Πόσα χρόνια περίμενε ο λαός μας τούτη την στιγμή…
Ξαφνικά, ήταν ωσάν να κύλησε μια πελώρια πέτρα απ’ τα στήθεια του λαού μας και ν’ ανάσανε απ’ τα τρίσβαθα της ψυχής του:
— Επί τέλους! Δόξα σοι ο Θεός!
Και τούτο έγινε την πιο δραματική στιγμή της πρόσφατης πολυτάραχης ιστορίας μας, όταν το Έθνος μας, ύστερα απ’ τις αλλεπάλληλες περιπέτειες των τελευταίων χρόνων, βρέθηκε ξαφνικά μπλεγμένο ακόμα και στο ενδεχόμενο πολέμου!
Δεν είναι άγευστος από πολέμους ο λαός μας. Η μοίρα τού έταξε να μάχεται πάντα για λευτεριά κι’ έρχεται απ’ τα βάθη των καιρών ο αντίλαλος των νικητήριων παιάνων, επάνω στις φτερούγες των αιώνων, σαν ένα μήνυμα τιμής κι’ ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που το αφουγκράζονται οι επίγονοι και το αναμεταδίδουν από γενιά σε γενιά.
Όπως χτες οι πατεράδες —η γενιά του 1940— έτσι και σήμερα οι γιοι, ακούοντας το κάλεσμα της πατρίδας έτρεξαν με την πίστη και την σοβαρότητα που απαιτούσε η ώρα, στο υπέρτατο, το ιερό καθήκον. Ήταν ο πόλεμος. Ήταν η πατρίδα που καλούσε.
Όμως ένας πόλεμος θέλει ελεύθερους ανθρώπους και θέλει, προ πάντων, μια ηγεσία εθνική. Αλλά εθνική ηγεσία δεν είναι δυνατόν να νοηθή καμμιά άλλη από εκείνη που διάλεξε ο ίδιος ο λαός με την ψήφο του — οι πολιτικοί εκείνοι άνδρες που ανάλωσαν την ζωή τους στην εξυπηρέτηση του Έθνους, ψηφισμένοι και δοκιμασμένοι απ’ τον λαό. Κανένας άλλος δεν δικαιούται να σφετεριστή τούτο το ιερό δικαίωμα ενός ελεύθερου λαού, κανένας άλλος δεν δικαιούται να μιλά εν ονόματι του λαού, κανένας άλλος δεν μπορεί να μονοπωλή τον πατριωτισμό και ν’ αυτοδιορίζεται τιμητής, κήνσορας, ηγέτης. Κι’ όποιος το αποτολμά με την δύναμη της βίας —αυτής της κατάρας των ανθρώπων— είναι ένας σφετεριστής, που μπορεί να ταλαιπωρήση και να βασανίση τον λαό, αλλά το κέρδος του θα είναι πάντα η κατάρα και το μίσος.
Πήρε ο λαός μας όλα τούτα τα χρόνια την πικρή γεύση της βίας κι’ είδε όλα τα δικαιώματά του να καταπατούνται, τους αντιπροσώπους του να προπηλακίζωνται από έναν δικτάτορα, του οποίου η μεγαλομανία ξεπέρασε τα όρια του γελοίου. Τον γνωστό μας δικτάτορα, που ίππευσε όλα μαζί τα ύψιστα αξιώματα του τόπου —ακόμα και του αντιβασιλέως—, ώστε έφτασε ν’ αποτελή μόνος του… υπουργικόν συμβούλιον!
Έδωσε, όμως, ο Θεός και το χθεσινό καθεστώς —αυτό που ανέτρεψε προ καιρού τον Παπαδόπουλο— αναμέτρησε τις τρομακτικές ευθύνες του μπροστά στο Έθνος με τις δραματικές συνθήκες που εδημιούργησε σειρά ολόκληρη από σφάλματα — για να μεταχειριστούμε τον ελαφρύτερο χαρακτηρισμό.
Δεν είναι κατάλληλη η κρίσιμη τούτη ώρα για ν’ ανατρέξουμε στα «λάθη» εκείνα και να επισημάνουμε τα αίτια και τους υπαιτίους. Θα σταματήσουμε στο μεγάλο για το Έθνος μας γεγονός της αποφάσεως που πήραν οι χθεσινοί κυβερνήτες, κάτω απ’ την πίεση των τραγικών περιστάσεων, που έφτασαν μέχρι και να σύρουν την χώρα μας στο ενδεχόμενο πολέμου.
Είναι μεγάλο το γεγονός ότι η χώρα μας, ο τόπος, ο λαός μας, που στερήθηκαν επί τόσα χρόνια τους φυσικούς τους ηγέτες —τους λαοπρόβλητους πολιτικούς άνδρες— τους είδαν να επιστρέφουν πάλι στα πόστα τους, έτοιμους ν’ αναλάβουν στα έμπειρα χέρια τους τις τύχες τού τόσο ταλαιπωρημένου και δοκιμασμένου λαού μας, την κρίσιμη τούτη ώρα.
Ήταν χτες λοιπόν —μόλις μαθεύτηκε η είδηση— ωσάν μια πελώρια πέτρα, λέω, να κύλησε απ’ τα στήθεια του λαού μας κι’ έβγαλε την ανάσα της ανακούφισης από τα τρίσβαθα της ψυχής του.
— Επί τέλους! Δόξα σοι ο Θεός!
Ύστερα, την ανάσα την ακολούθησε αλλοφροσύνη, ξεχύθηκε ο λαός στους δρόμους —όχι μονάχα στην Αθήνα, αλλά απ’ άκρη σ’ άκρη της Ελλάδας— για να διαδηλώση την απέραντη χαρά του, καθώς ένοιωθε πάλι ελεύθερος και πάλι αφεντικό στο σπίτι του. Πόσα χρόνια περίμενε ο λαός μας τούτη την στιγμή…
Αλλά είναι και η εμπλοκή μας με την Τουρκία — κανένας δεν αγνοεί την σοβαρότητα της δημιουργημένης καταστάσεως. Ενωμένος, όμως, ο λαός μας, με τους φυσικούς του ηγέτες, ενωμένους κι’ αυτούς, δεν έχει να φοβηθή τίποτα και κανένα. Αυτό έδειξαν χτες οι εκδηλώσεις τέτοιας έξαλλης χαράς, που, απ’ ό,τι μπορεί να θυμηθή κανείς, μόνο με την πρώτη μέρα της Απελευθερώσεως μπορούν να συγκριθούν.
*Άρθρο του Δημήτρη Ψαθά που έφερε τον τίτλο «Επί τέλους!» και δημοσιεύτηκε στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Τα Νέα» την Τετάρτη 24 Ιουλίου 1974.
Σε μια κρισιμότατη καμπή του εθνικού μας βίου, με τη χώρα καθημαγμένη από τη χουντική λαίλαπα και τον κυπριακό ελληνισμό δεχόμενο επίθεση από τον εξ ανατολών άρπαγα, ο Ψαθάς θέτει τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων αναφορικά με το ποιόν των δικτατόρων.
Παράλληλα, όμως, δεν παραλείπει να εκφράσει τη βαθιά ανακούφισή του για την πτώση της χούντας την 23η Ιουλίου 1974, αλλά και να διαδηλώσει την ακλόνητη πίστη του ότι ο λαός μας, ενωμένος και υπό την καθοδήγηση των φυσικών ηγετών του, μπορεί να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις των καιρών, στις δυσμενέστατες συνθήκες εκείνης της περιόδου.