Η Ελλάδα αντιμετωπίζει τώρα και θα συνεχίσει και στο μέλλον να υπομένει μια οικονομική κρίση, τη χειρότερη μάλλον, ακόμη και της περιόδου των τριών Μνημονίων.
Βρισκόμαστε στη πλέον δυσμενή θέση, ως λαός και ως πολίτες, να αδυνατούμε να ανταπεξέλθουμε στις οικονομικές απαιτήσεις των καιρών και την ακρίβεια, που επικρατεί, τόσο στην ενέργεια, όσο και στα αγαθά πρωταρχικής ανάγκης, τα οποία συμπαρασύρονται από το υψηλό ενεργειακό κόστος και την ραγδαία αύξηση της τιμής, των πρώτων υλών.
Μια ενεργειακή κρίση, η οποία μεταφράζεται σε λογαριασμούς ρεύματος ή φυσικού αερίου, οικιακούς ή επαγγελματικούς κατακόρυφα αυξημένους, σε σχέση με το προηγούμενο διάστημα και χωρίς να ξέρουμε ποιο θα είναι τελικά το «ταβάνι», αυτής της ραγδαίας από μήνα σε μήνα αύξησης.
Η βενζίνη από την άλλη, η τιμή της οποίας ανέρχεται πλέον στα 2,00ευρώ και πάνω, το πετρέλαιο και οι είδη πρώτης ανάγκης στα ράφια των Σούπερ Μάρκετ, που έχουν πάρει επίσης την ανιούσα και χωρίς σταματημό, προμηνύουν μια δυσοίωνη κατάσταση, για το διάστημα που θα ακολουθήσει.
Επιπλέον, αναφορικά με τον πρωτογενή τομέα, ως κύριο παραγωγικό τομέα της χώρας μας, βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα τάξη πραγμάτων. Οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι, λόγω της ραγδαίας αύξησης του κόστους παραγωγής, εξαιτίας της ενέργειας, των λιπασμάτων και των ζωοτροφών, τα οποία προμηθεύονται πια σε υπέρογκες τιμές, προτιμούν να μην παράγουν, καθώς δεν εξασφαλίζεται καμία κερδοφορία με τα τρέχοντα δεδομένα.
Μια δυσάρεστη εξέλιξη, πίσω από την οποία ελλοχεύουν δύο σημαντικοί κίνδυνοι. Ο ένας, αρκετά από τα προϊόντα μας να «χαθούν» από τις αγορές, οι οποίες κατακτήθηκαν, μετά από πολύ κόπο και μακροχρόνια δουλειά και ο άλλος, να πωλούνται σε τόσο υψηλές τιμές, τα λιγότερα που θα συνεχίσουν να παράγονται, ασύμφορες και «απρόσιτες» για τον καταναλωτή. Αποτέλεσμα να στραφούν οι καταναλωτές σε αντίστοιχα εισαγόμενα, υποδεέστερης ποιότητας προϊόντα.
Η οικονομική αυτή κρίση με χαρακτηριστικό την «ακρίβεια», αποτελεί κοινό πρόβλημα της Ευρώπης, ωστόσο στην Ελλάδα είναι ακόμη εντονότερο, καθώς η χώρα μας υστερεί σε αρκετούς τομείς σε παραγωγική αυτάρκεια, με αποτέλεσμα να αναγκάζεται να προβαίνει σε εισαγωγές, γεγονός που δημιουργεί εξαρτήσεις από τις χώρες – προμηθευτές της (φυσικό αέριο, πετρέλαιο, σιτηρά κ.α.).
Από την άλλη, δε βλέπουμε την Ευρώπη να ενεργοποιεί μηχανισμούς, ικανούς να στηρίξουν την κρίση αυτή και τους Ευρωπαίους πολίτες. Όπως για παράδειγμα τη δημιουργία και θέσπιση ενός «ενεργειακού ταμείου», το οποίο θα δώσει ανάσα στα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι πια πολλά τα παραδείγματα, τα οποία μπορούν να αναφερθούν, όπου αποδεικνύουν τον «ανοχύρωτο χαρακτήρα» της Ε.Ε., καθώς όλα τα μέτρα που λαμβάνονται δεν είναι μέτρα πρόληψης και αποσόβησης, αλλά μέτρα «θεραπείας», δηλαδή εκ των υστέρων κι αφού έχει προκληθεί η σχετικά βλάβη ή απώλεια.
Συγκεκριμένα:
Αυτό το βιώσαμε, κατά την οικονομική κρίση του 2010, όπου επειδή δεν υπήρχαν τα απαραίτητα χρηματοδοτικά εργαλεία στην Ευρώπη, αναγκαστήκαμε ως χώρα να προσφύγουμε στο ΔΝΤ. Όταν όμως το πρόβλημα δεν ήταν πια μόνο της χώρας αλλά και άλλων χωρών – μελών, δημιουργήθηκε η Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα και ξεκίνησε η λειτουργία του SSM.
Εν συνεχεία, με τις φυσικές καταστροφές και τις πυρκαγιές, που χρειάστηκε να αντιμετωπιστούν σε πολλές χώρες – μέλη της Ε.Ε., με τραγικές συνέπειες. Δηλαδή, να καταστραφούν εκατομμύρια στρέμματα γης καλλιεργήσιμης και μη και να χαθούν άδικα ανθρώπινες ζωές. Εκ των υστέρων, καθιερώθηκε ο ευρωπαϊκός μηχανισμός πολιτικής προστασίας RescEU , μετά από εισήγηση του νυν Προέδρου του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ Νίκου Ανδρουλάκη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, για την απόκτηση εναέριων μέσων, για τα κράτη – μέλη.
Με την υγειονομική κρίση. Αφού πρώτα «ξεσκεπάστηκαν» οι αδυναμίες των Εθνικών Συστημάτων Υγείας, ακόμη και των πιο οργανωμένων χωρών, προχώρησε η Ε..Ε. στη δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης, από τους πόρους του οποίου, ένα σημαντικό μέρος θα διατεθεί προκειμένου να στηριχτούν τα δημόσια νοσοκομεία και η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας
Με την πολεμική σύρραξη Ρωσίας – Ουκρανίας. Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και την εξέλιξη της εισβολής αυτής σε όλα τα επίπεδα, η Ε.Ε. αποφάσισε να αφυπνιστεί και να θέσει επί τάπητος «θέματα κοινής άμυνας και ασφάλειας, κοινούς αμυντικούς εξοπλισμούς, ευρωστρατός κ.α.», ζητήματα, τα οποία ο πολιτικός χώρος του ΠΑΣΟΚ και ο νυν Πρόεδρος, τα είχε θέσει εδώ και χρόνια στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καθώς επίσης και το ζήτημα του εμπάργκο όπλων, στην Τουρκία.
Όσον αφορά λοιπόν συγκεκριμένα στο θέμα της ακρίβειας στη χώρα μας, έχουμε μία κυβέρνηση, η οποία απλώς παρακολουθεί αμήχανη την τρέχουσα κατάσταση, αντί να ενεργήσει άμεσα και αποτελεσματικά, αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα στο σύνολο του.
Πρώτον, να διεκδικήσει και να καταφέρει να έχει ενεργό ρόλο, ώστε η Ε.Ε. να λάβει άμεσα δραστικά μέτρα, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η ενεργειακή κρίση. Να σταματήσει ο Πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του, να είναι θεατές των εξελίξεων.
Δεύτερον, να προχωρήσει στη λήψη μέτρων στο εσωτερικό της χώρας, για την ανάσχεση της ακρίβειας. Να υιοθετήσει τις θέσεις του ΠΑΣΟΚ, οι οποίες έχουν κατατεθεί εδώ και καιρό. Όπως:
Αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751,00€
Μείωση των ασφαλιστικών εισφορών της τάξης του 2% στις επιχειρήσεις, για το 2022.
Μείωση του ΦΠΑ στα βασικά αγαθά διατροφής, για το πρώτο εξάμηνο του 2022.
Μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στα καύσιμα, μέχρι το τέλος του 2022.
Νέο ΕΚΑΣ για 350.000 χαμηλοσυνταξιούχους.
Να μην είναι τα ποσά των λοιπών χρεώσεων, στους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος, μεγαλύτερα από τα ποσά που αναλογούν στην αξία του ρεύματος.
Εντατικοποίηση των ελέγχων στην αγορά για την αποφυγή φαινομένων αισχροκέρδειας.
Συγκεκριμένα τώρα, όσον αφορά τα καίρια θέματα του αγροτικού κόσμου:
Η κάλυψη της Ρήτρας Αναπροσαρμογής σε ποσοστό 80%, που εξήγγειλε η κυβέρνηση για το τελευταίο τρίμηνο του 2021, να ισχύσει και για το πρώτο εξάμηνο του 2022.
Η επιδότηση της τάξεως του 7%, που εξήγγειλε η κυβέρνηση, επί του κύκλου εργασιών για το πρώτο τρίμηνο του 2022, δεν είναι ένα μέτρο εξίσου επωφελές και δίκαιο για όλους τους παραγωγούς, καθώς η πώληση των προϊόντων όπως το ελαιόλαδο, το αρνί, η σταφίδα, δεν έχουν την ίδια χρονική περίοδο αυξημένη ζήτηση, ούτε όμως και την ίδια περίοδο παραγωγής κατά τη διάρκεια του έτους. Επομένως, η ορθή εφαρμογή του μέτρου είναι η ποσοστιαία επιδότηση επί των παραστατικών αγορών και εξόδων. Προκειμένου να ωφεληθούν όλοι οι κατ’ επάγγελμα αγρότες και να στηριχτούν στην πράξη και ουσιαστικά.
Υπάρχει λοιπόν η δυνατότητα δημοσιονομικά, η κυβέρνηση να λάβει αυτά τα μέτρα, είναι ένα εύλογο ερώτημα.
Κι όμως είναι εφικτό για τους εξής λόγους:
Ως γνωστόν, η ακρίβεια επιφέρει τη μείωση της αγοραστικής δύναμης και της κατανάλωσης, άρα και των κρατικών εσόδων, μέσω του ΦΠΑ και των λοιπών φόρων.
Επιπλέον είναι θέμα πολιτικής επιλογής και προτεραιότητας της εκάστοτε κυβέρνησης να ακολουθεί μια δημοσιονομική πολιτική, η οποία θα στηρίζει και θα προστατεύει τα νοικοκυριά, τους αγρότες και τις επιχειρήσεις σε περιόδους κρίσης.
Γιατί εν κατακλείδι είναι θέμα πολιτικής επιλογής των κυβερνόντων:
Τα κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης, τα οποία θα διατεθούν προκειμένου να αντιμετωπιστεί η ενεργειακή κρίση, να μη δοθούν από την κυβέρνηση, στις μεγάλες εταιρείες. Αλλά, με τα χρήματα αυτά να γίνουν έργα τέτοια σε όλη την επικράτεια, ώστε να συνδράμουν στην παραγωγή ενέργειας, με φωτοβολταϊκά στις στέγες, ενεργειακές κοινότητες, ώστε ο κάθε καταναλωτής, να παράγει το ρεύμα, που καταναλώνει. Αυτό να ισχύσει και για τους αγρότες, για να μειωθεί σημαντικά το κόστος παραγωγής.
Η κυβέρνηση επέλεξε να αυξήσει το αφορολόγητο των γονικών παροχών από τις 150.000 ευρώ σε 800.000 ευρώ, ευνοώντας και με το μέτρο αυτό, ξανά τους εύπορους πολίτες.
Η κυβέρνηση επέλεξε να μειώσει τον ΕΝΦΙΑ, προς όφελος ξανά των «μεγάλων» ιδιοκτητών.
Η κυβέρνηση επέλεξε να προσλάβει 1000 ειδικούς αστυνομικούς για τα πανεπιστήμια, ενώ το σώμα διαθέτει 45.000 εν ενεργεία αστυνομικούς, τους περισσότερους κατ’ κεφαλήν, σε όλη την Ευρώπη.
Η κυβέρνηση επέλεξε να δώσει 2 δις ευρώ στους παρόχους ενέργειας, ενώ μέχρι τώρα δεν έχουν δοθεί αντίστοιχα κονδύλια για την υποστήριξη των νοικοκυριών. Το βάρος της ενεργειακής κρίσης θα έπρεπε να στηριχτεί, τόσο από το κράτος και τους καταναλωτές, όσο όμως και από τους παρόχους κι όχι να βγουν αυτοί μόνο «αλώβητοι» οικονομικά από την ενεργειακή αυτή κρίση.
Εν κατακλείδι, ο κύριος Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του, είχαν και έχουν επιλογές, ώστε να πάρουν δραστικά μέτρα για την ανακούφιση των πολιτών. Επιπλέον τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης να δοθούν στην πραγματική οικονομία, σε αναπτυξιακές επενδύσεις, ώστε να αποκτήσει το κράτος και οι επόμενες γενιές «μια ανθεκτικότητα».
Γιατί σίγουρα θα έρθει το πλήρωμα του χρόνου, που θα πρέπει να επιστρέψουμε ως χώρα, τα χρήματα αυτά, που ωστόσο δε χρησιμοποιήθηκαν σωστά και με την ακρίβεια, να συνεχίζει να μας πιέζει, περνώντας έτσι το 4ο και πιο δυσβάστακτο Μνημόνιο, που θα έχει την υπογραφή του Κυριάκου Μητσοτάκη ως Πρωθυπουργού.
Σταύρος Τζεδάκης
Περιφερειακός Σύμβουλος Π.Ε. Ηρακλείου
& Μέλος της Κ.Π.Ε. του ΚΙΝΑΛ – ΠΑΣΟΚ