Η κατάσταση με την Τουρκία γίνεται όλο και πιο επικίνδυνη όσο πλησιάζουμε στο σημείο μηδέν, το οποίο δεν είναι άλλο από τη θανάσιμη εκλογική αναμέτρηση που έχει μπροστά του ο επί εικοσαετία ηγεμόνας της χώρας Ερντογάν. Θανάσιμη, καθώς συνιστά πλέον περίπου βεβαιότητα ότι θα είναι αδύνατον το αποτέλεσμά τους να επιτρέψει τη διατήρηση της εξουσίας του. Την ίδια στιγμή, όμως, εξίσου βεβαιότητα συνιστά και το ότι ο ίδιος δεν έχει την παραμικρή πρόθεση να την εγκαταλείψει, ανεξαρτήτως εκλογικού αποτελέσματος.
Κάτι που σημαίνει ότι από τώρα και μέχρι τις εκλογές, στις αρχές Ιουνίου, η χώρα θα έχει μεταβληθεί σε ένα τεράστιο πολιτικό εργαστήριο, στο οποίο ο τούρκος δικτάτορας θα διεξάγει «πειράματα» σχετικά με το πώς θα πετύχει την παραμονή του στην εξουσία, αποφεύγοντας όμως την προσφυγή στην ανοικτή δικτατορία, για την οποία βέβαια, αν τελικά παραστεί ανάγκη, ασφαλώς δεν θα διστάσει. Αλλά αναμφίβολα θα επιχειρήσει να βρει άλλους πιο «δημιουργικούς» τρόπους να το πετύχει και όχι με τανκς στους δρόμους: τουλάχιστον στους τουρκικούς…
Για τον Ερντογάν, μια σύγκρουση με την Ελλάδα (αν φυσικά του βγει, όπως θέλει να φαντάζεται…) έχει όλα τα παραπάνω, μα και πολύ περισσότερα: του εξασφαλίζει πλέον αθάνατη λαοφιλία και εξουσία, υπηρετεί απόλυτα το εμμονικό οθωμανικό όραμά του, του δίνει νέα πρόσβαση σε φυσικούς πόρους, τον μετατρέπει σε απόλυτο κυρίαρχο στην Ανατολική Μεσόγειο. Συνεπώς, ήδη τα «συν», για να πάρει το ρίσκο, ίσως είναι στο ταραγμένο μυαλό του μακράν περισσότερα από τα «πλην». Και, συνεπώς, ίσως βρισκόμαστε ήδη σε μια μορφή αντίστροφης μέτρησης. Ολα αυτά έχουν επισημανθεί εδώ με μέγιστη έμφαση από πολλούς μήνες. Τώρα, όμως, είναι ενδεικτικό της σοβαρότητας της κατάστασης ότι γίνονται πλέον αντιληπτά σε βάθος διεθνώς, όπως έδειξε και η προχθεσινή ανάλυση του Politico, στην οποία ακριβώς υποστηρίζεται ότι ο Ερντογάν σχεδιάζει πολέμους για να παραμείνει στην εξουσία, αν και αυτό είναι απλώς ένα πρώτο επίπεδο.
Μέσα λοιπόν σε αυτό το πρωτοφανές περιβάλλον, μια εξίσου επικίνδυνη διαδικασία που τέθηκε παράλληλα ξανά σε κίνηση, εύκολα μπορεί να γυρίσει τελικά μπούμερανγκ εις βάρος της Ελλάδας: ο ακατανόητος, νομοτελειακά αδιέξοδος διάλογος μεταξύ των γραφείων Ερντογάν και Μητσοτάκη. Οι πιθανότητες να χρησιμοποιηθεί από τον πρώτο ως άλλοθι για μια πραγματική κλιμάκωση δεν έχουν ληφθεί, ως όφειλε, υπόψη στην κυβέρνηση, αν και εκείνος το έχει ουσιαστικά προαναγγείλει: ο ακατάληπτος αυτός διάλογος σε τόσο οριακές συνθήκες διεξάγεται προδήλως ελαφρά τη καρδία από ελληνικής πλευράς. Και δεν είναι μόνον αυτό.
Οταν όλη η Ελλάδα περίμενε να ακούσει τον Πρωθυπουργό να εξηγεί τι συμβαίνει με τις υποκλοπές, αλλά δεν το έκανε, εκείνος ανακοίνωνε ξαφνικά ότι ξεκινούν σεισμικές έρευνες στην Πελοπόννησο και μετά στην Κρήτη, προσθέτοντας ότι «αυτή τη φορά ίσως προλάβουμε τους Τούρκους». Καλά αυτά, υπό την προϋπόθεση ότι ξέρει ακριβώς τι, πώς, γιατί και πότε γίνονται. Γιατί δεν είναι νοητό να έρχονται ως «απάντηση» ενός τέτοιου εσωτερικού σκανδάλου. Είχε επισημανθεί τότε ότι πρέπει να θεωρείται δεδομένο πως η Τουρκία θα απειλήσει να αντιδράσει έτσι κι αλλιώς: είτε ακουμπάνε είτε όχι οι συντεταγμένες με τα όρια του εκτός πραγματικότητας συμφώνου της με τη Λιβύη. Οπως έγινε.
Τα συστατικά της έκρηξης είναι πλέον όλα εδώ: ο Ερντογάν την έχει μεγάλη ανάγκη, ο χρόνος του τελειώνει, οι πράξεις και η ρητορική του οξύνονται, ενώ ο επίμονος αποτυχημένος διάλογος και η «ύποπτα» ξαφνική εξέλιξη με τις έρευνες συνιστούν τα άλλοθί του. Οπότε, η διαρκώς αντιφατική Ελλάδα πρέπει επιτέλους να αποφασίσει τι θέλει.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΝΕΑ