Στο μιούζικαλ «Γοργόνες και Μάγκες» του Γιάννη Δαλιανίδη που γυρίστηκε το 1968, χαρακτηριστική είναι η σκηνή όπου ο Χρόνης Εξαρχάκος έχει πάει, κατόπιν της σχετικής παρότρυνσης από τον Φαίδωνα Γεωργίτση, στην Αθήνα για να φέρει τουρίστες στο νησί, εκεί που ο τελευταίος θέλει να επενδύσει στην αγορά γης. Ο Εξαρχάκος επιστρέφει μ’ ένα γεμάτο με τουρίστες καΐκι, οι οποίοι ωστόσο, αποδεικνύονται απένταροι. Και σαν να μην έφτανε αυτό, κάνουν και επιδρομή στη μοναδική ταβέρνα του νησιού, αυτή του Γιάννη Βογιατζή, ρημάζοντας τους κεφτέδες του!
Όνειρο
Ήταν μια εποχή που ο τουρισμός στα νησιά ήταν άπιαστο όνειρο για τον μέσο Έλληνα. Αποτελούσε κατά κύριο λόγο προνόμιο των πλούσιων και κατά βάση των ευκατάστατων ξένων τουριστών. Στα χρόνια που ακολούθησαν το σκηνικό αυτό άλλαξε. Το να επισκεφτείς π.χ. την Αμοργό που διαχρονικά αποτελούσε προορισμό για «ψαγμένους» και λίγους τουρίστες, οι οποίοι δεν είχαν πρόβλημα να κοιμηθούν σε αντίσκηνο και να τρώνε ζαμπονάκι κονσέρβα, δεν αποτελούσε πλέον κατόρθωμα.
Πλέον, στο πανέμορφο νησί που έγινε παγκόσμια γνωστό από την ταινία του Λυκ Μπεσόν, χρειάζεται να έχεις κλείσει κατάλυμα από τον Χειμώνα για τη θερινή περίοδο, σε τιμές που δεν θυμίζουν σε τίποτε τις αγνές εποχές του παρελθόντος. Αλλά δεν χρειάζεται να φτάσεις έως την Αμοργό για να διαπιστώσεις ότι τα πράγματα έχουν ξεφύγει γενικότερα και πως η εποχή μας αρχίζει να θυμίζει έντονα τη δεκαετία του 60. Τότε δηλαδή που οι τουρίστες στα νησιά του Αιγαίου ήταν πολύ πιο λίγοι σε σχέση με σήμερα.
Δυσβάσταχτο κόστος
Οι τιμές των εισιτηρίων στα πλοία (συμβατικά και μη) σε αρκετές περιπτώσεις αποδεικνύονται δυσβάσταχτο κονδύλι για μια οικογένεια που θέλει να περάσει κάποιες μέρες σ’ ένα νησί. Όσο κι αν οι ακτοπλόοι υποστηρίζουν πως δεν υπάρχουν αυξήσεις, όταν μια οικογένεια πρέπει να δώσει 880 ευρώ για να πάει στη Ρόδο ή 530 ευρώ για να ταξιδέψει ως την Πάρο, τότε υπάρχει πρόβλημα. Κι αυτό επειδή δεν είναι μόνο τα εισιτήρια που κοστίζουν. Είναι η διαμονή (εάν δεν φιλοξενείσαι κάπου ή δεν έχεις δικό σου σπίτι), η διατροφή και τα μικρά καθημερινά έξοδα που είναι δεδομένα στις διακοπές. Με απλά λόγια αν χρειάζεσαι κατά μέσο όρο άλλα 80 ευρώ για διαμονή τη μέσα, στην εβδομάδα ο λογαριασμός είναι 560 ευρώ.
Αν σε αυτά προσθέσεις κι άλλα τόσα για φαγητό, το γενικό σύνολο έχει ξεπεράσει τα 1500 ευρώ και οδεύει προς το διχίλιαρο. Πόσοι οικογενειακοί προϋπολογισμοί αντέχουν τέτοιο βάρος όταν η ακρίβεια παραμένει εδώ και πολύ καιρό το κορυφαίο πρόβλημα για την κοινωνία;
Το δαιμόνιο του λαού έχει βρει τη λύση απέναντι σε αυτή την πρόκληση. Διακοπές σε μέρη που δεν απαιτείται η ακτοπλοϊκή σύνδεση ή σε νησιά που η δουλειά γίνεται από ένα φέρι, χωρίς να χρειάζεται να κλείσεις καμπίνα ή να διανύσεις μεγάλη απόσταση.
Οι νέοι
Την ίδια ώρα όμως αυτό δεν ισχύει για τις νεότερες ηλικίες που κατά κύριο λόγο χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη είναι εκείνη που ήδη από το Πάσχα έχει μετακομίσει στα νησιά για να εργαστεί όλη τη σεζόν. Θα χτυπήσει υπερωρίες που θα είναι τυχερή αν πληρωθεί, θα αναγκαστεί να μείνει με άλλους δέκα-δώδεκα που θα έχουν την ίδια μοίρα σε κάποιο σπίτι, όπου θα είναι τυχερή αν αυτό διαθέτει βασικές υποδομές και δεν θα το πληρώνει κιόλας και θα επιστρέψει στην Αθήνα τον Σεπτέμβρη, μπαϊλντισμένη –πλην μαυρισμένη με όποια αποταμίευση έχει κάνει για να βγάλει το Χειμώνα.
Η άλλη κατηγορία θα θέλει να «χτυπήσει» λίγες μέρες στα Κουφονήσια, την Πάρο ή την Ίο. Εκεί, ο σκεπτικισμός ενός μεσήλικα αναφορικά με το πως θα βγει ο λογαριασμός ηττάται κατά κράτος από την παρεϊστικη διάθεση και την ελαχιστοποίηση των αναγκών. Εν ολίγοις, το απλό σάντουϊτς ή ένα πιτόγυρο μπορεί άνετα να σε ταΐσει, δίχως να χρειαστεί να παραγγείλεις σε ταβέρνα. Όσο κι αν έχουν αυξηθεί οι τιμές στα εν λόγω προϊόντα που ανέκαθεν αποτελούσαν τη σίγουρη λύση για τους άφραγκους πεινασμένους, παραμένουν μια πιο οικονομική, σε σχέση με οτιδήποτε άλλο, επιλογή.
Θυμάμαι πριν κάποια χρόνια, ένα κορίτσι που καθόταν με την παρέα του στην πλατεία των Φηρών στη Σαντορίνη. Είχαν πάρει μακαρονάδες σε πακέτο από ένα γνωστό ταχυφαγείο, με σάλτσα ντομάτας και τυρί. Κάποια στιγμή την άκουσα να μιλάει στο κινητό της και να εξομολογείται στη φίλη της στην άλλη άκρη της γραμμής, ότι «απολάμβανε αστακομακαρονάδα» με θέα την καλντέρα!
Με τα ψέματα λοιπόν θα κάνουμε διακοπές και φέτος. Ας είναι καλά τα πατρικά σπίτια στην επαρχία, ας ζήσουν πολλά χρόνια οι παππούδες και οι γιαγιάδες (με τη σύνταξή τους), να πούμε κι ένα μπράβο στην κακομοίρα τη γειτόνισσα που φρόντισε να έχει κήπο και όσο και να το κάνεις, μια ντομάτα κι ένα αγγούρι σίγουρα θα το φάμε.
Καλό καλοκαίρι.