Ηταν τον Ιούνιο του 1999 όταν ο Ζακ Ντεριντά, μιλώντας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, το οποίο τον αναγόρευε σε επίτιμο διδάκτορα, θα διαλέξει ως θέμα της πυκνής ομιλίας του, που συνέπεσε με τον εν εξελίξει ακόμη τότε πόλεμο στο Κόσοβο, να μιλήσει για το πανεπιστήμιο και τον ρόλο του μέσα στον σύγχρονο κόσμο.
Κεντρική ιδέα της ομιλίας του Ντεριντά, μεταφρασμένης υποδειγματικά στα ελληνικά από τον Βαγγέλη Μπιτσώρη, είναι ότι το πανεπιστήμιο στη νεωτερικότητα εκπροσωπεί πρωτίστως ένα απροϋπόθετο δικαίωμα στην αλήθεια, ένα δικαίωμα στη χωρίς κανένα όριο και εξαίρεση κριτική εξέταση όλων των πλευρών της επιστήμης αλλά και όλων των πρακτικών της εξουσίας.
Με έναν τρόπο, ο Ντεριντά ξανάπιανε σε εκείνη την ομιλία το νήμα από τον τρόπο που ο Καντ χρησιμοποιεί τη φράση του Οράτιου «Sapere aude!» (Τόλμησε να γνωρίζεις!) ως την κατεξοχήν συμπύκνωση του διαφωτισμού.
Μόνο που εδώ η προσταγή παίρνει μια πολύ πιο κριτική προσέγγιση απέναντι σε όλες τις μορφές εξουσίας: της κρατικής, της οικονομικής αλλά και αυτής των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης.
Για τον Ντεριντά αυτό που προτείνει το πανεπιστήμιο ως αμφισβήτηση και συνάμα ως κατάφαση «του απροϋπόθετου δικαιώματος σε μια σκέψη απαλλαγμένη από κάθε εξουσία και δικαιολογημένη να λέει αυτό που σκέπτεται δημοσίως» είναι μια αρχή της αντίστασης που είναι χωρίς εξουσία αλλά και συνάμα χωρίς αδυναμία και «όχι χωρίς ισχύ». Για την ακρίβεια, το παρουσιάζει ως «μια ορισμένη ισχύ της αδυναμίας».
Η υπενθύμιση της ομιλίας του Ντεριντά, που εκτός όλων των άλλων υπογράμμιζε την αξία και τη σημασία των ανθρωπιστικών σπουδών, έρχεται σε αντιδιαστολή με ένα κλίμα που διαμορφώνεται τις τελευταίες δεκαετίες γύρω από την ανώτατη εκπαίδευση.
Σύμφωνα με αυτό η ανώτατη εκπαίδευση καλείται να γίνει πρωτίστως πολύ πιο αποδοτική, παραγωγική και ικανή διαρκώς να «αξιολογείται» και να «πιστοποιείται» θετικά ως προς την ικανότητά της να έχει αποτελέσματα μετρήσιμα με οικονομικούς όρους.
Επιχειρηματική λογική
Προφανώς και η «εργαλειακή» διάσταση της επιστημονικής γνώσης, όπως και η συσχέτισή της με απαιτήσεις οικονομικής συσσώρευσης και αυξημένης παραγωγικότητας, είναι στοιχείο συστατικό των πρακτικών παραγωγής γνώσης στη νεωτερικότητα.
Το ίδιο και η σχέση ανάμεσα στην παραγωγή γνώσης, τις πολεμικές επιχειρήσεις αλλά και τις πρακτικές χειραγώγησης και εξαναγκασμού, στοιχεία που επίσης εδώ και πολλές δεκαετίες ορίζουν την καταστατική μη ουδετερότητα της επιστημονικής γνώσης.
Ομως, είναι προφανές ότι από τη στιγμή που η «επιχειρηματική» λογική (που καλό είναι να θυμόμαστε ότι δεν σημαίνει απαραίτητα «ιδιωτική», εφόσον η λογική της αγοράς «αποικιοποιεί» και το δημόσιο) θεμιτοποιείται πλήρως, τίθεται ένα ερώτημα εάν υπάρχει χώρος για αυτό το «απροϋπόθετο» στο οποίο είχε επιμείνει ο Ντεριντά.
Γιατί, όντως, ποιο περιθώριο υπάρχει για αυτή την απροϋπόθετη αναζήτηση της αλήθειας και τη ριζική κριτική, σε ένα πανεπιστημιακό σύμπαν όπου κυριαρχούν το άγχος για την επίτευξη ανταγωνιστικών προγραμμάτων, η πίεση για την παραγωγή αποτελεσμάτων που θα προκαλέσουν «επενδυτικό ενδιαφέρον», αλλά και η δαμόκλειος σπάθη της αρνητικής «αξιολόγησης» ή, ακόμη χειρότερα, της απώλειας της «πιστοποίησης»;
Ο αντίλογος σε αυτά επικεντρώνεται στην παράθεση τεχνολογικών ή άλλων επιστημονικών επιτευγμάτων που καταδεικνύουν την αποτελεσματικότητα των «συνεργειών» αγοράς και πανεπιστημίου.
Ομως, εύλογα μπορεί να τεθούν ορισμένα ερωτήματα: Μήπως τα πράγματα για την αντιμετώπιση ασθενειών και πανδημιών ήταν καλύτερα εάν υπήρχε συνεργασία και όχι ανταγωνισμός;
Γιατί κινητοποιούνται τεράστιοι πόροι για την εκ των υστέρων αναζήτηση θεραπειών αντί για τη μελέτη, ανάδειξη και αντιμετώπιση των κοινωνικών μηχανισμών που επιτείνουν την ευαλωτότητα (από την αποδάσωση και την οικιστική επέκταση μέχρι την έκρηξη της ανισότητας);
Γιατί δεν συζητιούνται στην κλίμακα που θα έπρεπε οι σύγχρονες απειλές για τις ελευθερίες και την ευκολία με την οποία ο εξαναγκασμός θεωρείται η «βασιλική οδός» για την επίτευξη του όποιου στόχου;
Ούτε μπορούμε εύκολα να προσπεράσουμε το γεγονός ότι κρίσιμα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε, από το τεράστιο ζήτημα της διαμόρφωσης μιας χωρίς προηγούμενο τεχνολογίας επιτήρησης και παρακολούθησης (αλλά και απόλυτης ευελιξίας της εργασίας, εάν σκεφτούμε τη λογική της «οικονομίας των πλατφορμών») μέχρι την κυριαρχία θεωρητικών «οικονομικών εργαλείων» που απλώς προετοιμάζουν την επόμενη οικονομική κρίση (όταν δεν προτείνουν τη διάλυση του κοινωνικού κράτους και την αντιμετώπιση της εργασίας μόνο ως κόστους), για να μην αναφερθούμε στο «διαρκές σκάνδαλο» της προσφοράς υπηρεσιών στην πολεμική βιομηχανία, έχουν ως αφετηρία την αντίληψη της παραγωγής γνώσης εντός «συνεργειών» με τον κόσμο της επιχειρηματικότητας και προκύπτουν συνήθως από ιδρύματα και ερευνητές που πρωταγωνιστούν στις θετικές «αξιολογήσεις» και «πιστοποιήσεις».
Χρειαζόμαστε το πανεπιστήμιο;
Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο και το αίτημα να ξαναστοχαστούμε το πανεπιστήμιο ως χώρο αντίστασης και τη γνώση ως πρακτική κριτικής και χειραφέτησης διατηρεί την επικαιρότητά του, όσο εξορισμένο και εάν φαντάζει από τον κυρίαρχο περί ανώτατης εκπαίδευσης λόγο.