Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση για συγκρότηση «διακομματικής επιτροπής» για τη διαχείριση των κονδυλίων του «Ταμείου Ανάκαμψης» της ΕΕ, καθώς και η απορία του πρωθυπουργού προς τους προέδρους ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ για το «πού ακριβώς διαφωνούμε;» ως προς το σχέδιο Πισσαρίδη, αποκάλυψαν ξανά τις υποτιθέμενες «απύθμενες» διαφορές που χωρίζουν τα δύο αυτά κόμματα. Αυτό αποτυπώνεται και στο λεγόμενο «σχέδιο αντι-Πισσαρίδη» του ΣΥΡΙΖΑ, το προσχέδιο του οποίου δημοσιοποιήθηκε και αποτελεί επί της ουσίας την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για το ξεπέρασμα της κρίσης προς όφελος του κεφαλαίου.
Κεντρικός άξονας, όπως και του «αυθεντικού» σχεδίου Πισσαρίδη, είναι το ζήτημα της διανομής στους επιχειρηματικούς ομίλους των κονδυλίων του «Ταμείου Ανάκαμψης». Είναι και εδώ εμφανής η προσπάθεια της σοσιαλδημοκρατίας να παρουσιάσει ως ταξικά ουδέτερες για τον λαό τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, που υπηρετούν τη διαμόρφωση ευνοϊκότερων όρων για την επένδυση συσσωρευμένων κεφαλαίων.
Αν κανείς προσπεράσει τα παχιά λόγια περί «δυο στρατηγικών που συγκρούονται» για την αξιοποίηση των κονδυλίων, για το ποιος μπορεί «χωρίς νεοφιλελεύθερες εμμονές» να διαχειριστεί την επεκτατική διαχείριση που έχει ανάγκη τώρα το κεφάλαιο, το κείμενο του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να συνυπογράφεται εξίσου απ’ όλα τα αστικά κόμματα.
Στηρίζει την ίδια αστική στρατηγική για άνοιγμα νέων «πράσινων» και «ψηφιακών» πεδίων κερδοφορίας, ενίσχυση των επενδύσεων, της «εξωστρέφειας» και «ανταγωνιστικότητας» της εγχώριας καπιταλιστικής οικονομίας, ενώ αναπαράγει από την αρχή έως το τέλος τους χρεοκοπημένους ισχυρισμούς που αξιοποιεί και η κυβέρνηση, πως η βελτίωση της ζωής των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων περνάει μέσα από την εκπλήρωση των στόχων του κεφαλαίου. Αυτές οι βασικές προτεραιότητες του κεφαλαίου αποτυπώνονται και στους πέντε άξονες παρεμβάσεων που συγκροτούν το σχέδιο.
«Οι στόχοι της πράσινης μετάβασης για το 2030 και το 2050 είναι δεδομένοι», αναφέρει το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ, όπου επαναλαμβάνεται η κοινή με τη ΝΔ στρατηγική της «απελευθέρωσης» της Ενέργειας, της «διασύνδεσης» με την ευρωενωσιακή αγορά ηλεκτρισμού, της «απολιγνιτοποίησης» κτλ. Την ίδια στρατηγική υπηρέτησε ο ΣΥΡΙΖΑ και ως κυβέρνηση, με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα της ενεργειακής φτώχειας που φουντώνει.
Την πραγματικότητα αυτή προσπαθεί να την «καμουφλάρει» με τις γνωστές αυταπάτες περί «πιο συμμετοχικών μορφών στις επενδύσεις και τη διαχείριση», όπως είναι οι ενεργειακές κοινότητες, σχήματα που έχουν ψηφίσει από κοινού με τη ΝΔ, ως όχημα για την προώθηση της «απελευθέρωσης», τη διευκόλυνση επενδύσεων στις ΑΠΕ για επιχειρηματίες του Τουρισμού, επιχειρήσεις του αγροτοδιατροφικού τομέα κ.ο.κ. Την ίδια αξία έχουν και οι διακηρύξεις για τη διατήρηση ορισμένων υποδομών υπό κρατικό έλεγχο, ώστε το αστικό κράτος να διατηρεί το υπόβαθρο για τη «δραστηριοποίηση» του κεφαλαίου στα υπόλοιπα πιο κερδοφόρα πεδία. Ενδεικτικά π.χ. είναι όσα λέγονται για τα δίκτυα 5G, ότι «οι βασικές επενδύσεις σε υποδομές για τη μετάβαση αυτή θα γίνουν από τον ιδιωτικό τομέα…»
Στο ίδιο πνεύμα είναι και όσα λέγονται στο σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με την υποτιθέμενη «ενίσχυση της εργασίας». Και εδώ ο βασικός πυρήνας των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ έχει ως επίκεντρο την «άνοδο της παραγωγικότητας», η οποία παρουσιάζεται τάχα ως αντίβαρο στο «νεοφιλελεύθερο σχέδιο» της ΝΔ για φτηνή εργασία και ως στόχος που μπορεί να ωφελήσει όλους, και το κεφάλαιο και τους εργαζόμενους.
Το ακριβώς αντίθετο βέβαια συμβαίνει, αφού στον καπιταλισμό άνοδος της παραγωγικότητας σημαίνει άνοδος του βαθμού εκμετάλλευσης, ενώ η πολιτική της φτηνότερης εργατικής δύναμης, την οποία με συνέπεια υλοποίησε και ο ΣΥΡΙΖΑ και συνεχίζει σήμερα η ΝΔ, είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την αύξηση των επενδύσεων.
Ετσι, πέρα από τις γνωστές εκκλήσεις περί διασφάλισης της «κοινωνικής συνοχής», της διασφάλισης δηλαδή της υποταγής του λαού, χαρακτηριστική είναι η αποστροφή ότι «οι δαπάνες σε αυτούς τους τομείς έχουν επιπλέον έντονα αναπτυξιακά οφέλη και συνιστούν επένδυση με εξαιρετικά σημαντικές αποδόσεις στο μέλλον. Η επένδυση για τη βελτίωση της Παιδείας αυξάνει την παραγωγικότητα της οικονομίας, η επένδυση στην Υγεία και την Πρόληψη πετυχαίνει το ίδιο». Με το «βλέμμα» του κεφαλαίου κοιτάζει ο ΣΥΡΙΖΑ και όσα επιχειρεί να παρουσιάσει στον λαό ως «κοινωνική πολιτική», τα οποία όχι μόνο δεν έχουν καμία σχέση με την κάλυψη των αναγκών σε Υγεία, Πρόνοια, Παιδεία κ.ο.κ., που τσεκούρωσε επί της διακυβέρνησής του, αλλά ακριβώς έρχονται να προωθήσουν την πολιτική του κεφαλαίου που τις υπονομεύει.
Κωστής Σταυρουλάκης,
μέλος της ΕΠ Κρήτης του ΚΚΕ
Τα σχόλια είναι κλειστά.