Βρετανικό Μουσείο: Λονδίνο και Αθήνα συνεργάζονται για «win – win» συμφωνία για τα Γλυπτά του Παρθενώνα
Στο ενδεχόμενο της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Αθήνα αναφέρθηκε σε συνέντευξή του ο διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου. Μιλώντας στο BBC, o Τζορτζ Όσμπορν ανέφερε ότι Βρετανία και Ελλάδα συνεργάζονται για μία συμφωνία «win – win» αναφορικά με τα ιστορικά αντικείμενα.
Αν και παραδέχτηκε ότι είναι πολύ δύσκολο να λυθεί το ζήτημα, ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Μεγάλης Βρετανίας, σημείωσε ότι κάποιος θα μπορεί να δει τα Γλυπτά τόσο στην Αθήνα όσο και στο Λονδίνο. Ωστόσο, δεν έδωσε περισσότερες πληροφορίες για το πώς μπορεί να καταστεί εφικτό κάτι τέτοιο.
«Είναι πολύ δύσκολο να λυθεί το πρόβλημα αλλά νομίζω ότι υπάρχει ένας τρόπος να προχωρήσουμε μπροστά, όπου αυτά τα γλυπτά, τα Ελγίνεια Μάρμαρα, τα Γλυπτά του Παρθενώνα, θα μπορούσαν να τα δουν τόσο στο Λονδίνο όσο και στην Αθήνα και αυτό θα είναι ένα κέρδος για την Ελλάδα και για εμάς», είπε χαρακτηριστικά ο Όσμπορν στο BBC.
Το «σενάριο» του δανεισμού
Σε ερώτηση του δημοσιογράφου αν αυτό σημαίνει δανεισμό των Μαρμάρων, ο ίδιος αποκρίθηκε ότι «συζητάμε με την ελληνική κυβέρνηση γι’ αυτό, για μια νέα ρύθμιση και αυτό που δεν ήθελα να κάνω είναι να αναγκάσω τους Έλληνες να δεχτούν πράγματα που θεωρούν αδύνατα, ενώ ομοίως, δεν μπορούν να μας επιβάλλουν πράγματα που θα θεωρούσαμε αδύνατα».
Πάντως, απέκλεισε το σενάριο τα Γλυπτά να επιστρέψουν οριστικά στην Αθήνα, υπογραμμίζοντας ότι θα χρειαζόταν αλλαγή της βρετανικής νομοθεσίας.
«Αν θέλαμε να στείλουμε όλα τα Ελγίνεια Μάρμαρα πίσω, τότε αυτό θα απαιτούσε μια νομοθετική πράξη και αυτό θα ήταν πέρα από τις αρμοδιότητές μου. Αυτό που μπορεί να κάνει το Βρετανικό Μουσείο είναι να προσπαθήσει να δημιουργήσει μια νέα σχέση με την Ελλάδα», υποστήριξε.
Πριν από μόλις μία εβδομάδα δόθηκε στο φως της δημοσιότητας το παρασκήνιο της συνάντησης του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Τζόρτζ Όσμπορν. Σε δημοσίευμα των Financial Times, έγινε μία εκτενής ανασκόπηση της συνάντησης του πρωθυπουργού με τον πρόεδρο του Βρετανικού Μουσείου στο ξενοδοχείο Μπέρκλεϊ του Λονδίνου τον Νοέμβριο του 2021.
Ως προσφάτως διορισμένος πρόεδρος του Μουσείου, ο Όσμπορν ήθελε να δηλώσει έτοιμος να συμμετάσχει στη συζήτηση για τον επαναπατρισμό αντικειμένων τέχνης. Μάλιστα, ο ίδιος ανέφερε πως είδε έναν άνθρωπο (σσ τον Κυριάκο Μητσοτάκη) με τον οποίο μπορούσε να συνεργαστεί, στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού.
Το παρασκήνιο της συνάντησής τους
«Ο κ. Όσμπορν δεν γνώριζε σχεδόν καθόλου τον κ. Μητσοτάκη πριν από τη συνάντησή τους. Αλλά και οι δύο πέτυχαν πολλά. Ο πρωθυπουργός είπε στους συναδέλφους του στη συνέχεια ότι υπήρχε ‘εμπιστοσύνη και σεβασμός’, ενώ ο κ. Όσμπορν είδε τον Έλληνα πρωθυπουργό ως έναν αποτελεσματικό τεχνοκράτη, αστειευόμενος μάλιστα σε συναδέλφους ότι ο κ. Μητσοτάκης, ήταν ‘ο Ρίσι Σουνάκ της Ελλάδας’», έγραψαν οι Times.
Και πρόσθεσαν ότι «ο πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου αρνήθηκε να μιλήσει δημόσια για τις συνομιλίες του με τον Μητσοτάκη, φοβούμενος ότι οτιδήποτε πει θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον του πρωθυπουργού, ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με εκλογές τους επόμενους μήνες. Αλλά συνάδελφοί του είπαν πως πίστεψε αμέσως ότι θα μπορούσε να υπάρξει συμφωνία. Παρόλα αυτά, ο Όσμπορν, περιορίζεται από την Πράξη του 1963 του Κοινοβουλίου, η οποία απαγορεύει στο Βρετανικό Μουσείο να επιστρέψει οριστικά τα Γλυπτά του Παρθενώνα».
Το σχέδιο του Όσμπορν
Στο ίδιο δημοσίευμα, τονίστηκε ότι η πρόταση του Όσμπορν είχε ως κύριο στόχο να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ των δύο πλευρών, συμπεριλαμβανομένης της ανταλλαγής. Σύμφωνα με άτομα που ενημερώθηκαν για το σχέδιο, θα προέβλεπε μια σειρά συμφωνιών δανεισμού που θα αφορούσαν τα Γλυπτά, οι οποίες σταδιακά θα έχτιζαν εμπιστοσύνη.
Παρόλα αυτά, θα ήταν μεγάλο πρόβλημα για τον Μητσοτάκη να δεχτεί ένα «δάνειο» αυτού που θεωρείται ελληνική περιουσία- αλλά το Βρετανικό Μουσείο θα συμφωνούσε να στείλει στην Αθήνα το ένα τρίτο ή περισσότερα από τα Γλυπτά για καθορισμένο χρονικό διάστημα, όπως 10 χρόνια.
Σε αντάλλαγμα για μερικά από τα Γλυπτά του Παρθενώνα, η Αθήνα θα δάνειζε ελληνικούς θησαυρούς στο Λονδίνο ως «αντιστάθμισμα». Οι εντυπωσιακές τοιχογραφίες της Σαντορίνης, που χρονολογούνται από το 1700 π.Χ., έχουν αναφερθεί στην Αθήνα ως μεταξύ των πιθανών υποψηφίων για μια τέτοια ανταλλαγή.
Ένα προφανές πρόβλημα είναι αν οι Έλληνες θα τα επέστρεφαν στο τέλος της περιόδου. Ο Ρίτσαρντ Λάμπερτ, προκάτοχός του Όσμπορν στο Βρετανικό Μουσείο και πρώην συντάκτης των FT, λέει: ‘Υπέθεσα ότι αν δανείζονταν, δεν θα επέστρεφαν’.
Το δεύτερο στοιχείο του σχεδίου Όσμπορν θα ήταν ότι, όταν έληγε το δάνειο, τα Γλυπτά θα επέστρεφαν στο Λονδίνο, αλλά ένα μεγαλύτερο μέρος θα πήγαινε ταυτόχρονα στην Αθήνα ως κίνητρο, καθιστώντας την Ελλάδα την μόνιμη τοποθεσία για τα Γλυπτά.
Τα σχόλια είναι κλειστά.