Εως 166 ευρώ υπολογίζεται η μέση μηνιαία επιβάρυνση των νοικοκυριών μόνο από τις αυξήσεις στην ενέργεια, τα ενοίκια και σε βασικά είδη τροφίμων
Ισχυρό πλήγμα στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς προκαλεί το κύμα ανατιμήσεων που κατακλύζει την ελληνική αγορά. Υπολογίζεται ότι η μέση επιβάρυνση των νοικοκυριών, μόνο από τις αυξήσεις στην ενέργεια, στα ενοίκια και σε βασικά είδη τροφίμων – έξοδα που θεωρούνται πάγια – αυξάνεται από περίπου 59 ευρώ έως 166 ευρώ τον μήνα!
Από τους υπολογισμούς που πραγματοποίησαν «ΤΑ ΝΕΑ Σαββατοκύριακο» αποκαλύπτεται η μεγάλη επιβάρυνση στα καθαρά εισοδήματα, τις οποίες αποδοχές στραγγάλιζαν – και προ των ανατιμήσεων – οι φουσκωμένοι λογαριασμοί, τα υψηλά ενοίκια και οι φόροι (έμμεσοι, άμεσοι).
Η διάρκεια της ενεργειακής κρίσης αποτελεί για τα νοικοκυριά ακόμα μία πηγή αβεβαιότητας και ανησυχίας, δεδομένου ότι οι μισθοί έχουν μείνει καθηλωμένοι τα τελευταία χρόνια και τα έξοδα αυξάνονται.
Δυσβάσταχτο είναι και το κόστος στέγης – με τα ενοίκια να έχουν σημειώσει μέση αύξηση 23,8% από το 2007 – ενώ και οι έμμεσοι και άμεσοι φόροι αποτελούν πρόσθετο «βαρίδι» για την τσέπη των καταναλωτών. Είναι ενδεικτικό ότι τα συνολικά έσοδα από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης σε ενεργειακά προϊόντα στην Ελλάδα έφτασαν τα 4,28 δισ. ευρώ το 2019, όταν το 2008 ήταν στα περίπου 2,8 δισ. ευρώ.
Ασήκωτο βάρος από φόρους, ενοίκια, προϊόντα
Ανατιμήσεις που κυμαίνονται μεταξύ 5% και 15% εκτιμάται πως θα περάσουν σε βασικά προϊόντα το επόμενο διάστημα. Μόνο τον Σεπτέμβριο ο πληθωρισμός σημείωσε άνοδο 2,2% με τις αυξήσεις να αποτελούν απόρροια του «ράλι» των τιμών σε φυσικό αέριο, πετρέλαιο θέρμανσης και βενζίνη. Και όλα αυτά, όταν σύμφωνα με στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) το 2020 – τα ετησια εισοδήματα ενός μισθωτού στη χώρα μας ήταν 15.763 ευρώ (μέσος μισθός μετά φόρων).
Την ίδια στιγμή, έτοιμες να προχωρήσουν σε νέο γύρο ανατιμήσεων δηλώνουν αρκετές επιχειρήσεις, υποστηρίζοντας πως αδυνατούν πλέον να συγκρατήσουν το επιπλέον κόστος στην παραγωγική διαδικασία που φέρνει ο εισαγόμενος πληθωρισμός.
Ενδεικτική του «αναβρασμού» που επικρατεί στην αγορά είναι πρόσφατη έρευνα του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθήνας, σύμφωνα με την οποία οι μισές επιχειρήσεις εκτιμούν ότι θα υπάρξει αύξηση των τιμών/υπηρεσιών τους κατά περίπου 10% ενώ ποσοστό 15% εκτιμούν ότι η αύξηση θα ξεπεράσει ακόμη και το 30%(!) λόγω των ανατιμήσεων στην ενέργεια. Δυσβάσταχτο είναι το κόστος στέγης – με τα ενοίκια να έχουν σημειώσει μέση αύξηση 23,8% από το 2007 (Πανελλαδικό Δίκτυο E-Real Estates).
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat το 2019, το 13,7% των ιδιοκτητών ακινήτων της χώρα μας με δανεισμό, δαπανούν άνω του 50% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για την κάλυψη του κόστους στέγασης, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό ιδιοκτητών χωρίς δανεισμό αγγίζει το 15,6%. Και όλα αυτά, τη στιγμή που ο μέσος έλληνας φορολογούμενος καλείται να σηκώσει αρκετά υψηλό φορολογικό και ασφαλιστικό βάρος, παρά τις μειώσεις που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση.
Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία του ΚΕΦιΜ, σύμφωνα με τα οποία ο μέσος Ελληνας εργάζεται 75 ημέρες για να πληρώσει τους έμμεσους φόρους, 60 ημέρες για τις ασφαλιστικές εισφορές, 43 ημέρες για τους άμεσους φόρους και 1 ημέρα για τους φόρους κεφαλαίου. Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με έρευνα του ΙΟΒΕ για τον τομέα ενέργειας στην Ελλάδα (Απρίλιος 2021) τα συνολικά έσοδα από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης σε ενεργειακά προϊόντα έφθασαν τα 4,28 δισ. ευρώ το 2019, όταν το 2008 ήταν περίπου 2,8 δισ. ευρώ. Ενδεικτικής της βαρύτητας που έχουν οι φόροι στην ενέργεια για τα κρατικά έσοδα.
Η ηγεσία του υπουργείου Ανάπτυξης από την άλλη πλευρά δηλώνει πως παρακολουθεί το φαινόμενο των ανατιμήσεων στην αγορά, υπογραμμίζοντας πως οι έλεγχοι είναι συνεχείς και εκτιμά πως σε λίγους μήνες η κατάσταση θα αρχίσει να εξομαλύνεται.
Υπενθυμίζεται πως το προηγούμενο διάστημα ο υπουργός Ανάπτυξης Αδωνις Γεωργιάδης ζήτησε από εκπροσώπους των σουπερμάρκετ να… βάλουν πλάτη στην προσπάθεια που καταβάλλεται να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της ακρίβειας και να μην περάσει στις τελικές τιμές των προϊόντων η εκτόξευση του κόστους των πρώτων υλών και των μεταφορικών που παρατηρείται διεθνώς, ενώ την ίδια στιγμή η Επιτροπή Ανταγωνισμού προχώρησε σε αιφνιδιαστικούς ελέγχους σε προμηθευτές και εταιρείες λιανικής πώλησης ειδών σουπερμάρκετ.
«Βαθιά το χέρι στην τσέπη» για θέρμανση και ρεύμα
Τεράστια είναι η επιβάρυνση που επωμίζονται τα νοικοκυριά από την αύξηση του ενεργειακού κόστους. Οπως προκύπτει από τα παραδείγματα των νοικοκυριών που επεξεργάστηκαν «ΤΑ ΝΕΑ», η δαπάνη για τη θέρμανση με πετρέλαιο είναι υψηλότερη από πέρυσι κατά 45%, ενώ για την ηλεκτρική ενέργεια ανέρχεται στο 13% με 13,5%. Η αύξηση στους λογαριασμούς ρεύματος περιορίζεται σε αυτό το επίπεδο λόγω της επιδότησης που χορηγεί η Πολιτεία αλλά και των πρόσθετων εκπτώσεων που παρέχουν οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας. Το ράλι των ανατιμήσεων στην ενέργεια, σύμφωνα με τις αναλύσεις, αναμένεται να φρενάρει την άνοιξη του 2022.
Ο χειμώνας προμηνύεται βαρύς για τα νοικοκυριά, τα οποία καλούνται να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη προκειμένου να ζεσταθούν αλλά και να καλύψουν τις ανάγκες ηλεκτροδότησης που έχει κάθε σπίτι.
Σε ό,τι αφορά το πετρέλαιο θέρμανσης, με βάση τα στοιχεία του Παρατηρητηρίου Τιμών του υπουργείου Ανάπτυξης, η μέση πανελλαδική τιμή για τις 15 Οκτωβρίου – οπότε και ξεκίνησε η διάθεση του καυσίμου για τη χειμερινή σεζόν (έως και τον Απρίλιο), ήταν στο 1,16 ευρώ το λίτρο. Πέρυσι η τιμή εκκίνησης ήταν στα 0,798 ευρώ το λίτρο. Σύμφωνα με υπολογισμούς ειδικών ένα νοικοκυριό που μένει σε διαμέρισμα 40 – 50 τ.μ. θα χρειαστεί να κάψει 760 λίτρα για να ζεσταθεί.
Φέτος το κόστος θα είναι στα 881,6 ευρώ όταν τον περσινό χειμώνα δαπάνησε 606,48 ευρώ. Δηλαδή θα ξοδέψει επιπλέον 275,12 ευρώ. Ενα τετραμελές νοικοκυριό που μένει σε περισσότερα τετραγωνικά μέτρα για να ζεσταθεί θα πρέπει να καταναλώσει τη φετινή χειμερινή σεζόν 2.213 λίτρα και η συνολική δαπάνη θα ανέλθει στα 2.567,08 ευρώ. Πέρυσι πλήρωσε 1.765 ευρώ. Το πρόσθετο κόστος εκτινάσσεται στα 802,08 ευρώ.
Σχετικά με το ηλεκτρικό ρεύμα, όπως προαναφέρθηκε η επιπλέον επιβάρυνση ψαλιδίζεται λόγω της απόφασης που έλαβε η κυβέρνηση να χορηγήσει επιδότηση. Το ποσό που πιστώνεται σε κάθε μηνιαίο λογαριασμό για την κατανάλωση των πρώτων 300 kWh (κιλοβατώρες) τον μήνα ανέρχεται στα 9 ευρώ τον Σεπτέμβριο.