύκολα σπίτια και ιδιοκτησίες. Μεγάλο μέρος έχει περάσει πια σε ξένους ιδιοκτήτες που θα τα εκμεταλλεύονται αυτοί στο μέλλον. Γενικά η ζώνη αυτή θα απευθύνεται σταδιακά μόνο στους τουρίστες. Η εύρεση κατοικίας είναι τεράστιο ζήτημα. Εμείς προσλαμβάνουμε μη ντόπιους γιατρούς που δεν μπορούν να βρουν σπίτι και μένουν στην κλινική μέχρι να τακτοποιηθούν κάπου εκτός πόλης».
Η στέγαση
«Είναι αλήθεια πως η κατοικία είναι τεράστιο πρόβλημα για τη δική μου γενιά. Ακόμη και αν βρεις σπίτι της προκοπής, τον Απρίλιο σε διώχνουν», λέει ο τριαντάρης Μάνος Κατσιαδάκης. Εχει σπουδάσει μηχανολόγος, εργάζεται στην οικογενειακή αγροτική επιχείρηση με ελιές και τα απογεύματα διδάσκει breakdance. Η γυναίκα του είναι tiktoker ζαχαροπλάστρια και διδάσκει hip hop: «Στον γάμο μας εκείνη με τις μαθήτριές της έκαναν πρώτα τη δική τους “είσοδο” με hip hop. Μετά εγώ με τους μαθητές μου breakdance και ύστερα το ρίξαμε στα παραδοσιακά.
»To 2016 πήγα σε ένα διαγωνισμό στη Σλοβακία, που είναι από τους καλύτερους στον κόσμο. Εκεί ένας ξένος με ρώτησε γιατί ενώ είναι τόσο ωραία η Κρήτη δεν έχουμε και εμείς μια διοργάνωση. Τότε μαζί με τη γυναίκα μου μας ήρθε η ιδέα του Southbreak και η πρώτη μας προσπάθεια έγινε με δικούς μας πόρους το 2017. Συνεχίζουμε μέχρι σήμερα και με τη βοήθεια των τοπικών αρχών. Φέτος θέλουμε να το κάνουμε τριήμερο με σεμινάρια και άλλες δράσεις, όπως καλλιτεχνικό γκράφιτι και ραπ», λέει ο 30χρονος.
«Γιατί να τυραννιέσαι στα χωράφια όταν βγάζεις από τα δωμάτια;»
Η τουριστική μετάλλαξη και οι νέες γενιές που γυρίζουν την πλάτη στη γη
Κάναμε μια στάση για φαγητό στη ∆έσποινα Πολάκη, ιδιοκτήτρια και μαγείρισσα του Κουζίνα ΕΠΕ, ενός από τα καλύτερα μαγέρικα των Χανίων με πελάτες ντόπιους και ξένους. Μας κέρασε ένα νοστιμότατο χανιώτικο μπουρέκι. «Εχω μαγαζιά κατσαρολάδικα εδώ και 40 χρόνια. Εμαθα να μαγειρεύω από τη μάνα μου, τη Γεωργία Κτιστάκη, βέρα Χανιώτισσα. Και εκείνη από τη δική της. Οι Κρητικές μανάδες που ‘ναι σήμερα από 50 χρόνων και πάνω φροντίζουνε και για τα σπίτια τους και για τους συγγενείς. Οι πιο νέες δεν πολυπρολαβαίνουνε. Κάθε γενιά μαγειρεύει και λίγο χειρότερα από την προηγούμενη. Διότι το φαΐ θέλει τον χρόνο του, δηλαδή χαμηλή φωτιά. Οι ξένοι δεν πιστεύουν ούτε την ποιότητα ούτε τις τιμές που έχουμε εδώ. Τρώμε αφάνταστα καλύτερα στην Κρήτη».
Εχει δίκιο η κυρα-Δέσποινα, το φαγητό στα Χανιά είναι ακόμη εξαιρετικό χάρη στην πρώτη ύλη του. Ομως εκεί αρχίζει να δημιουργείται ζήτημα. Ο πρωτογενής τομέας στην Κρήτη είναι κραταιός, αλλά οι επόμενες γενιές δεν θέλουν να μπουν στη δύσκολη δουλειά του αγρότη. Μας το επιβεβαίωσε ο Μανώλης Κινδελής, ο οποίος έχει αποκαταστήσει μια εκπληκτικής ομορφιάς βενετσιάνικη έπαυλη που ενοικιάζεται από επισκέπτες υψηλού γούστου στον χανιώτικο κάμπο, ενώ στο κτήμα που την περιβάλλει καλλιεργεί βιολογικές φράουλες, πορτοκάλια, λεμόνια, αβοκάντο και καμιά 20αριά ακόμη φρούτα και λαχανικά. «Ερημώνουν σταδιακά πολλά χωριά που είχαν λίγους κατοίκους. Και οι Κρητικοί γυρίζουν την πλάτη στη γη. Γιατί να τυραννιέσαι στα χωράφια όταν μπορείς να βγάλεις τα προς το ζην και πολύ παραπάνω με δωμάτια, να γίνεις ηλεκτρολόγος ή υδραυλικός; Οι μεγάλες αλλαγές έγιναν στα χρόνια του ΠΑΣΟΚ, αυτό ήταν το ορόσημο. Με τις επιδοτήσεις από την Ευρώπη και το χρήμα που εισέρρευσε από τον τουρισμό από τη μια και από την άλλη το γεγονός ότι σταδιακά η Ελλάδα άρχισε να εισάγει αγροτικά προϊόντα από παντού, ο Κρητικός αγρότης έπρεπε να ανταγωνίζεται τον Ιταλό, τον Ισπανό, τον Ολλανδό που είχαν άλλες ευκολίες και άλλες κλίμακες».
«Οταν έβρεξε λεφτά, οι Κρητικοί έγιναν από βοσκοί, ξενοδόχοι, από βουνίσιοι, άνθρωποι της πόλης, από λιτοδίαιτοι, συχνά παχύσαρκοι. Οι παλιές γενιές ζούσαν σε αρμονία με τη φύση, τα βουνά, τους κάμπους».
Ο κ. Κινδελής μάς ξεπροβόδισε με ένα πακετάκι φράουλες, τόσο αρωματικές που μου έφεραν στον νου παιδικές γεύσεις. Μέχρι να φθάσουμε στην εξοχή όπου είχαμε ραντεβού με τον Σταύρο Μπαδογιάννη, πρόεδρο του Ορειβατικού Συλλόγου Χανίων, ιδρυθέντος το 1930, τις είχαμε εξαφανίσει.
«Ολη η Ελλάδα έχει περίπου 85 συλλόγους, εμείς τα τελευταία χρόνια είμαστε πάντα μέσα στους 10 πρώτους στη δράση, με 600 μέλη από 18 έως και 75 ετών. Η Κρήτη έχει απίστευτα τοπία και πεδία να περπατήσει κανείς. Δεν το λέω σοβινιστικά αλλά από γνώση, έχω πάει από το Κιλιμάντζαρο έως τις Αλπεις και τις Ανδεις. Οι ξένοι που ανακάλυψαν την Κρήτη τη δεκαετία του 1960 ήταν άνθρωποι που σέβονταν τη φύση, ορειβάτες, περιπατητές, λάτρεις των αρχαίων, που μας επέλεγαν διότι το μέρος μιλούσε στην ψυχή τους. Μετά ήρθαν οι ορδές των τσάρτερ το 1980, που μπορεί να περνούσαν 15 ημέρες κλεισμένοι στο ξενοδοχείο και να μην έχουν ιδέα ποιος είναι ο τόπος που πήγαν διακοπές. Η βόρεια ακτή δεν θυμίζει πια αυτό που ήταν. Η βλάβη είναι ανήκεστη. Δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω. Τουλάχιστον ας φρενάρει λίγο ο ρυθμός. Η πεζοπορία ήταν η ψυχή της καθημερινότητας στην παλιά Κρήτη. Ο μέσος άνθρωπος έκανε τα πάντα με τα πόδια, μετακίνηση, καλλιέργειες, κτηνοτροφία, κοινωνικότητα, ταξίδι, σχολείο. Ο δρόμοι ήταν ελάχιστοι, παντού υπήρχε δίκτυο μονοπατιών. Οταν έβρεξε λεφτά, οι Κρητικοί έγιναν από βοσκοί, ξενοδόχοι, από βουνίσιοι, άνθρωποι της πόλης, και από πεζοί, οδηγοί και συνεπώς από λιτοδίαιτοι, συχνά παχύσαρκοι. Οι παλιές γενιές των συντοπιτών μου ζούσαν σε αρμονία με τη φύση, τα βουνά, τους κάμπους. Και αυτό που σου ψιθυρίζει η φύση είναι πως μπροστά της είσαι ένα τίποτα. Οταν διανοίχτηκαν οι δρόμοι και όλοι κάτσανε στο τιμόνι του αυτοκινήτου, τους βγήκε ο εγωισμός. Πατάς το γκάζι και νομίζεις ότι είσαι τα πάντα. Από την εκμηδένιση του ανθρώπου στο μεγαλείο της φύσης, τώρα όλα κρίνονται από το ποιος έχει το μεγαλύτερο ή πιο ακριβό αγροτικό, ποιος οδηγεί πιο γρήγορα. Ετσι εξηγούνται και τα πολλά τροχαία στο νησί. Πάει αυτό το εσωτερικό μέτρο που ανέθρεψε τους προγόνους μας και τους φύλαγε ώστε να μην παραφέρονται. Ναι, η Ιστορία σε παραμονεύει στα Χανιά. Αλλά ένα μεγάλο κεφάλαιό της ξεχάστηκε».