Η αναφορά του πρώην υπουργού Εθνικής Άμυνας Ευάγγελου Αποστολάκη ότι φτάσαμε αρκετές φορές κοντά σε ένα «θερμό επεισόδιο» τύπου Ιμίων, ήρθε να υπενθυμίσει τους πραγματικούς κινδύνους που υπάρχουν στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά και τη δύσκολη ισορροπία ανάμεσα στην υπεράσπιση κυριαρχικών δικαιωμάτων και την αποφυγή επικίνδυνων πολεμικών αντιπαραθέσεων με απρόβλεπτες συνέπειες.
Όπως έχει γραφτεί πολλές φορές – και το επαναλαμβάνει στη συγκεκριμένη συνέντευξή του και ο ίδιος ο κ. Αποστολάκης – η Τουρκία έχει ένα σύνολο αξιώσεων, αρκετές από τις οποίες συγκρούονται με το Διεθνές Δίκαιο και την επικρατούσα ερμηνεία του, τις οποίες συστηματικά προβάλλει και δοκιμάζει να κατοχυρώσει στην πράξη. Αυτές διαμορφώνουν συχνά και το πεδίο για πιο άμεσες αντιπαραθέσεις.
Οι πάγιες τουρκικές διεκδικήσεις
Η Τουρκία ήδη από τη δεκαετία του 1950, όταν ξεκινάει ουσιαστικά το Κυπριακό, αλλά κυρίως από τη δεκαετία του 1970 έφερε στο προσκήνιο ένα σύνολο διεκδικήσεων στο Αιγαίο που κατά τη γνώμη των τουρκικών κυβερνήσεων θα διόρθωναν τις αδικίες που έγιναν σε βάρος της και αποτυπώθηκαν στη Συνθήκη της Λωζάνης. Σύμφωνα με αυτό το σχήμα κακώς διαμορφώθηκαν συνθήκες ώστε το Αιγαίοι να μπορεί να καταστεί δυνητικά «ελληνική λίμνη».
Από τότε ξεκινά η αμφισβήτηση ως προς το δικαίωμα τα Ελλάδας να επεκτείνει τα χωρικά ύδατα στα 12 ν.μ. με αποκορύφωμα αρκετά χρόνια αργότερα, το 1995, η Τουρκική Εθνοσυνέλευση να αποφασίσει ότι τυχόν επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. θα συνιστά casus belli (αιτία πολέμου). Επιπλέον, η Τουρκία θα αμφισβητεί έκτοτε την επέκταση του ελληνικού εναέριου χώρου στα 10 ν.μ. όπως και την αρμοδιότητα του FIR Αθηνών, με αποτέλεσμα έκτοτε τις συνεχείς αερομαχίες στο Αιγαίοι, έναν ακήρυκτο πόλεμο που ήδη μετρά θύματα.Παράλληλα, ήδη από τη δεκαετία του 1970 ξεκινά η συζήτηση για την υφαλοκρηπίδα, με την Τουρκία να αμφισβητεί τη βασική αρχή του Δίκαιο της Θάλασσας ότι τα νησιά διαθέτουν δική τους αυτοτελή υφαλοκρηπίδα, ένα ζήτημα που θα αποτελέσει αιτία αντιπαράθεσης έκτοτε, με την Τουρκία να επιμένει κατά καιρούς να κάνει έρευνες στα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας με αποκορύφωμα τον παρ’ ολίγο ελληνοτουρκικό πόλεμο τον Μάρτιο του 1987.
Επιπλέον, η Τουρκία αμφισβητεί ότι το ζήτημα της οριοθέτησης των νησιών και των βραχονησίδων έχει λυθεί από τις συνθήκες της Λωζάννης (1923), των Παρισίων (1947) και από την ιταλοτουρκική συμφωνία του Ιανουαρίου 1932 για τα Δωδεκάνησα και τη συμπληρωματική συμφωνία/πρακτικό (procès-verbal) του Δεκεμβρίου 1932. Ως αποτέλεσμα υποστηρίζει ότι ένας σημαντικός αριθμός βραχονησίδων, συμπεριλαμβανομένων και κατοικημένων, αποτελούν τμήμα της τουρκικής επικράτειας. Θα είναι μάλιστα ακριβώς η τουρκική αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στη στις βραχονησίδες των Ιμίων που θα φέρει επίσης τις δύο χώρες στα πρόθυρα πολέμου, πριν τελικά υπάρξει αποκλιμάκωση ύστερα και από παρέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών.
Τα Ίμια και ο εφιάλτης του «θερμού επεισοδίου»
Παρότι από διάφορες πλευρές οι χειρισμοί του Ανδρέα Παπανδρέου το 1987 προβάλλονται ως πρότυπο αποφασιστικότητας (κλιμάκωση της κινητοποίησης των ένοπλων δυνάμεων με ελληνική πρωτοβουλία, άμεση διεθνοποίηση του θέματος και προς το ΝΑΤΟ και προς το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, σαφής κατεύθυνση εμπλοκής εάν δεν υπήρχε υποχώρηση της άλλης πλευράς), η αλήθεια είναι ότι αναφέρονται σε μια άλλη εποχή, με πιο βασική διαφορά τα όρια που επέβαλε ο ακόμη ενεργός τότε διπολισμός στην παγκόσμια σκηνή. Η σημερινή συνθήκη έχει περισσότερο ως αφετηρία τα Ίμια.
Και αυτό γιατί τα Ίμια διαμόρφωσαν έκτοτε και το μοτίβο του μεγάλου εφιάλτη για τις ελληνικές κυβερνήσεις: μια αντιπαράθεση για δευτερεύον θέμα που υπό την επίδραση και της δημοσιότητας και της προσπάθειας δημιουργίας εντυπώσεων οδηγεί σε μια συγκέντρωση ένοπλων δυνάμεων και από τις δύο πλευρές με πλοία παραταγμένα, με τα οπλικά τους συστήματα να έχουν «κλειδώσει» στους στόχους.
Αυτό θα σήμαινε διαμόρφωση μιας συνθήκης όπου καμία πλευρά δεν μπορεί να υποχωρήσει για να μην θεωρηθεί «υποχωρητική» και κίνδυνο εάν υπάρξει οποιαδήποτε χρήση όπλων, αυτή να οδηγήσει μετά σε κλιμακούμενη σύγκρουση. Και βέβαια, παράλληλα υπάρχει πάντα ο φόβος ότι οποιαδήποτε ένοπλη αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο χώρες θα οδηγήσει σε μια διαδικασία διαπραγμάτευσης, ιδίως καθώς η «διεθνής κοινότητα» και ιδίως οι ΗΠΑ, θα πίεζαν για με κάθε τρόπο «διευθέτηση» των ζητημάτων ακόμη και σε βάρος των πάγιων ελληνικών θέσεων.
Το τωρινό μοτίβο αμφισβητήσεων
Χωρίς να έχει εγκαταλείψει τα ζητήματα που αφορούν τις γκρίζες ζώνες και την ακριβή οριοθέτηση των χωρικών υδάτων όπως και το καθεστώς νησίδων και βραχονησίδων και του εναέριου χώρου, η Τουρκία έχει προσθέσει τα τελευταία χρόνια και το θέμα της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ.
Η Τουρκία δεν δέχεται ότι τα νησιά έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα και δυνάμει ΑΟΖ, όπως την ορίζει το διεθνές δίκαιο (200 ν.μ. ή μέση γραμμή όπου η απόσταση είναι μικρότερη) και υποστηρίζει ότι το έχουν μόνο οι ηπειρωτικές χώρες. Το σύνολο αυτής της διεκδίκησης αποτυπώνεται στους χάρτες της «Γαλάζιας Πατρίδας».Η διεκδίκηση αυτή απέκτησε ξεχωριστή βαρύτητα όταν φάνηκε τα τελευταία χρόνια ότι υπάρχουν στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο μεγάλα αποθέματα φυσικού αερίου. Η Κύπρος είναι στο κέντρο αυτής της περιοχής και η Κυπριακή Δημοκρατία είχε προχωρήσει μάλιστα και σε ανακήρυξη ΑΟΖ.
Η Τουρκία αισθάνθηκε έτσι ότι κινδύνευε να βρεθεί εκτός της μοιρασιάς των υδρογονανθράκων στην περιοχή και κλιμάκωσε τις διεκδικήσεις της. Αυτό εκφράστηκε κυρίως με την αμφισβήτηση της Κυπριακής ΑΟΖ όπου η Τουρκία, με το πρόσχημα συμφωνιών με το ψευδοκράτος της ΤΔΒΚ ξεκίνησε έρευνες και σεισμικές και δοκιμαστικές γεωτρήσεις, παράλληλα με έρευνες που κάνει στα όρια της δικής της υφαλοκρηπίδας στη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα. Εκφράστηκε, όμως, και με προσπάθειες για αμφισβήτηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο τμήμα της ελληνικής υφαλοκρηπίδας που ορίζεται με βάση το Καστελόριζο.
Οι τουρκικές «έρευνες» και ο κίνδυνος «θερμού επεισοδίου»
Η τακτική της Τουρκίας είναι να δεσμεύει περιοχές με Navtex είτε για ασκήσεις είτε για έρευνες. Η πάγια ελληνική θέση είναι ότι η Τουρκία δεν μπορεί να κάνει σεισμικές έρευνες, γιατί αυτό σημαίνει εξερεύνηση του υπεδάφους άρα έρευνα στην ελληνική υφαλοκρηπίδα.
Τον Οκτώβριο του 2018 η Τουρκία έστειλε το ερευνητικό σκάφος Barbaros και στα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και η ελληνική πλευρά είχε στείλει τη φρεγάτα «Νικηφόρος Φωκάς». Τότε η Τουρκία είχε υποστηρίξει ότι το σκάφος του ΠΝ είχε παρενοχλήσει το τουρκικό ερευνητικό σκάφος, κάτι που αρνήθηκε η ελληνική πλευρά. Πριν από λίγες μέρες η Τουρκία έστειλε το Bilim-2 για «ωκεανογραφικές και κλιματολογικές έρευνες» (άρα όχι σεισμικές), το οποίο με τη σειρά του παρακολουθήθηκε από σκάφος του Πολεμικού Ναυτικού.
Παρότι η Ελλάδα όπως και η Κυπριακή Δημοκρατία έχουν επιλέξει μια πολιτική απάντηση στις τουρκικές προκλήσεις στα όρια της Κυπριακής ΑΟΖ, βοηθούμενες σε αυτό και από το ότι η Τουρκία επιλέγει να κάνει έρευνες έξω από τα οικόπεδα που έχει αναθέσει η Κυπριακή Δημοκρατία, το θέμα των ερευνών στα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας γεννά άλλα προβλήματα.
Ο φόβος είναι τι θα γίνει εάν η Τουρκία κλιμακώσει την παρουσία της, δοκιμάσει σεισμικές έρευνες ή επιλέξει να στείλει τα ερευνητικά σκάφη με συνοδεία πολεμικών σκαφών και εντός των ορίων της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Αυτό θα μπορούσε να διαμορφώσει σκηνικό έντασης ανάμεσα στις δύο χώρες.Η αποφασιστικότητα ανάμεσα στη ρητορική και την πραγματικότητα
Ο αρμόδιος υπουργός Νίκος Παναγιωτόπουλος επανέλαβε την ελληνική αποφασιστικότητα δηλώνοντας ότι: «Ο κύριος στόχος του υπουργείου Άμυνας είναι η ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος της χώρας. Δεν συμφέρει σε κανέναν να σκεφτεί οποιαδήποτε επιβολή εναντίον κυριαρχικών μας συμφερόντων γιατί το κόστος που θα υποστεί θα είναι πάντα μεγαλύτερο από το όποιο όφελος σκοπεύει να προσπορίσει. Αυτή είναι η έννοια της αποτροπής. Ισχυρή αποτρεπτική ισχύς και εμπέδωση ασφαλείας στη χώρα και τους πολίτες. Υπάρχει ετοιμότητα και αξιόμαχο στις Ένοπλες Δυνάμεις».
Τέτοιες δηλώσεις είναι αναμενόμενες αλλά ταυτόχρονα υπάρχουν πραγματικά ερωτήματα και διλήμματα για την ελληνική πλευρά. Η τουρκική προκλητικότητα και η προσπάθεια διαρκών προβολών ισχύος και αμφισβητήσεων κυριαρχικών δικαιωμάτων είναι δεδομένη. Όμως, αυτό δεν μειώνει τον κίνδυνο οποιαδήποτε «θερμή» εμπλοκή να αποτελέσει τελικά αφετηρία λύσεων και ρυθμίσεων που να ισοδυναμούν με ελληνική υποχώρηση.
Ούτε είναι δεδομένη η τουρκική απομόνωση, όπως κατά καιρούς ακούγεται στη δημόσια συζήτηση. Παρά τις εντάσεις και τα σημεία τριβής οι ΗΠΑ εξακολουθούν να μη θέλουν να χάσουν μια στρατηγική σύμμαχο στην περιοχή και αποφεύγουν να σπρώξουν τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις σε ρήξη.
Αυτό στην πραγματικότητα συνηγορεί υπέρ της ανάγκης αναζήτησης όρων ενός ειλικρινούς πολιτικού διαλόγου ανάμεσα σε δύο χώρες που ούτως ή άλλως συνυπάρχουν, την ίδια ώρα που οι τουρκικές αξιώσεις συχνά δείχνουν να υπονομεύουν τη δυνατότητά του.