Η διοίκηση μιας εταιρίας δεν ήταν ποτέ εύκολη υπόθεση στη χώρα μας ιδίως την τελευταία δεκαετία που εξαιτίας της υπερδεκαετούς οικονομικής κρίσης κάποιες επιχειρήσεις πτώχευσαν και πολλές περισσότερες βρέθηκαν με σημαντικές οφειλές σε εφορία και ΕΦΚΑ. Για την είσπραξη των απαιτήσεων του, από το σύνολο (σχεδόν) των νομικών οντοτήτων, το ελληνικό κράτος ήδη από το 1994 είχε θεσπίσει την αλληλέγγυα ευθύνη των διοικούντων. Τούτο σήμαινε ότι ευθύνονταν για το «εταιρικό χρέος» και με την προσωπική τους περιουσία. Ωστόσο, περιόριζε χρονικά την ευθύνη σε οφειλές που υπήρχαν κατά το χρόνο διάλυσης ή συγχώνευσης του νομικού προσώπου. Από την 1.12.1998 η ανωτέρω «αλληλέγγυα ευθύνη» επεκτάθηκε και σε παρακρατούμενος φόρους και ΦΠΑ που είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμοι κατά τη λειτουργία του νομικού προσώπου.
Σήμερα, η αλληλέγγυα ευθύνη ρυθμίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 50 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας και είναι εξαιρετικά διευρυμένη σε σχέση με το παρελθόν, καθόσον «πεδίο ευθύνης» ενός διοικητή νομικού προσώπου είναι το σύνολο σχεδόν των φόρων περιλαμβανομένου του ΕΝΦΙΑ αλλά και των συναφών τόκων και προστίμων. Ωστόσο, η τροποποίηση που επήλθε με το Ν. 4646/2019 εξορθολογίζει σε μεγάλο βαθμό την ευθύνη των διοικητών νομικών προσώπων. Και τούτο διότι:
α) δεν εντάσσει στα συνευθυνόμενα πρόσωπα του μη εκτελεστικούς πρόεδρους του ΔΣ (καθόσον προφανώς δεν ασκούσαν διοίκηση)
β) αντιμετωπίζει το πρόβλημα των διαδοχικών διοικήσεων νομικών προσώπων. Για παράδειγμα δεν είναι λίγες στην πράξη οι περιπτώσεις που ενώ κάποιος, όταν ήταν διευθύνων σύμβουλος μιας εταιρίας, ήταν άψογος στις φορολογικές του υποχρεώσεις βρέθηκε μπλεγμένος σε έναν κυκεώνα οφειλών, από πράξεις και παραλείψεις του διαδόχου του.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση δεκάδων διοικητών που βρέθηκαν υπόλογοι (με αστική και ποινική ευθύνη) στο πλαίσιο εξωλογιστικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος και ΦΠΑ διότι χρόνια μετά την αποχώρησή τους, ο διάδοχός τους είτε από δόλο είτε από αμέλεια δεν επέδειξε στον έλεγχο το σύνολο των φορολογικών βιβλίων και στοιχείων. Υπό το νέο δίκαιο ρητά καθορίζεται ότι συνυπόχρεος για την καταβολή του φόρου είναι ο διάδοχος του και όχι ο ίδιος. Στο ίδιο πλαίσιο, η νέα νομοθεσία υποχρεώνει το «νέο διοικητή» του παραδείγματός μας να τηρήσει ρύθμιση οφειλών στο Δημόσιο και στον ΕΦΚΑ που είναι ενήμερη κατά το χρόνο ανάληψης των καθηκόντων του. Σε διαφορετική περίπτωση θα ευθύνεται για το χρέος τόσο ο παλαιός όσο και ο νέος διοικητής. Τέλος, στην περίπτωση που οι οφειλές διαπιστώνονται μετά από έλεγχο και το χρέος που προκύπτει ανάγεται σε προγενέστερο στάδιο (πχ είχε υποβάλλει ανακριβή δήλωση ΦΠΑ ο προηγούμενος διοικητής) την ευθύνη καταβολής έχει ο αδικοπρακτήσας προηγούμενος διοικητής και όχι αυτός που βρίσκεται σήμερα στα ηνία της επιχείρησης, δηλαδή κατά το χρόνο που η οφειλή βεβαιώνεται και καθίσταται ληξιπρόθεσμη.
γ) αίρει το δυσανάλογο καθεστώς της «αντικειμενικής ευθύνης» των διοικητών. Συνεπώς, δεν ευθύνονται για κάθε χρέος του νομικού προσώπου, αλλά για χρέος που είτε δημιουργήθηκε είτε δεν πληρώθηκε από δική τους υπαιτιότητα. Δικαίως είχε υποστηριχθεί – δίχως να γίνει δεκτό από τα ελληνικά δικαστήρια – ότι η «αντικειμενική συνευθύνη» που οδηγούσε στην απαλλοτρίωση της περιουσίας για χρέη τρίτου – όπως είναι η εταιρία – συνιστά παραβίαση του άρθρου 17 του Π. Π.
Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ για την προστασία της ιδιοκτησίας και σε κάθε περίπτωση παραβίαζε την συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας. Για να γίνουν κατανοητά τα ανωτέρω τονίζουμε ότι υπήρξαν πλείστες περιπτώσεις διοικητών που απώλεσαν την περιουσία τους, μολονότι δεν είχαν τη δυνατότητα (είτε για προσωπικούς είτε για νομικούς λόγους) ενάσκησης πράξεων διοίκησης και διαχείρισης της εταιρικής περιουσίας κατά το χρόνο γέννησης της φορολογικής υποχρέωσης!
Ο νομοθέτης όλες τις ανωτέρω αδικίες δίνει τη δυνατότητα μέχρι 31.12.2020 να επανορθωθούν. Προφανώς εν μέρει. Ό,τι εισπράχθηκε δεν επιστρέφεται. Ωστόσο και αυτό είναι ένα σημαντικό βήμα για την επιστροφή στην κανονικότητα. Συνεπώς, όσοι διοικητές βλέπουν σήμερα τους τραπεζικούς λογαριασμούς τους δεσμευμένους ή τα χρέη να τους βαραίνουν και να μην μπορούν να λάβουν φορολογική ενημερότητα μπορούν μέχρι την ανωτέρω ημεροχρονολογία να υποβάλουν τεκμηριωμένη αίτησή τους στην αρμόδια για την είσπραξη του χρέους φορολογική υπηρεσία και να ζητούν την απαλλαγή τους ή/και την άρση των σε βάρος τους αναγκαστικών μέτρων.
Στην αίτησή τους θα πρέπει να ισχυριστούν και να αποδείξουν από το «φάκελο τεκμηρίωσης» που θα συνυποβάλουν είτε ότι δεν ασκούσαν διοίκηση (λχ δεν ήταν εκτελεστικοί πρόεδροι) είτε ότι τα χρέη που κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά της διάρκεια της δικής τους θητείας δεν δύναται να τους αποδίδονται (λχ γιατί αυτοί ήταν συνεπείς και οι οφειλές προέκυψαν από έλεγχο που κατέδειξε υπαίτια πράξη του προκατόχου τους) ή στην περίπτωση του εξωλογιστικού προσδιορισμού ανάγονται μεν στη δική τους θητεία αλλά οφείλονται σε υπαιτιότητα το διαδόχου τους κλπ).
Επιπροσθέτως, στο βαθμό που η ύπαρξη «υπαιτιότητας» για τους διοικούντες νομικά πρόσωπα αποτελεί «μαχητό τεκμήριο» μπορούν να επικαλεστούν (έχοντας πάντα το σχετικό βάρος απόδειξης) την ανυπαρξία αυτής. Αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις οποιουδήποτε δικαστηρίου ή αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα από τα οποία ρητά διαπιστώνεται η έλλειψη δόλου ή αμέλειας του διοικητή του νομικού προσώπου σε σχέση με τη μη καταβολή της οφειλής αποτελούν σημαντικά αποδεικτικά στοιχεία που η αρμόδια φορολογική αρχή ή το αρμόδιο ΚΕΑΟ οφείλει να λάβει υπόψη της. Σε περίπτωση που οι ανωτέρω απαντήσουν αρνητικά ή δεν απαντήσουν (σιωπηρή απόρριψη) ο αιτών έχει το δικαίωμα να προσφύγει στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών και στα Διοικητικά Δικαστήρια αντιστοίχως. Προϋπόθεση όλων αυτών να έχει υποβληθεί αρμοδίως εμπρόθεσμη και τεκμηριωμένη αίτηση μέχρι τις 31.12.2020.