Τη μείωση των έμμεσων φόρων σε βασικά αγαθά για να αντιμετωπιστούν ο πληθωρισμός και η ακρίβεια προτείνει η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή της Ελλάδος (ΟΚΕ).
Η γνωμοδότηση της ΟΚΕ είναι βαρύνουσας σημασίας, καθώς πρόκειται για συνταγματικά αναγνωρισμένο θεσμό του ελληνικού κράτους, που λειτουργεί εδώ και 30 χρόνια, στα πρότυπα της αντίστοιχης ΟΚΕ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Στην 60αμελή της σύνθεση εκπροσωπούνται όσον το δυνατόν πληρέστερα όλοι οι κοινωνικοί εταίροι: εργοδοτικές ενώσεις, τριτοβάθμια συνδικαλιστικά όργανα, επαγγελματικά και επιστημονικά επιμελητήρια, φορείς της κοινωνίας των πολιτών και της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Η εισήγηση (Γνώμη Πρωτοβουλίας) της ΟΚΕ αφορά την «αντιμετώπιση των κοινωνικοοικονομικών συνεπειών του αυξημένου κόστους διαβίωσης και παραγωγής». Περιλαμβάνει μια δέσμη προτάσεων, σε ένα πυκνό και εμπεριστατωμένο κείμενο 76 σελίδων – το οποίο συνέταξε ομάδα εργασίας με τη συμμετοχή διακεκριμένων εμπειρογνωμόνων.
Μέτρα για την ακρίβεια
Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι «τα βέλη» προς την κυβέρνηση προέρχονται εξ οικείων. Ο κατεξοχήν αρμόδιος φορέας για τον κοινωνικό διάλογο σε θέματα χάραξης εθνικής πολιτικής, προτάσσει στην κορυφή της οικονομικής ατζέντας κάτι που η κυβέρνηση έχει κατ’ επανάληψη απορρίψει: Τη μείωση των έμμεσων φόρων – ιδίως του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα ενεργειακά αγαθά. Κατρρίπτοντας τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης ότι η μείωση ΦΠΑ δεν αποδίδει, η ΟΚΕ επιμένει ότι θα συμβάλλει τόσο στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, όσο και στην «εξασφάλιση της αγοραστικλής ικανότητας των νοικοκυριών» – που έχουν γονατίσει από την ακρίβεια.
Η ΟΚΕ δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να δηλώνει το αυτονόητο: Εφόσον η κυβέρνηση έχει ήδη εισπράξει περισσότερα χρήματα από τους έμμεσους φόρους, λόγω των αυξημένων τιμών, έχουν εκπληρωθεί με το παραπάνω οι στόχοι του κρατικού προϋπολογισμού.
Μια σειρά ειδικών φόρων κατανάλωσης, σε αλκοόλ, καπνικά και ενέργεια είναι οι υψηλότεροι στην ΕΕ, είτε σε απόλυτο μέγεθος, είτε όταν προσαρμόζονται στο μέσο εισόδημα
«Η στρέβλωση όμως αυτή, της αύξησης των φορολογικών εσόδων, μέσω της αύξησης των τιμών, είναι σημαντικό να αντιμετωπιστεί και να υποκατασταθεί από περισσότερο λελογισμένους μηχανισμούς συλλογής εσόδων, μέσα από την αναπτυξιακή διαδικασία», τονίζει η γνωμοδότηση της επιτροπής.
Αντί να γεμίζουν τα κρατικά ταμεία κυρίως από τους «φουσκωμένους» λόγω ακρίβειας έμμεσους φόρους – που έχουν χαρακτηριστεί από οικονομολόγους ως οι πλέον «ταξικά άδικοι», αντιπροτείνεται η «αναμόρφωση της σχέσης έμμεσων-άμεσων φόρων, ώστε να αποκλιμακωθεί στοχευμένα ο πληθωρισμός».
Μείωση ΦΠΑ και ΕΦΚ
Η έρευνα υπογραμμίζει ότι η Ελλάδα από τα μνημόνια και μετά είχε από τους υψηλότερους ή και τους υψηλότερους φόρους στην ΕΕ και στον ΟΟΣΑ σε όλες τις διαστάσεις του φορολογικού συστήματος. Στη συνέχεια υπήρξε σειρά μειώσεων σε ορισμένους τομείς, όπως η φορολογία μερισμάτων που πλέον είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστική ή σε ορισμένους φόρους κατανάλωσης, κυρίως σε υπηρεσίες. Όμως παραμένουν φόροι, που είναι «ιδιαίτερα υψηλοί σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο».
Ο βασικός συντελεστής ΦΠΑ παραμένει από τους υψηλότερους στην ΕΕ, ενώ τα προϊόντα που εντάσσονται σε χαμηλούς συντελεστές παραμένουν λιγότερα από όσα ισχύουν σε άλλα κράτη μέλη. Τέλος, μια σειρά ειδικών φόρων κατανάλωσης, σε αλκοόλ, καπνικά και ενέργεια είναι οι υψηλότεροι στην ΕΕ, είτε σε απόλυτο μέγεθος, είτε όταν προσαρμόζονται στο μέσο εισόδημα.
Αύξηση μέσου μισθού
Επίσης ζητούνται παρεμβάσεις για να κινηθεί η αγορά σε υψηλότερους μέσους μισθούς, με έμφαση τη μείωση των επιβαρύνσεων σε φόρους και ασφαλιστικές εισφορές.
Σκοπός είναι να καταστεί διεθνώς ανταγωνιστική η μισθωτή εργασία στην Ελλάδα. Με αυτό τον τρόπο, τονίζουν οι εμπειρογνώμονες, η Ελλάδα θα προσελκύσει επενδύσεις που βασίζονται σε θέσεις εργασίας υψηλής προστιθέμενης αξίας και θα δώσει κίνητρα επανόδου στην αγορά εργασίας σε κλάδους που παρουσιάζουν έλλειψη προσωπικού
Η ΟΚΕ δεν ανακαλύπτει την πυρίτιδα. Είναι γνωστό ότι ιδίως οι άμεσες ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα, στρέφονται ως επί το πλείστον στην αγορά ακινήτων και πολύ λιγότερο σε παραγωγικές επενδύσεις, που θα συμβάλλουν στην ανάπτυξη της εγχώριας οικονομίας και στη δημιουργία θέσεων εργασίας υψηλής ποιότητας. Είναι ενδεικτικό ότι σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας για το πρώτο εξάμηνο του 2024, πάνω από τις μισές άμεσες ξένες επενδύσεις (54,2% ήτοι 1,14 δις), αφορούσαν απόκτηση ακινήτων, κυρίως κατοικιών μέσω προγραμμάτων Χρυση Βίζα ή για αξιοποίηση σε πλατφόρμες βραχυχρόνιας μίσθωσης.
Στήριξη των ασθενέστερων
Η ΟΚΕ τονίζει ότι η εφαρμογή μέτρων με στόχο τον μετριασμό των επιπτώσεων από την κρίση κόστους ενέργειας είναι ζωτικής σημασίας για τα άτομα με αναπηρία, χρόνιες παθήσεις και τις οικογένειές τους, που διαχρονικά ανήκουν στις ασθενέστερες οικονομικά ομάδες πολιτών.
Χτυπάει καμπανάκι και για τη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, θεωρώντας κρίσιμη τη διευκόλυνση της εξόφλησης συσσωρευμένων οφειλών, τη μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση, αλλά και την ισότιμη και συμπεριληπτική πρόσβασης στα χρηματοδοτικά εργαλεία του ΕΣΠΑ και στις χρηματοδοτήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Ζητάει την προσαρμογή του φόρου κατανάλωσης στα καύσιμα, σύμφωνα με τις μεταβολές του πληθωρισμού στα επίπεδα του μέσου όρου της ΕΕ.
Μείωση τραπεζικών χρεώσεων
Στο πλαίσιο των μέτρων για την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, η ΟΚΕ θεωρεί σημαντικό τον εξορθολογισμό των τραπεζικών χρεώσεων και αποκλιμάκωση των επιτοκίων δανεισμού.
Ζητάε την πλήρη απαλοιφή χρεώσεων για βασικά σύγχρονα δικαιώματα πρόσβασης στο τραπεζικό σύστημα, όπως την τήρηση λογαριασμο, ηλεκτρονικής τραπεζικής και χρεωστικής κάρτας.
Διατροφική και ενεργειακή αυτάρκεια
Η χάραξη εθνικής στρατηγικής για την διασφάλιση των κρίσιμων πρώτων υλών και αγαθών στους τομείς διατροφής, ενέργειας, μεταφορών και επικοινωνιών, θεωρείται εξίσου κρίσιμη για την αντιμετώπιση της ακρίβειας.
Στο πλαίσιο αυτό προτείνεται η διευκόλυνση «συνεργατικής» λειτουργίας φωτοβολταϊκών, με παράλληλη αύξηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από μικρούς παραγωγούς – καταναλωτές (prosumers).
Τέλος, στο πλαίσιο της αντιμετώπισης του πληθωρισμού, η ΟΚΕ ζητάει πληρέστερους ελέγχους στην αγορά. Έτσι οι νομοταγείς επιχειρήσεις, δεν θα υφίστανται αθέμιτο ανταγωνισμό από «την ευρέως διαδεδομένη δραστηριοποίηση επιχειρήσεων και επαγγελματιών που εξοικονομούν κόστη μέσω της μη τήρησης της νομοθεσίας».