Η τραγική μάνα βγήκε από την ψυχιατρική κλινική, αλλά αδυνατεί να διαχειριστεί τον θάνατο της κόρης της και ξεσπάει σε κλάματα στη σκέψη ότι χάνει τη «μυρωδιά» της
«Χάνω τη μυρωδιά της, δεν θέλω να ξεχάσω ποτέ τη μυρωδιά της, όπως τότε, την πρώτη φορά που την κράτησα όταν γεννήθηκε…». Τα σπαρακτικά λόγια ανήκουν στη μητέρα της αδικοχαμένης Κυριακής Γρίβα, του θύματος της γυναικοκτονίας που σημειώθηκε μπροστά στο Αστυνομικό Τμήμα των Αγίων Αναργύρων και συντάραξε το πανελλήνιο.
Η τραγική μητέρα, η οποία βγήκε από την ψυχιατρική κλινική στην οποία νοσηλευόταν και βρίσκεται σε βαριά φαρμακευτική αγωγή, φαίνεται να μην μπορεί ακόμα να διαχειριστεί τον χαμό του παιδιού της. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε;
Όπως λέει η ίδια ανάμεσα σε λυγμούς, κάθε μέρα θέλει να την πάρει τηλέφωνο, να της στείλει μήνυμα: «Πόσες φορές πήγε το δάχτυλό μου εκεί, να την πάρω τηλέφωνο. Πολλές φορές. Αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, θα είχα σε εκείνη την Κυριακή όταν είχα πάει στο σπίτι της και μου έφτιαξε καφέ. Ήταν ο πιο ωραίος καφέ που είχε πιει ποτέ στη ζωή μου».
Με δυσκολία να μιλήσει αλλά απίστευτο πείσμα να ανέβει τον Γολγοθά που περνάει, εύχεται αυτή η γυναικοκτονία να τελειώσει εδώ, να είναι το παιδί της το τελευταίο θύμα.
«Θέλω να έρθει στον ύπνο μου να μου πει ‘μανούλα, δεν πόνεσα ρε μαμά και νιώθω όντως γαλήνη εδώ που είμαι’»
Δύσκολα την παρακολουθείς χωρίς να σηκωθεί η τρίχα σου, να σφιχτεί το στομάχι σου, να αναρωτηθείς γιατί συμβαίνουν αυτά τα δράματα: «Θέλω να είμαι η τελευταία μάνα που κλαίει το παιδί της. Καμία άλλη μάνα… Γιατί μόνο οι μανούλες καταλαβαίνουν πόσο πολύ πονάει. Πονάει πολύ… Πάρα πολύ… Θα ήθελα πολύ να την αγκαλιάσω, να την μυρίσω, χάνω τη μυρωδιά της… Κάθε βράδυ παρακαλάω την Παναγία να μου τη στείλει στον ύπνο μου έστω ένα λεπτό να μου πει ‘μανούλα, δεν πόνεσα ρε μαμά και νιώθω όντως γαλήνη εδώ που είμαι, γιατί είμαι στην αγκαλιά της Παναγίας και προσέχω πολλά παιδάκια εδώ’».
«Πηγαίνω και χαϊδεύω τα μάρμαρα»
«Πηγαίνω και χαϊδεύω τα μάρμαρα και λέω ‘το κοριτσάκι μου, το παιδάκι μου είναι εδώ μέσα’. Γιατί το παιδί μου να είναι εκεί; Γιατί δεν βρέθηκε κάποιος να τη βοηθήσει;» αναρωτιέται χωρίς κανείς να μπορεί να της δώσει μια απάντηση ή την ανακούφιση που προσδοκά, αυτή της παραδειγματικής τιμωρίας όλων των ενόχων.
«Θέλω να πω στους εισαγγελικούς λειτουργούς, όποιοι κι αν είναι αυτοί, να κάνουν όσο μπορούν πιο γρήγορα, να ανακουφιστούμε τουλάχιστον, να πω ότι τελείωσε» αναφέρει η ίδια, ενώ νιώθει μεγάλο θυμό που «χρειάστηκαν 50 ημέρες για να ολοκληρωθεί η ΕΔΕ και να καταλήξουν στο ποιοι ευθύνονται και τώρα ο Συνήγορος του Πολίτη την στέλνει πίσω γιατί εντοπίζει πλημμέλειες».
Η Κυριακή θυσιάστηκε για να μιλήσουν κι άλλες γυναίκες, λέει η μητέρα της, «να πάρουν παράδειγμα, να φοβηθούν, να πουν ‘να μη μου συμβεί κι εμένα το ίδιο’ και να βγουν να μιλήσουν, γιατί χρειάζεται πολύ θάρρος για μια γυναίκα να βγει να καταγγείλει τον κακοποιητή της».
Υπενθυμίζεται ότι η δικηγόρος της οικογένειας της άτυχης Κυριακής, Ελένη Τζούλη, αποκαλύπτοντας την σοβαρή ψυχολογική κατάσταση της μητέρας είχε δηλώσει για την υπόθεση:
«Σαράντα ημέρες μετά τον άδικο χαμό της Κυριακής, δεν έχει γίνει απολύτως τίποτα, καμία πρόοδος. Βλέποντας όλα αυτά η μητέρα της, η κατάστασή της επιδεινώθηκε. Η ίδια με κάλεσε στο τηλέφωνο και μου εκμυστηρεύτηκε με απόλυτη ανατριχιαστική ηρεμία ότι μετά το μνημόσυνο της κόρης της θα δώσει τέλος στη ζωή της και πως ψάχνει τρόπο να το κάνει αναίμακτα λέγοντας πως ‘θέλω να πάω να βρω το παιδί μου’. Άμεσα ενημέρωσα τον ψυχίατρο που την παρακολουθεί ο οποίος διάγνωσε αυτοκτονικό ιδεασμό και συνέστησε να γίνει άμεσα η εισαγωγή της σε εφημερεύον ψυχιατρικό τμήμα».