Ήταν το 1993 τελευταία φορά που ο πληθωρισμός στην χώρα βρίσκονταν στα σημερινά πρωτόγνωρα επίπεδα. Οι ακραίες αυξήσεις των τιμών του τιμαρίθμου ήταν φαινόμενο μιας εποχής πριν από την ένταξη της χώρας στις δομές και στις διαδικασίες της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ενοποίησης. Η προοπτική της ένταξης της χώρας στη ζώνη του ευρώ μάλιστα την εποχή εκείνη, είχε ως βασικό πλεονέκτημα ότι το «σκληρό» ευρώ θα προστάτευε την χώρα από κρίσης πληθωρισμού ενώ η εισροή πόρων από τις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις θα εξασφάλιζε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης για όλη την δεκαετία του ’90. Οι συνθήκες όμως άλλαξαν και μαζί με αυτές αλλάζουν σήμερα και σε όλη την Ευρώπη οι κεντρικές ιδέες γύρω από την άσκηση οικονομικής πολιτικής.
Σήμερα πλέον, ο πληθωρισμός δεν σχετίζεται με την ασκούμενη, σε επίπεδο Ευρώπης, νομισματική πολιτική αλλά με τις εξωτερικές συνθήκες, αρχικά των διαταραχών στις διεθνείς αλυσίδες αξίας εξαιτίας της κρίσης του κορονοϊού και στην συνέχεια εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης, ως αποτέλεσμα του πολέμου στην Ουκρανία. Άρα, σήμερα, αυτό που προέχει είναι η επινόηση και η εφαρμογή εκείνων των εργαλείων στην άσκηση οικονομικής πολιτικής, με τα οποίο η εκάστοτε κυβέρνηση θα διαχειριστεί αυτό το εξωτερικό σοκ και θα προσπαθήσει να ανακόψει την μεταφορά των πληθωριστικών πιέσεων προς τα λαϊκά νοικοκυριά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Αν αυτά όμως ισχύουν για τις περισσότερες χώρες τις Ευρώπης δεν ισχύουν απαραιτήτως και για την Ελλάδα και την σημερινή της κυβέρνηση. Οι κρίσεις πληθωρισμού, ανεξάρτητα από την αρχική πηγή τους λειτουργούν πάντοτε και ως ένας οιωνοί μηχανισμός αναδιανομής εισοδήματος. Και έτσι η κυβέρνηση Μητσοτάκη, πάντοτε πρόθυμη να μην αφήσει καμία «καλή» κρίση να πάει χαμένη, χρησιμοποιεί τον τιμάριθμο ως εργαλείο αναδιανομής εισοδήματος υπέρ των μεγάλων καθετοποιημένων παραγωγών στην ηλεκτρική ενέργεια και δευτερευόντως υπέρ των μεγάλων επιχειρήσεων λιανεμπορίου και των σούπερ μάρκετ. Η συνθήκη αυτή υποστηρίζεται και από την αποσάθρωση των ελεγκτικών μηχανισμών επί ΝΔ που θα μπορούσαν στις παρούσες συνθήκες να προστατέψουν εν μέρει τον καταναλωτή και να βάλουν φρένο σε φαινόμενα αισχροκέρδειας.
Τα αποτελέσματα αυτής της κοντόφθαλμης πολιτικής είναι δραματικά ακόμα και αν λάβει υπόψιν του κανείς την ταξική μεροληψία της πολιτικής Μητσοτάκη. Ενώ λοιπόν οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες σπεύδουν να επιβάλουν πλαφόν στις τιμές ενέργειας, να υπερφορολογήσουν τα υπερκέρδη των σχετικών ομίλων και να μειώσουν το ΦΠΑ στα βασικά είδη διατροφή και στην ενέργεια, η κυβέρνηση Μητσοτάκη συνειδητά δεν κάνει τίποτα. Υπολογίζοντας ότι τα υπερκέρδη του ΦΠΑ, ως αποτέλεσμα του υψηλού πληθωρισμού, θα μπορέσουν να καλύψουν τις εφήμερες προεκλογικές υποσχέσεις της αφήνει τα πράγματα ως έχουν. Αυτή η τακτική έχει πλέον αφήσει το στίγμα της στην οικονομική συμπεριφορά των νοικοκυριών. Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του ΙΕΛΚΑ 2 στους 3 πολίτες έχουν μειώσει την κατανάλωση τους στο ρεύμα και 1 στους 2 έχουν συρρίκνωση τις δαπάνες τους σε βασικά είδη διατροφής. Ταυτόχρονα, η ίδια έρευνα αποκαλύπτει την ταχύτατη διάβρωση των αποταμιεύσεων των πολιτών για να καλύψουν βασικές ανάγκες και την αναστολή, σε ύψος 80% των νοικοκυριών, των δαπανών ψυχαγωγίας εξαιτίας της συρρίκνωσης των εισοδημάτων τους. Όλα αυτά βέβαια, συνδυασμένα με τους χαμηλότερους μισθούς στην ευρωζώνη οδηγούν σε ένα εκρηκτικό κοινωνικό κοκτέιλ με τις κοινωνικές ανισότητες να διευρύνονται τα χρόνια διακυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη έτι περεταίρω.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, είναι απολύτως επιβεβλημένη στις παρούσες συνθήκες η αλλαγή πολιτικής. Για να μπει φρένο στην διάβρωση των εισοδημάτων και να αποτραπεί η διαφαινόμενη ύφεση που θα προκύψει από την συρρίκνωση της καταναλωτικής δαπάνης. Αλλαγή πολιτικής όμως που, πρώτα, εκ των πραγμάτων, προϋποθέτει και αλλαγή κυβέρνησης.
*Ο Χάρης Μαμουλάκης είναι αν. Τομεάρχης Ανάπτυξης & Επενδύσεων Κ.Ο. ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Βουλευτής Ηρακλείου – Πολιτικός Μηχανικός BEng MSc
Πρώτη δημοσίευση, ieidiseis.gr 19/12/22