Η οδυνηρή προσγείωση, όταν, σε λίγο, οι προσδοκίες προδόθηκαν άθλια και οι ελπίδες ερειπώθηκαν οικτρά…
«Αφού ο πόλεμος αρχίζει στο νου των ανθρώπων, πρέπει στο νου των ανθρώπων να χτιστούν τα οχυρά της ειρήνης».
Καταστατικός χάρτης της UNESCO, 1945.
Σε λίγες μέρες –στις 12 του Οχτώβρη– κλείνουν 35 χρόνια απ’ την απελευθέρωση της Αθήνας και το «επίσημο» τέλος της Κατοχής. Καινούριοι εορτασμοί, καινούριοι λόγοι θα ’ρθουν να προστεθούν στους αμέτρητους εκείνους που, όλ’ αυτά τα χρόνια, δοξολόγησαν τη μεγάλη επέτειο. Λόγοι που «τιμούν» την «Ανάσταση του Έθνους» – ενώ, συχνά, υποτιμούν και τους αγώνες των Ελλήνων και τη νοημοσύνη των ακροατών.
Δεν σκοπεύουμε, φυσικά, να προσθέσουμε ένα ακόμα υμνολόγιο στα τόσα άλλα. Όχι μόνο επειδή έχουμε επίγνωση της δικής μας «υμνητικής αδυναμίας». Αλλά κι επειδή θεωρούμε αδύνατο ν’ αποδοθεί το κλίμα και το ήθος εκείνης της ανεπανάληπτης στιγμής.
Καμιά περιγραφή –όσο «πλήρης», όσο πολύπλευρη, όσο υψηλότονη– δεν μπορεί να μεταδώσει τη μεθυστική γεύση και την υψηλήν έξαρση της Απελευθέρωσης σ’ όποιον δεν την έζησε… και δεν την έζησε από μέσα… και δεν την έζησε αφού είχε ζήσει τα πριν… Κανένας δεν μπορεί να νοιώσει την εξωτερική και, προπάντων, την εσωτερική διάσταση της μέρας εκείνης, αν δεν είχε διανύσει –εξωτερικά κι εσωτερικά, σ’ όλη τους την ένταση και την απαντοχή– τις 1625 μέρες της τρομερής κατοχικής νύχτας.
Η έξοδος απ’ αυτές στοιχειοθετούσε τη μέθη της ώρας εκείνης. Και οι αγώνες κι οι ελπίδες που είχαν ανθίσει μες στην ατέλειωτη κατοχική έρημο οριοθετούσαν τη μέθεξη στον πανηγυρισμό… Σπάνια, στην ιστορία του τόπου μας και του κόσμου, οι ζωντανοί άνθρωποι γνώρισαν (κι έχτισαν με πόνο κι αίμα) τόσες φωτεινές προσδοκίες, βυθισμένοι στο έρεβος της δουλείας και του θανάτου. Γι’ αυτό και σπάνια προσγείωση στάθηκε τόσο οδυνηρή – όταν, σε λίγο, οι προσδοκίες προδόθηκαν άθλια και οι ελπίδες ερειπώθηκαν οικτρά…
Γιατί τα θυμηθήκαμε όλ’ αυτά – τα πολύ γνωστά, άλλωστε; Ίσως για τη «θείαν αφέλεια» που έκλειναν όλες εκείνες οι απαντοχές.
Όχι μόνο οι «πάντοτ’ ευκολοπίστευτοι Έλληνες», μα κι όλοι οι καλόπιστοι άνθρωποι του κόσμου είχαν, τότε, την πεποίθηση πως το απαίσιο Σήμερα του πολέμου θα το διαδεχθούν, με την ειρήνη, τα «Αύριο που τραγουδάνε»… Πίστευαν όλοι στις καλές προθέσεις των ηγετών του κόσμου – τουλάχιστο των «καλών» ηγετών, που μάχονταν ενάντια στους κακούς… Πίστευαν στο γνήσιο πόθο τους για έναν «ειρηνικό, δίκαιο, ελεύθερο κόσμο»… Πίστευαν στην ειλικρίνεια των «αδελφικών» επαγγελιών τους – όπως λογουχάρη του Προέδρου Φραγκλίνου Ρούσβελτ:
«Το έμβλημα του πολέμου είναι: Ας επιζήσουν οι δυνατοί· οι αδύναμοι ας πεθάνουν. Το έμβλημα της ειρήνης είναι: Ας βοηθήσουν οι δυνατοί τους αδύναμους να επιζήσουν». (Λόγος του στο Κογκρέσσο της Βραζιλίας, Ρίο ντε Τζανέιρο, 27.11.1936).
Και η πίστη αυτή τους έκανε όχι μόνο να πολεμήσουν μ’ όλες τους τις δυνάμεις τις «Δυνάμεις του σκότους», αλλά και να τους αντισταθούν πάνω απ’ τις δυνάμεις τους, ακόμα κι όταν εκείνοι είχαν νικηθεί και καταχτηθεί. Συντριμένοι, δουλωμένοι, σκελετωμένοι, επαλήθευαν τα λόγια του Montaigne:
«Υπάρχουν ήττες θριαμβευτικές, που τις ζηλεύουν οι νίκες» («Δοκίμια – Για τους κανίβαλους»).
Κι όσο πιο πολύ βάθαιναν τα Τάρταρα, τόσο πιο πολύ σελάγιζαν οι χίμαιρες στους ουρανούς των λαών.
«Οι πιο ακραίες ελπίδες γεννιούνται μέσα στην πιο ακραία δυστυχία», θα ’λεγε αργότερα ο Μπέρτραν Ράσσελλ («Το μέλλον της ανθρωπότητας», 1950).
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 7.10.1979, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Πολύ γρήγορα, όμως, οι λαοί θ’ ανακάλυπταν πόση είναι η καλοσύνη των «καλών»… πόση η λαχτάρα τους για ειρήνη, δικαιοσύνη, ελευθερία των άλλων… πόση η έγνοια τους για την «επιβίωση των αδύναμων»… Πολύ γρήγορα θα ξαναθυμίζονταν το μάθημα που μας έχουν υπαγορεύσει οι αιώνες και που τόσο πεισματικά αρνιόμαστε να μάθουμε:
«Ο πόλεμος είναι ένα παιχνίδι, όπου οι ηγέτες νικούν πότε-πότε, οι λαοί ποτέ» (Τσαρλς Κάλεμπ Κόλτον, «Λάκων», 1825, 1.534).
Τα «Αύριο» της ειρήνης, που έγιναν τώρα πια «Σήμερα» και «Χτες», είδαμε τι μας έφεραν. Το μόνο που ακούστηκε απ’ τα «τραγούδια» που δεν τραγουδήθηκαν ποτέ, είναι η θλιβερή επωδός: η απιστία, η δυσπιστία έστω, στις «καλές προθέσεις» και στις απλόχερες υποσχέσεις. Μόνο που αυτό αποτελεί μιαν άλλη, ακριβή, ωριμότητα.
[…]
Η γνώση που μας «δώρησαν» οι μεταπολεμικές δοκιμασίες μάς θωρακίζει απ’ τις αφέλειες και τις ευπιστίες. Θ’ αποτρέψει, τάχα, άλλα λάθη, όχι λιγότερο αλγεινά και ολέθρια;
Τι χρησιμεύει η πικρή «σοφία» της «ειρήνης» μας, αν δεν μας προφυλάξει από άλλους «ψυχρούς», «θερμούς» ή τοπικούς πολέμους, απ’ τον αποδεκατισμό λαών και ατόμων ή απ’ τον εξολοθρεμό της Φύσης και της ανθρωπότητας, απ’ τον ίλιγγο της «αφθονίας», που οδηγεί στην αβιταμίνωση της διαβίωσης και της ζωής ολόκληρης; Αν δεν μας μάθει, τουλάχιστο, πως τα «οράματα» και οι «προσδοκίες» των (κατά Ρούσβελτ) «αδύναμων» που στηρίζονται στην «καλή προαίρεση» των δυνατών, είναι το πιο πρόσφορο εργαλείο για τη διαβουκόληση και την εκμετάλλευση των πρώτων απ’ τους δεύτερους;
[…]
Οι «μικροί» πόλεμοι, οι «μικρές» συγκρούσεις δεν είναι λιγότερο καταστροφικοί απ’ τους «μεγάλους» – προπάντων για τα «μικρά» κράτη, που πληρώνουν πανάκριβα και τούτους κι εκείνους. Η αποφυγή ή η κατάπαυσή τους αποτελεί βιωτική επιταγή. Η συνεννόηση, το μόνο σωσίβιο.
«Πρέπει να μείνουμε όλοι ενωμένοι, ειδεμή θα βρεθούμε όλοι κρεμασμένοι χωριστά», είπε ο Βενιαμίν Φραγκλίνος υπογράφοντας τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας (4.7.1776). Κι αυτό ισχύει τόσο για την εσωτερική ύπαρξη των κρατών όσο και για τη διεθνή συνύπαρξη. Αν αποτύχουμε, η ανθρωπότητα δε θα βρει ίσως ούτε σκοινί για να κρεμαστεί – θ’ αφανιστεί αυτοστραγγαλισμένη. Αν πετύχουμε, θα πραγματώσουμε την αληθινή απελευθέρωση – που τη «χάσαμε», κι εμείς κι ο κόσμος όλος, πριν 35 χρόνια…
*Αποσπάσματα από κείμενο του Μάριου Πλωρίτη, που έφερε τον τίτλο «Τότε και τώρα» και τον υπότιτλο «Απελευθέρωση 1944 – Προσδοκίες 1979», είχε δε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα της Κυριακής» στις 7 Οκτωβρίου 1979.https://www.in.gr/author/ster/
Τα σχόλια είναι κλειστά.