Η χρήση των βοτάνων είναι πλέον πολύ συχνή για διάφορα προβλήματα υγείας ή και μικρές ενοχλήσεις. Ωστόσο, τα βότανα δεν είναι ακίνδυνα, ειδικά όταν συνδυάζονται με φαρμακευτική αγωγή. Και τα πράγματα περιπλέκονται περισσότερο αν πρόκειται για ογκολογική αγωγή.
Η χρήση των βοτάνων για θεραπευτικούς σκοπούς είναι μια πρακτική δοκιμασμένη από τα αρχαία χρόνια.
Είναι γνωστό ότι η φαρμακολογία έχει τη βάση της στη βοτανολογία, ωστόσο τα σύγχρονα φάρμακα έχουν διαχωριστεί από αυτήν ήδη από τον προηγούμενο αιώνα.
Παρ’ όλα αυτά, στις μέρες μας παρατηρείται μια τάση επιστροφής στη χρήση των βοτάνων. Είναι πολλές οι γνώσεις που έχουν κατακτηθεί πλέον από τη βοτανολογία, είναι αρκετά τα σκευάσματα και τα συμπληρώματα διατροφής που διατίθενται, αλλά και ορισμένοι ειδικοί που τα συστήνουν.
Τα βότανα στο μικροσκόπιο των ειδικών
Στο πλαίσιο αυτό, το τμήμα της Ολιστικής Ιατρικής στο Memorial Sloan – Kettering Cancer Center της Νέας Υόρκης έχει δημιουργήσει μια ιστοσελίδα με πληροφορίες για τη δραστικότητα των βοτάνων και την αλληλεπίδρασή τους με διάφορα φάρμακα, στην οποία βασίστηκε και το άρθρο που διαβάζετε.
Η παράλληλη λήψη βοτάνων και φαρμάκων δεν θα πείραζε καθόλου, αν δεν συνέβαιναν αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους. Οι αλληλεπιδράσεις αυτές στην καλύτερη περίπτωση αποδυναμώνουν τη δραστικότητα των φαρμάκων. Στη χειρότερη, δημιουργούν ανεπιθύμητες παρενέργειες, όπως τοξικότητα.
Το πρόβλημα περιπλέκεται ακόμη περισσότερο, όταν πρόκειται για παράλληλη χρήση βοτανικών σκευασμάτων και ογκολογικών φαρμάκων. Είναι απολύτως κατανοητό γιατί ορισμένοι ογκολογικοί ασθενείς αναζητούν θεραπεία μέσω φυτικών δραστικών ουσιών που δεν παρουσιάζουν τις παρενέργειες ενός ισχυρού φαρμάκου. Από την άλλη, μπορεί να αποβεί επικίνδυνο ειδικά γι’ αυτούς τους ασθενείς.
Φάρμακα και βότανα: οι πιο συχνές αλληλεπιδράσεις
Η αρχή για τη διερεύνηση των αλληλεπιδράσεων μεταξύ φαρμάκων και βοτάνων έγινε όταν ήρθαν στο φως σχετικά ευρήματα για το γκρέιπφρουτ και το βαλσαμόχορτο.
Οι πρώτες σχετικές μελέτες εμφανίστηκαν το 2004. Κατέγραφαν ελάχιστα ακραία περιστατικά, κάποια όμως ακόμη και θανατηφόρα.
Ανάμεσα στα ύποπτα βότανα, την πρώτη θέση κατέχει το βαλσαμόχορτο, που βρέθηκε ότι αλληλεπιδρά με 147 φάρμακα, και τη δεύτερη το εκχύλισμα ginkgo biloba, με 51 αλληλεπιδράσεις.
Από τα φάρμακα, το πιο «ευάλωτο» σε σχέση με τα βότανα βρέθηκε ότι είναι η βαρφαρίνη, που χρησιμοποιείται κυρίως σε αντιπηκτικές θεραπείες (με 105 αλληλεπιδράσεις).
Ακολουθούν η ινσουλίνη και η ευρείας χρήσης ασπιρίνη. Όσον αφορά τα ογκολογικά φάρμακα, η κυκλοσπορίνη, η ηπαρίνη και η ταμοξιφαίνη φάνηκε ότι παρουσίασαν τα πιο πολλά προβλήματα όταν συνδυάζονταν με βότανα.
Τι συμβαίνει στον οργανισμό
Έχει βρεθεί ότι κάποια φυτικά συστατικά αναστέλλουν ή προκαλούν τη δράση ορισμένων ενζύμων, γνωστών ως CYP. Τα CYPs είναι τα κύρια ένζυμα που εμπλέκονται στον μεταβολισμό των φαρμάκων, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 75% του συνολικού μεταβολισμού, είναι δηλαδή σημαντικά για τη σύνθεση και τη διάσπαση των ορμονών.
Οι αλλαγές στη δραστικότητα αυτών των ενζύμων μπορεί να επηρεάσουν τον μεταβολισμό και την κάθαρση διαφόρων φαρμάκων. Για παράδειγμα, εάν ένα βότανο αναστέλλει τον μεταβολισμό που προκαλείται από το CYP ενός φαρμάκου, το φάρμακο μπορεί να συσσωρευτεί στο σώμα σε τοξικά επίπεδα.
Ποια φάρμακα δεν πρέπει να συνδυάζονται με ποια βότανα
Ορισμένα βότανα μπορούν να προκαλέσουν σημαντικές φαρμακοδυναμικές αλληλεπιδράσεις, όταν χρησιμοποιούνται με φάρμακα που χρησιμοποιούνται στη θεραπεία του καρκίνου. Για παράδειγμα, τα φυτοοιστρογόνα όταν συγχορηγούνται με ορμόνες, τα βότανα που «αραιώνουν το αίμα» με αντιπηκτικά φάρμακα, τα αντιοξειδωτικά φυτά με τη χημειοθεραπεία και τα ανοσοδιεγερτικά βότανα σε συνδυασμό με ορισμένα ανοσοκατασταλτικά.
Συγκεκριμένα, αλληλεπιδρούν:
Το βαλσαμόχορτο και η αγριοκαστανιά με τη λαπατινίμπη που χορηγείται σε ορισμένες ασθενείς με καρκίνο του μαστού.
Η βαλεριάνα και η κουρκουμίνη μπορεί να καταστήσουν την ταμοξιφαίνη αναποτελεσματική.
Οι αλληλεπιδράσεις του γκρέιπφρουτ με ορισμένα φάρμακα δεν είναι λίγες.
Μάλιστα, αρκεί μια μικρή ποσότητα από το φρούτο για να εμφανιστούν.
Το βαλσαμόχορτο μειώνει τη δραστικότητα της ιρινοτεκάνης (χορηγείται στον καρκίνο του παχέος εντέρου) και της ιματινίμπης (χορηγείται κυρίως στη λευχαιμία) κατά 40%.
Το ίδιο κάνει και σε σχέση με τη βαρφαρίνη (αντιπηκτικό φάρμακο) την κυκλοσπορίνη και το τακρόλιμους (έχουν ανοσοκατασταλτικές ιδιότητες).
Φάρμακα και βότανα
Τι ισχύει για τα φυτοοιστρογόνα;
Τα φυτοοιστρογόνα είναι φυτικές ενώσεις που μιμούνται την οιστραδιόλη. Τα τρόφιμα που περιέχουν φυτοοιστρογόνα, όπως η σόγια, έχει αποδειχθεί ότι έχουν προστατευτική δράση κατά του καρκίνου του μαστού.
Ωστόσο, το συστατικό genistein, μια ισοφλαβόνη παρούσα στη σόγια, μπορεί να διεγείρει τον πολλαπλασιασμό των όγκων του μαστού και να αναστείλλει τη δράση της ταμοξιφαίνης.
Δράση παρόμοια με των φυτοοιστρογόνων έχουν επίσης τα ginseng, dong quai (γνωστό και ως Angelica Sinesis), και το κόκκινο τριφύλλι. Καλύτερα λοιπόν τα φυτοοιστρογόνα να αποφεύγονται από ασθενείς με ορμονοεξαρτώμενους καρκίνους.
Τι συμβαίνει με τη χημειοθεραπεία;
Και η χημειοθεραπεία μπορεί να αλληλεπιδράσει με βοτανικά σκευάσματα, συγκεκριμένα ορισμένες από τις δραστικές ουσίες που περιέχονται στα φάρμακα αυτά. Καθώς οι μελέτες αυτού του είδους βρίσκονται εν εξελίξει, οι ειδικοί συστήνουν σε όλους τους ασθενείς που υπόκεινται σε χημειοθεραπείες να αποφεύγουν τα βότανα με αντιοξειδωτική δράση.
Τα πιο διαδεδομένα είναι τα συμπληρώματα με εκχύλισμα φλοιού πεύκου και με σπόρους σταφυλιού (grape seeds).
Πριν πάρετε κάποιο συμπλήρωμα
Οι επιστημονικές μελέτες που έχουμε δεν επαρκούν ώστε να επιβεβαιωθεί αν τελικά τα βότανα θεραπεύουν ή προλαμβάνουν τον καρκίνο.
Αρκετές εξ αυτών όμως αναφέρουν πως το τζίντζερ και το ginseng απαλύνουν τα συμπτώματα των ογκολογικών θεραπειών. Είναι επιβεβλημένο να συμβουλεύεστε τον γιατρό σας για τα συμπληρώματα που επιθυμείτε να πάρετε.
Πηγή: https://www.ow.gr/