Η είδηση του θανάτου του Βαγγέλη Σημαιάκη γέμισε στεναχώρια την οικογένεια του ΟΦΗ, τα τμήματα υποδομής, όλους όσους τον γνώριζαν…
Πατέρας του αρχηγού της Κ17 ΟΦΗ, Γιώργου Σημαιάκη, ο Βαγγέλης Σημαιάκης ήταν πάντα δίπλα στα τμήματα υποδομής του ΟΦΗ αλλά και στις Μικτές Ομάδες όπου αγωνίστηκε ο γιος του. Γνώριμος και αγαπητός άνθρωπος όχι μόνο στην Ακαδημία του ΟΦΗ, αλλά σε όλο το ηρακλειώτικο ποδόσφαιρο.
Ο θάνατός του σκόρπισε θλίψη και στο δήμο Ηρακλείου, όπου εργάστηκε για πολλά χρόνια στην υπηρεσία καθαριότητας ενώ οι συνάδελφοί του τον στήριξαν στον αγώνα του για να κρατηθεί στη ζωή.
Τους τελευταίους μήνες έδωσε μεγάλη μάχη για την ζωή του και λύγισε σήμερα το πρωί στο νοσοκομείο, όπου άφησε την τελευταία του πνοή. Σε αυτές τις δύσκολες ώρες είχε δίπλα του την σύζυγό του Ελένη και τα αγαπημένα του παιδιά, τον Γρηγόρη και τον Γιώργο…
Επίσης, η οικογένεια Σημαιάκη ευχαριστεί θερμά το ιατρικό και το νοσηλευτικό προσωπικό του ΠΑΓΝΗ που στάθηκε δίπλα στο πατέρα τους με ευσυνειδησία.
Πριν λίγες εβδομάδες, σε μια κατάθεση ψυχής, ο αρχηγός του ΟΦΗ ’94 Γιώργος Σημαιάκης αναφέρθηκε στον πατέρα του και όλα όσα του δίδαξε στην ζωή του. Τα λόγια του συγκλονίζουν και αξίζει να τα διαβάσετε…
«Ευχαριστώ, μπαμπά
Το γιατί σου έχω τόση μεγάλη αδυναμία, πατέρα, παλαιότερα δεν μπορούσα να το καταλάβω. Τώρα όμως ξέρω. Για όλα αυτά που μου έμαθες. Για όλα αυτά που κάναμε μαζί και σαν σε όνειρο πια τα θυμάμαι και χαμογελώ.
Επειδή μ’ έμαθες να σέβομαι τα βιβλία. Μου τα έδινες και δε φοβόσουνα μην τα σκίσω, μην τα μουτζουρώσω. Μόνο καμιά φορά έγραφα στην πρώτη σελίδα το όνομά μου με τα αδέξια παιδικά μου γράμματα και μια καρδούλα δίπλα, μα ποτέ δε θύμωνες, επειδή ήξερες πως αυτός ήταν ο τρόπος μου για να σου εκφράσω ευγνωμοσύνη που εμπιστευόσουν τα πολύτιμά σου στα μικρά μου χέρια.
Επειδή μου έμαθες τη λέξη που θα έπαιζε τον πιο σημαντικό ίσως ρόλο στη ζωή μου μεγαλώνοντας: τη λέξη «κοίτα»! Κι έμαθα έτσι να παρατηρώ τα πάντα γύρω μου. Από τα πιο ασήμαντα, μέχρι τα πιο σοβαρά. Μου έμαθες να κοιτώ και να μη μένω μόνο εκεί που στέκεται το βλέμμα. Μου έμαθες πως καθετί στη φύση, όμορφο ή άσχημο, είναι χρήσιμο. Επειδή μ’ έμαθες πόσο σημαντική είναι η υπομονή στη ζωή και κάπως έτσι ανακάλυψα πόση υπομονή είχες κι εσύ ο ίδιος. Επειδή μου έμαθες όταν μου δίνουν κάτι να μη λέω μόνο «ευχαριστώ», αλλά να χαμογελώ κιόλας. Επειδή μου έμαθες να μη φοβάμαι να πω «συγγνώμη» και «σ’ αγαπάω». Επειδή μου έμαθες να κρίνω τους ανθρώπους βάσει χαρακτήρα κι όχι φυλής ή ιδιότητας.
Επειδή μου έμαθες πως όλοι οι άνθρωποι είμαστε τρωτοί –ακόμα και εσύ. «Μπαμπά;», έτρεξα να σε υποδεχτώ ένα μεσημέρι στην εξώπορτα, μα εσύ δεν είχες ανέβει ακόμη τη σκάλα. «Γέρασε ο μπαμπάς!», μου απάντησες βαριανασαίνοντας, όταν φάνηκες από τη στροφή, το βλέμμα μου καρφώθηκε στα δερμάτινα σανδάλια σου -που σημάδεψαν τη στιγμή και πλέον δε θα ξέχναγα ποτέ- κι έπειτα με πλάκωσε ολόκληρος ο ουρανός, επειδή ως τότε πίστευα πως ο δικός μου μπαμπάς ποτέ δεν έκλαιγε, ποτέ δεν αρρώσταινε και φυσικά ποτέ δε θα γερνούσε. Επειδή μου έμαθες πως και οι μπαμπάδες αρρωσταίνουνε κι ας μην το λένε. Από την μαμά το έμαθα δε μου είχες πει τίποτα. Εσύ στο νοσοκομείο, για μια «μια μεταμόσχευση», όπως μου είχες πει, «επέμβαση ρουτίνας». Ποτέ δε μας είπατε τη λέξη «καρκίνος», μα και εγώ και ο αδερφός μου το είχαμε καταλάβει. Εκείνη μου τηλεφώνησε και μου είπε πως αύριο θα έμπαινες στο χειρουργείο, μα δεν ήθελες να το μάθω. «Κάνε σαν να μην το ξέρεις», μου είπε. Κι έτσι έκανα.
«Μπαμπά μου, σ’ αγαπάω», σου είπα εκείνο το βράδυ τον στο τηλέφωνο, ξέροντας πως μπορεί και να ήταν η τελευταία φορά που στο έλεγα και μετά έκλαψα τόσο πολύ, επειδή έκατσα και σκέφτηκα όλα όσα περνούσαμε όταν ήμουν μικρός και με πήγαινες και έπαιζα μπάλα και μου μάθαινες πως να δίνω πάσα και πως να κάνω τριπλέ… Το γιατί σου έχω τόση μεγάλη αδυναμία, πατέρα, παλαιότερα δεν μπορούσα να το καταλάβω.
Τώρα όμως ξέρω. Γιατί εκτός από όλα τα παραπάνω, μου έμαθες και κάτι ακόμα: να αντέχω όσα έρχονται, διότι «ουδέν κακό, αμιγές καλού». Επειδή με δίδαξες με τον καλύτερο τρόπο πως μπορεί κι εσύ να κλαις, μα όχι για πάντα. Μπορεί κι εσύ να αρρωσταίνεις, μα γίνεσαι καλά. Με δίδαξες με τον καλύτερο τρόπο πως κι εσύ γερνάς, όπως μεγαλώνω κι εγώ! Επειδή με έμαθες να βλέπω τον κόσμο γύρω μου με διαφορετικά μάτια. Και νιώθω τυχερός, μπαμπά μου, που τα ξέρω πια όλα αυτά. Σε ευχαριστώ! Στην πραγματικότητα, κάθε μητέρα και πατέρας είναι μοναδικοί στον κόσμο για τα παιδιά τους!»
Τα σχόλια είναι κλειστά.