Η άρνηση κατανόησης και αποδοχής της διαφορετικότητας του συντρόφου δημιουργεί την αίσθηση της αδικίας στις συντροφικές σχέσεις.
Ο ανασφαλής απαιτεί ο σύντροφός του να αποτελεί το είδωλό του, το αντίγραφό του. Η όποια διαφοροποίηση του συντρόφου αποτελεί κτύπημα στον παθολογικό ναρκισσισμό του.
Η όποια διαφορετικότητα οδηγεί σε διαμάχες και στην καταστροφή αυτού που είχε καταγραφεί ως έρωτας.
Η ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι το ένα φύλο είναι το «έτερο ήμισυ» του άλλου, ότι ο σύντροφος αποτελεί το άλλο μισό μας, οδηγεί σε επώδυνες σχέσεις.
Η άποψη αυτή φανερώνεται στην απαίτηση των συντρόφων να ευθύνεται ο άλλος για ό,τι κακό θα συμβεί στη ζωή τους, αφού αυτός θα έπρεπε μαγικά να συμπληρώνει κάθε κενό τους.
Γράφει ο ψυχοθεραπευτής και συγγραφέας, Δημήτρης Καραγιάννης.
Αντίστοιχα διαδεδομένη είναι η παιδική φαντασίωση ότι η αληθινή αγάπη αντιστοιχεί στην πλήρη ταύτιση, ότι όποιος αγαπά αληθινά καταλαβαίνει από μόνος του, δίχως να χρειάζεται να του εξηγείς ή να του ζητάς.
Στα πλαίσια της προσπάθειας κατανόησης των προβλημάτων των συντροφικών σχέσεων, η εύκολη ερμηνεία που δίνεται είναι ότι: «Δεν επικοινωνούμε! Δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε, γιατί είμαστε διαφορετικοί!».
Μα αναρωτιέμαι: Υπάρχει σχέση-γάμος που να μην προϋποθέτει τη διαφορετικότητα; Δεν προέρχονται οι σύντροφοι από διαφορετικούς κόσμους, με διαφορετική οικογενειακή κουλτούρα, και ο καθένας δεν κατέχει μία προσωπική γλώσσα και ένα προσωπικό αποκωδικοποιητή της συμπεριφοράς του άλλου;
Σε μια θεραπευτική ομάδα ζευγαριών δώσαμε μια οδηγία. Θα βρισκόταν το κάθε ζευγάρι μόνο του.
Ο ένας σύντροφος θα είχε την ευκαιρία να μοιραστεί όποιο θέμα ήθελε να κατανοήσει ο σύντροφός του.
Ο άλλος θα άκουγε προσεκτικά και δεν θα διέκοπτε, αλλά στο τέλος θα μπορούσε να κάνει όσες διευκρινιστικές ερωτήσεις θα τον βοηθούσαν να κατανοήσει καλύτερα.
Στην συνέχεια οι ρόλοι θα άλλαζαν.
Τέλος και οι δύο θα σημείωναν τι είχαν νιώσει από αυτά που τους είχε εμπιστευθεί ο σύντροφός τους και θα τα μετέφεραν στην ομάδα. Το συμπέρασμα ήταν καταλυτικό.
Όποιος είχε διακινδυνεύσει και είχε μιλήσει για κάποιο προσωπικό του θέμα, για μια δυσκολία ή για μια επιθυμία του, είχε γίνει κατανοητός από τον σύντροφό του.
Όποιος είχε βρει την ευκαιρία να επιβάλει στον σύντροφό του την άποψή του για ένα περιστατικό που είχε νιώσει αδικημένος, όχι μόνο δεν είχε βρει το δίκιο του, αλλά είχε προκαλέσει και αρνητικά συναισθήματα.
Το εύρημα αυτό εξηγεί ότι όποιος κατηγορεί τον σύντροφό του για έλλειψη επικοινωνίας δεν αντιλαμβάνεται ότι η δυσκολία επικοινωνίας δεν αφορά μόνο στον δέκτη που δεν κατανοεί, αλλά και στον πομπό που στέλνει ένα μπλεγμένο μήνυμα το οποίο δεν είναι εύκολο να κατανοηθεί ή ένα επιθετικό μήνυμα που είναι φυσικό να προκαλέσει αντιδράσεις .
Η επικοινωνία είναι πάντα αλληλεπιδραστική και επομένως δεν μπορεί να κατανοείται με μονομερείς αντιλήψεις, σύμφωνα με τις οποίες ο άλλος είναι αυτός που δεν καταλαβαίνει.
Συνηθίζω να παρατηρώ σε όποιον μού κατηγορεί τον σύντροφό του για δυσκολία στην επικοινωνία, ότι μάλλον έχει παντρευτεί έναν Κινέζο που δεν καταλαβαίνει Ελληνικά.
Τότε χαμογελά ευχαριστημένα ή παίρνει το ύφος του αναξιοπαθούντος που κάποιος τού συμπαραστέκεται. Στην συνέχεια σχολιάζω ότι αφού δεν διάλεξε Έλληνα αλλά Κινέζο, ίσως αυτό να σημαίνει ότι το σημαντικό γι’ αυτόν ήταν να μην γίνεται κατανοητός.
Αλλιώς, η διαφορετικότητα θα μπορούσε να γίνει εμπλουτισμός, με την προϋπόθεση ότι θα μάθαινε αυτός Κινέζικα.
Στην εμπειρία μου με ζευγάρια το πρόβλημα είναι ότι και οι δύο κατηγορούν τον άλλο για Κινέζο!
Σίγουρα όμως για μένα κανείς τους δεν είναι Έλληνας, αφού το ελληνικό πνεύμα είχε πάντα αυτή τη σημαντική ικανότητα: να πλησιάζει το ξένο στοιχείο με πνεύμα κατανόησης, να το περιβάλλει με το ενδιαφέρον του και τελικά να το αφομοιώνει.
Η διαφορετικότητα είναι η αιτία της έλξης και της προσέγγισης. Ο Roland Barthes σημειώνει:
«Ο άλλος, ο άγνωστος …
…. ο ερωτευμένος είναι δέσμιος τούτης της αντίφασης. Από τη μία πιστεύει ότι γνωρίζει το σύντροφό του καλύτερα από τον καθένα και του το δηλώνει θριαμβευτικά: “Σε ξέρω εγώ. Μόνο εγώ σε ξέρω καλά!”. Από την άλλη κυριεύεται συχνά από την εξής αυταπόδεικτη αλήθεια: “Ο άλλος είναι αδιαπέραστος και ανεύρετος. Δεν μπορώ να τον ανοίξω, να βρω τις ρίζες του, να λύσω το αίνιγμά του. Από πού έρχεται; Ποιος είναι; Γίνομαι ράκος. Δε θα το μάθω ποτέ”».
Ο Walter Schubart καταγράφει:
«Στον έρωτα δύο άνθρωποι αγωνίζονται να πλησιάσουν ο ένας τον άλλο. Όποιος έχει κατακυριευτεί από τον έρωτα δεν ερωτεύεται ακριβώς την αγαπημένη του, έτσι όπως εμφανίζεται μέσα στους αντικειμενικούς περιορισμούς, αλλά την εικόνα που έχει πλάσει ο πόθος του, την εικόνα που ενσαρκώθηκε στη μορφή της αγαπημένης. Έλκεται από την ενσάρκωση του ιδεώδους του. Ο ερωτευμένος διατρέχει τον κίνδυνο να τυφλωθεί από τον πόθο του – όχι από την αγαπημένη του.
Ο ερωτευμένος αναζητεί αυτό που θα τον ολοκληρώσει.
Σε τελευταία ανάλυση τον ερωτευμένο δεν τον συμπαρασύρει η ορμή προς το άλλο φύλο, αλλά ο πόθος για το γιγνόμενο τρίτο, που είναι κάτι περισσότερο από το άθροισμα της ύπαρξης των δύο ερωτευμένων ατόμων.
Το πρόσωπο που αγαπά δεν αντλεί την αξία του από το πρόσωπο του αγαπημένου. Ο ερωτευμένος είναι θεϊκός, το αντικείμενο του έρωτα δεν χρειάζεται να είναι».
Ο έρωτας είναι άθλημα που απαιτεί την διαρκή άσκηση. Διαφορετικά η πορεία θα είναι φθίνουσα και επώδυνη.
Όποιος έχει την ικανότητα να υπερασπίζεται την επιλογή του έρωτά του και δεν την χάνει στις πρώτες δυσκολίες, είναι αυτός που δικαιούται να πει ότι υπήρξε όντως ερωτευμένος.
Η διάκριση μεταξύ των ερωτικών ανθρώπων και των καταναλωτών του έρωτα είναι σημαντική
. Ο καταναλωτής του έρωτα δεν αντέχει την μακρόχρονη συμπόρευση με τον ίδιο σύντροφο, γιατί δεν αντέχει ούτε τον εαυτό του. Η προσωπική κενότητα μεταφέρε- ται στη σχέση και στον σύντροφο.
Ο έρωτας αποτελεί προσπάθεια αποφυγής του εαυτού και όχι επιθυμία συνάντησης του άλλου.
Αναζητεί τον ιδανικό σύντροφο που θα του προσφέρει αυτό που επιθυμεί, δίχως αυτός να συμβάλλει, προσφέροντας κάτι αντίστοιχο.
Ο καταναλωτής του έρωτα δεν μπορεί να εμπιστευτεί εκείνον που θα ερωτευθεί.
Το αιώνιο της σχέσης δεν αφορά μόνο την διάρκεια του χρόνου, αλλά την ένταση της εμπειρίας που κατακλύζει και αναιρεί τον χρόνο.
Αγαπώντας, νιώθει να εμπλουτίζεται ο ίδιος. Σπάζει την μοναξιά του, για να συναντήσει το απολυτρωτικό και απελευθερωτικό στοιχείο της αγάπης.
Η γοητεία της περιπέτειας για την συνάντηση με αυτό που μπορεί να είναι ο άλλος κατακλύζει τη ζωή του.
Η διαρκής επεξεργασία των προσωπικών του βιωμάτων, του επιτρέπει να ανανεώνει το βλέμμα του και επομένως να νιώθει νέες πρωτότυπες εμπειρίες με τον άνθρωπό του. Δεν αρκεί μία ζωή για να γνωρίσει τον άνθρωπό του, αφού η κοινή ζωή τους προσφέρει νέα στοιχεία.
Η ερωτική αφοσίωση σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο είναι μια βαθιά και πολύπλευρη διεργασία που σχετίζεται με την προσωπική ανάπτυξη.
Η ποιότητα του έρωτα δεν καθορίζεται ανάλογα με το αν εναρμονίζεται με τα εκάστοτε αντικειμενικά κριτήρια, αλλά με το αν είναι ικανή να οδηγήσει στην απελευθέρωση από τα δεσμά της ατομικότητας, στην υπέρβαση του εαυτού.
Πηγή : boro.gr