Χρυσή Αυγή : Το τέλος της δίκης δεν σημαίνει το τέλος του αγώνα κατά του φασισμού
Χρυσή Αυγή : Το τέλος της δίκης δεν σημαίνει το τέλος του αγώνα κατά του φασισμού
Λίγες πολιτικές δυναμικές υπήρξαν περισσότερο τραυματικές και ανησυχητικές από την εκλογική άνοδο και την είσοδο στη Βουλή της Χρυσής Αυγής. Το γεγονός ότι μια οργάνωση με ανοιχτά ναζιστική ιδεολογία, χωρίς καν τις τυπικές ομολογίες πίστης στον κοινοβουλευτισμό άλλων ακροδεξιών κομμάτων, οργανωμένη στα πρότυπα του ναζιστικού κόμματος και δομημένη ως μια εγκληματική οργάνωση, κατάφερε να μπει έχει μια τόσο μεγάλη εκλογική άνοδο και να μπει στη Βουλή, ήταν μια απόδειξη της απήχησης που μπορεί να έχει η ακροδεξιά ή φασίζουσα ιδεολογία.
Ήταν, ταυτόχρονα, ένας πραγματικός κίνδυνος, εφόσον η ηγεσία της Χρυσής Αυγής θεώρησε ότι η είσοδος στη Βουλή της έδινε τη δυνατότητα επενδύσει ακόμη περισσότερο στην «εδαφική» λογική της οργανωμένης βίας για την κατοχύρωση χώρου στις γειτονιές και προοπτικά τη διεκδίκηση ακόμη και μεριδίου εξουσίας.
Το γεγονός ότι ακόμη και μετά την τεράστια οργή και αγανάκτηση που προκάλεσε η δολοφονία του Παύλου Φύσσα, η Χρυσή Αυγή διατήρησε τη σημαντική εκλογική δύναμη είναι επίσης ενδεικτικό του προβλήματος. Χρειάστηκε να φτάσουμε στις εκλογές του 2019 για να δούμε τη Χρυσή Αυγή να μην καταφέρνει να μπει στη Βουλή και να εισέρχεται σε μια αποδιαρθρωτική πολιτική κρίση που πήρε και τη μορφή της προσπάθειας διαμόρφωσης διαδόχων σχημάτων.
Η καταδικαστική –όπως όλες και όλοι ελπίζουμε– απόφαση για την ηγεσία της Χρυσής Αυγή δεν αναιρεί τα αμείλικτα πολιτικά ερωτήματα που υπήρξαν και εξακολουθούν να υπάρχουν ως προς το γιατί βρεθήκαμε να αντιμετωπίζουμε τη δράση και τις καθημερινές προκλήσεις ενός φασιστικού μορφώματος.
Πώς βρεθήκαμε αντιμέτωποι με το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής;
Η άνοδος της Χρυσής Αυγής ήταν το αποτέλεσμα συγκεκριμένων συνθηκών και δυναμικών που επέτρεψαν σε μια εγκληματική οργάνωση να αποκτήσει μαζικό ακροατήριο. Η υπογράμμιση αυτών των συνθηκών είναι αναγκαία, ακριβώς για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε την άνοδο της Χρυσής Αυγής αλλά και τη διαρκή επανεμφάνιση ακροδεξιών και φασιστικών ιδεολογικών και πολιτικών αναφορών.
Η άνοδος της Χρυσής Αυγής ήταν αποτέλεσμα μιας περιόδου βαθιάς πολιτικής κρίσης και έντονης ρευστοποίησης των πολιτικών αναγνωρίσεων και σχέσεων εκπροσώπησης. Σε αυτό το τοπίο ήταν που κατάφερε να διεκδικήσει σημαντικό μερίδιο της ψήφου, επενδύοντας ταυτόχρονα σε μια σκληρή νεοφασιστική ιδεολογία και στη διεκδίκηση ενός υποτιθέμενου «αντισυστημικού» ρόλου. Εξ αρχής η Χρυσή Αυγή δεν έκρυψε την ακροδεξιά ιδεολογία και πρακτική, αλλά και τον τρόπο που η βία ήταν στοιχείο της καθημερινής πολιτικής πρακτικής της, στοιχείο που ούτως ή άλλως τη χαρακτήρισε σε όλη τη διαδρομή της στην οποία προσπάθησε να αναπαράγει το μοντέλο του γερμανικού ναζιστικού κόμματος, από τη λατρεία του αρχηγού μέχρι την παράλληλη ύπαρξη παραστρατιωτικών μηχανισμών και «ταγμάτων εφόδου». Αυτή, άλλωστε, η ιδιαίτερη οργανωτική πρακτική ήταν που της έδωσε και τον χαρακτήρα εγκληματικής οργάνωσης, με δομή, ιεραρχία και αρχηγό.
Όμως, η απήχηση της δεν θα ήταν τέτοια χωρίς συγκεκριμένες δυναμικές που καταγράφονταν στην ελληνική κοινωνία. Η άνοδος της Χρυσής Αυγής ήταν και αποτέλεσμα μιας αναπαραγωγής και ενίσχυσης ρατσιστικών και ξενοφοβικών απόψεων, που με τη σειρά τους τροφοδοτήθηκαν από την ευρύτερη τάση προς σκληρότερες αντιμεταναστευτικές και αντιπροσφυγικές πολιτικές, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά και την επιλογή των δυνάμεων της κεντροδεξιάς αλλά και της κεντροαριστεράς να επενδύσουν σε μια τέτοια ρητορική, συχνά ενσωματώνοντας την ίδια την «ατζέντα της ακροδεξιάς». Ενισχύθηκε από μια λογική βαναυσότητας και αυταρχισμού και «λατρείας της πυγμής» που διαχύθηκε σε ευρύτερα κομμάτια της κοινωνίας. Τροφοδοτήθηκε από τις διάφορες παραλλαγές πολιτικής επένδυσης στον εθνικισμό και την πατριδοκαπηλία. Πάτησε πάνω στην αναπαραγωγή σεξιστικών και πατριαρχικών προτύπων. Εκμεταλλεύτηκε ένα ορισμένο κλίμα «ιστορικού αναθεωρητισμού» που εξιδανίκευε τη σκοτεινή ιστορία του ελληνικού φασισμού και της ελληνικής ακροδεξιάς, από τη μεταξική δικτατορία, στο μετεμφυλιακό αυταρχικό αντικομμουνιστικό «καθεστώς έκτακτης ανάγκης».
Και βέβαια η Χρυσή Αυγή βρήκε χώρο σε μια συνθήκη πολιτικής κρίσης όπου ιστορικά κόμματα αποδιαρθρώνονταν, όπου επιβαλλόταν από τους δανειστές μια «συνθήκη μειωμένης κυριαρχίας» που ουσιαστικά αναιρούσε πλευρές της κανονικής δημοκρατικής λειτουργίας. Απέναντι σε αυτή την κρίση η Χρυσή Αυγή, ρεύμα ξένο και εχθρικό διαχρονικά προς τα μαζικά κινήματα και τις συλλογικές διεκδικήσεις, θα διεκδικήσει να καπηλευτεί ένα μέρος του κλίματος διαμαρτυρίας.
Οι πολλαπλές ευθύνες
Όμως, πέραν των γενικών τάσεων και δυναμικών σε μια κοινωνία που αντιμετώπιζε μια πρωτοφανή κρίση, υπάρχουν και συγκεκριμένες ευθύνες για το φαινόμενο Χρυσή Αυγή.
Υπάρχουν ευθύνες στο πολιτικό σύστημα στο βαθμό που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ακόμη και κόμματα του «συνταγματικού τόξου» φλερτάρισαν με διάφορες παραλλαγές ρατσιστικών, ξενοφοβικών, εθνικιστικών αντιμεταναστευτικών και αντιπροσφυγικών απόψεων, νομιμοποιώντας ουσιαστικά τη ρητορική της ακροδεξιάς και δίνοντας το δικαίωμα στη Χρυσή Αυγή να υποστηρίζει ότι απλώς υποστηρίζει πιο δυναμικά αυτά που έλεγαν και άλλες. Ευθύνη έχουν και όλοι εκείνοι που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ερωτοτρόπησαν με την ιδέα ότι η Χρυσή Αυγή, έστω και μια «εξευγενισμένη» μορφή, θα μπορούσε να αποτελέσει τμήμα ευρύτερων δεξιών ή κεντροδεξιών πολιτικών συμμαχιών.
Υπάρχουν ευθύνες σε μερίδα των ΜΜΕ που όχι μόνο έδωσε βήμα στη Χρυσή Αυγή ή αναπαρήγαγε τα μυθεύματα που προσπαθούσε να διαδώσει για τη δράση της, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις διαμόρφωσε μια «θετική» εικόνα για μια οργάνωση «νεοναζί». Και αυτό βέβαια σε συνέχεια του προβλήματος που ούτως ή άλλως υπήρχε για την αναπαραγωγή ενός αντιμεταναστευτικού και αντιπροσφυγικού κλίματος.
Υπάρχουν ευθύνες σε όσους οικονομικούς παράγοντες είδαν στη άνοδο της Χρυσής Αυγής μια ευκαιρία για την υπονόμευση των πιο μαχητικών πτερύγων του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος (ας μην ξεχνάμε ότι τμήμα της δικογραφίας είναι και η επίθεση στο ΠΑΜΕ).
Υπάρχουν ευθύνες στις διωκτικές αρχές για τη μεγάλη καθυστέρηση να ερευνήσουν υποθέσεις, να αποδώσουν ευθύνες και να ασκήσουν διώξεις για την εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής. Και τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα από το διαπιστωμένο γεγονός της σχετικά ισχυρής απήχησης της Χρυσής Αυγής σε τμήμα του προσωπικού των σωμάτων ασφαλείας και το υπαρκτό ερώτημα εάν αυτό σήμαινε και κάποιου είδους ασυλία για τα στελέχη και μέλη της Χρυσής Αυγής. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και στη δίκη της Χρυσής Αυγής έπαιξε μεγάλο ρόλο η δουλειά που έκανε η ομάδα της πολιτικής αγωγής, ως προς την τεκμηρίωση της δράσης της Χρυσής Αυγής, καλύπτοντας ουσιαστικά κενά των διωκτικών αρχών.
Η μάχη δεν τελειώνει με τη δίκη
Η καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης όπως και η καταδίκη της ηγεσίας της σίγουρα θα αποτελέσει ένα αποφασιστικό χτύπημα στο φασιστικό μόρφωμα, εξασφαλίζοντας ότι το συγκεκριμένο στελεχικό δυναμικό δεν θα έχει πολιτική παρουσία, ενώ θα επικυρώσει και την απαξίωσή του στα μάτια του ίδιου του ακροατηρίου του. Και βέβαια θα αποτελεί και έστω και αναδρομική δικαιοσύνη για τα θύματα.
Όμως, δεν θα σημάνει και τέλος της μάχης κατά του φασισμού. Είναι προφανές ότι ακροδεξιά αντανακλαστικά συνεχίζουν να αναπαράγονται μέσα στην κοινωνία, κάτι που εν μέρει αποτυπώθηκε και στην ενίσχυση της Ελληνικής Λύσης, ενώ υπάρχουν και τα μηνύματα για την ενίσχυση ακροδεξιών απόψεων στην Ευρώπη (συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι ένα τουλάχιστον κράτος-μέλος της ΕΕ κυβερνάται από την ακροδεξιά, η Ουγγαρία του Όρμπαν). Και βέβαια δεν βοηθάει πολύ το γεγονός ότι ακόμη και εντός το κυβερνώντος κόμματος υπάρχουν φωνές που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σιγοντάρουν μια ακροδεξιά ρητορική.
Κυρίως, όμως, το πρόβλημα που εξακολουθούμε να αντιμετωπίζουμε οι πολλαπλές αποτυπώσεις ακροδεξιών και συχνά φασιζουσών αντιλήψεων. Πώς αλλιώς να χαρακτηρίσουμε τα όσα έχουμε δει σε σχέση με το προσφυγικό με κατοίκους και αυτοδιοικητικούς άρχοντες να συμπεριφέρονται με πρωτοφανή βαναυσότητα σε πρόσφυγες, μέχρι του σημείου να αντιμετωπίζουν προσφυγόπουλα ως «ανεπιθύμητα»;
Ούτε είναι τυχαίο ότι σήμερα διαμορφώνεται ένα ολόκληρο φάσμα αντιλήψεων που συνδυάζουν τον ανορθολογισμό, τις θεωρίες συνωμοσίας και παραδοσιακές ακροδεξιές αντιλήψεις και που μπορεί να αποτελέσει τη μήτρα μιας νέας ακροδεξιάς, στοιχεία που είδαμε και σε σχέση με την πανδημία όπου διάφοροι παράγοντες της ακροδεξιάς στη χώρα μας έχουν επενδύσει στην εκπροσώπηση των «ψεκασμένων».
Εάν σε όλα αυτά προσθέσουμε την σχετική κρίση των μαζικών συλλογικών διαδικασιών στην κοινωνία των πολιτών, τη σχετική υποχώρηση ενός κλίματος αλληλεγγύης που μπορεί να υπήρχε σε προηγούμενα χρόνια, την εντονότερη ανασφάλεια αλλά και την απουσία ελπίδας και θετικών οραμάτων, σε συνδυασμό με μια βαθιά οικονομική κρίση, τότε βλέπουμε ένα τοπίο που μπορεί να τροφοδοτήσει ξανά τέτοιου δυναμικές ενίσχυσης ακροδεξιών ή ακόμη και φασιστικών απόψεων.
Αυτό σημαίνει ότι η πάλη κατά του φασισμού δεν τελειώνει με την καταδίκη της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής. Ούτε μπορεί να περιοριστεί απλώς σε μια γενική έκκληση για καλύτερη «λειτουργία των θεσμών». Απαιτεί όντως εκείνο το αγωνιστικό φρόνημα που υπενθυμίζει ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί κατακτήθηκαν ύστερα από αγώνες και προϋποθέτουν αγώνες για να διατηρούν το δημοκρατικό χαρακτήρα τους, επομένως και μια αντίληψη της δημοκρατίας ως ενεργής συμμετοχής, συλλογικής διεκδίκησης και αυτοκαθορισμού. Αυτή που χάνεται όταν η επικοινωνία υποκαθιστά την ουσία και η διαχείριση την πολιτική.
Τα σχόλια είναι κλειστά.