Δεν πρόλαβαν να δουν το ξημέρωμα.
Η νύχτα τους κατάπιε
μέσα σε μια λάμψη,
μέσα σε έναν ήχο
που δεν έπρεπε ποτέ να ακουστεί.
Τα τηλέφωνα χτυπούσαν,
αλλά κανείς δεν απαντούσε.
Μηνύματα στάλθηκαν
που δεν θα διαβαστούν ποτέ.
«Μαμά, έρχομαι»,
«Μπαμπά, θα σε δω αύριο»,
αύριο που δεν ήρθε ποτέ.
Κάποιοι έψαχναν στα συντρίμμια
να βρουν μια φωνή,
ένα χέρι,
ένα όνομα που να απαντήσει
μέσα από τις στάχτες.
Και η σιωπή ήταν εκκωφαντική.
Μανάδες γονάτισαν μπροστά σε φωτογραφίες,
πατεράδες κάρφωσαν το βλέμμα στο κενό.
«Δεν μπορεί να είναι αλήθεια»,
«Δεν μπορεί να συνέβη».
Μα ο χρόνος προχώρησε
και η αλήθεια έμεινε εκεί,
βαριά, αμετακίνητη,
όπως η πέτρα στις ψυχές τους.
Λένε πως ήταν λάθος,
πως ήταν ατύχημα,
πως δεν έφταιγε κανείς,
μα οι άδειες θέσεις στα τραπέζια,
τα δωμάτια που δεν ξαναφώτισαν,
οι φωνές που σώπασαν,
μαρτυρούν μια άλλη αλήθεια.
Δεν ήταν η μοίρα.
Ήταν μια χώρα που ξεχνά.
Ήταν ένας κόσμος που πάντα συγχωρεί
εκείνους που δεν έπρεπε.
Αλλά εσείς, παιδιά μου,
δεν θα ξεχαστείτε.
Θα είστε εκεί,
σε κάθε μητέρα που ξυπνά μέσα στη νύχτα
νομίζοντας πως σας ακούει,
σε κάθε πατέρα που σφίγγει μια φωτογραφία
μέχρι να τρέμουν τα χέρια του.
Θα είστε εκεί,
στις ράγες που έγιναν σταυροί,
στις ψυχές που δεν ησυχάζουν,
στις καρδιές που ράγισαν
και δεν θα γίνουν ποτέ ξανά ολόκληρες.
Μιχάλης Χαιρετάκης ~ Τέμπη: Το Τελευταίο Εισιτήριο
Ημερομηνία:
Προηγούμενο Άρθρο
placeholder text
Επόμενο Άρθρο
placeholder text