Αποκαλυπτικά είναι τα ευρήματα της έρευνας για την έμφυλη βία, που διενήργησε η Eurostat σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.
Στη χώρα μας, η έρευνα με τίτλο «Έμφυλη βία κατά των γυναικών και άλλες μορφές διαπροσωπικής βίας στην Ελλάδα» πραγματοποιήθηκε από τον Ιανουάριο του 2021 έως τον Απρίλιο του 2023 σε δείγμα σχεδόν 12.000 γυναικών, ηλικίας 18-74 ετών, από το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ).
Σε ό,τι αφορά το προφίλ όσων συμμετείχαν, η πλειονότητα των γυναικών του δείγματος ζουν ή ζούσαν με ένα σύντροφο, ενώ περίπου το ένα τέταρτο δεν έχει παντρευτεί ή συνάψει σύμφωνο συμβίωσης ποτέ.
Αξιοσημείωτο είναι πως το 90,1% των γυναικών που συμμετείχαν στην έρευνα πιστεύει ότι η άσκηση οποιασδήποτε μορφής βίας κατά των γυναικών από στενό/ή
σύντροφο στην Ελλάδα σήμερα είναι αρκετά ή πολύ συχνή.
Με άλλα λόγια, είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη η αντίληψη μεταξύ των ερωτώμενων ηλικίας 18-74 ετών ότι υπάρχει έντονη ενδοσυντροφική βία κατά των γυναικών στη χώρα μας.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει, επίσης, η αποτύπωση των πραγματικών διαστάσεων του φαινομένου, δηλαδή του ποσοστού των γυναικών οι οποίες έχουν υποστεί κάποιας μορφής βία κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής τους από οποιονδήποτε δράστη.
Σχεδόν μία στις 3 γυναίκες υπέστησαν σωματική βία
Ειδικότερα, 29,6% των γυναικών δηλώνουν ότι έχουν υποστεί σωματική βία, 18,1% δηλώνει ότι έχει υποστεί σεξουαλική βία και 36,5% σωματική ή σεξουαλική βία από οποιοδήποτε δράστη/ δράστιδα. Η ψυχολογική βία, η οποία ασκείται μόνο σε στενές σχέσεις συντρόφων, εμφανίζεται ως η πιο συχνή μορφή βίας που δηλώνουν ότι
υφίστανται οι γυναίκες σε ποσοστό 40,4%.
Σύμφωνα με τη μεθοδολογία της έρευνας, η ψυχολογική βία περιλαμβάνει συμπεριφορές που παραπέμπουν σε πράξεις συναισθηματικής κακοποίησης και ελεγκτικής συμπεριφοράς (ενδεικτικά αναφέρεται η υποτίμηση και ταπείνωση, απαγόρευση επαφής με φίλους, γονείς ή συγγενείς, απειλή κακοποίησης των παιδιών ή στέρησης των γονεϊκών δικαιωμάτων, κ.λπ.) και ασκείται κυρίως από τον στενό/ τη στενή σύντροφο.
Τα στοιχεία της έρευνας αποκαλύπτουν ότι, από το σύνολο των γυναικών του δείγματος που έχουν ή είχαν στο παρελθόν στενό/ή σύντροφο, το 40,42% δηλώνει ότι έχει υποστεί ψυχολογική βία κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής του, με το ποσοστό για τις νέες γυναίκες ηλικίας 18-29 ετών να ξεπερνά το 48% και το ποσοστό των γυναικών που ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα 30-44 ετών να ξεπερνά το 45%.
Όσο η ηλικία των γυναικών αυξάνει παρατηρείται μείωση του αντίστοιχου ποσοστού, αλλά σχεδόν μία στις τρεις γυναίκες ηλικίας 65-74 ετών (31,27%) δηλώνει ότι έχει υποστεί ψυχολογική βία.
Σχεδόν μία στις 3 γυναίκες υπέστησαν σωματική βία
Το 29,58% των γυναικών ηλικίας, 18-74 ετών που συμμετείχαν στην έρευνα, δηλώνουν ότι έχουν υποστεί σωματική βία κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής τους, από οποιονδήποτε δράστη, δηλαδή ανεξάρτητα από το ποιος είναι/ήταν ο δράστης και ποια είναι/ήταν η σχέση τους μαζί του/της.
Συχνότατατη η σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία
Επισημαίνεται, ότι η αναφορά σε «οποιονδήποτε δράστη» περιλαμβάνει όλους τους δράστες ανεξαρτήτως φύλου, συντροφικής ή συγγενικής σχέσης, γνωριμίας ή συνεργασίας. Αυτού του είδους η βία φαίνεται να καταγράφεται πιο συχνά στην ηλικιακή ομάδα 30-44 ετών (34,47%), ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στις ηλικίες 65 έως 74 ετών μειώνεται αισθητά, σχεδόν κατά το ήμισυ (18,87%).
Δύο στις τρεις υπέστησαν σεξουαλική βία
Επιπρόσθετα, 23,49% των γυναικών ηλικίας 18-29 ετών και περίπου 2 στις 10 γυναίκες ηλικίας 30-44 ετών δηλώνουν ότι έχουν υποστεί σεξουαλική βία, η οποία αφορά
στην ανεπιθύμητη σεξουαλική συμπεριφορά που επιβάλλεται συμπεριλαμβανομένου του βιασμού και της απόπειρας βιασμού.
Κάνοντας αναγωγή στο σύνολο του πληθυσμού των γυναικών, προκύπτει ότι το συνολικό ποσοστό των γυναικών του δείγματος που έχει υποστεί σεξουαλική βία (18,09%) αντιστοιχεί σε περίπου 683.000 γυναίκες.
Συχνότατατη και η σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία
Περισσότερες από 2 στις 5 γυναίκες που συμμετείχαν στην έρευνα (42,6%) και εργάζονται ή είχαν εργαστεί στο παρελθόν φέρονται να έχουν υποστεί σεξουαλική
παρενόχληση στην εργασία τους τουλάχιστον μια φορά κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου.
Σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία δήλωσε το 54,6% των γυναικών 18-29 ετών, οι μισές γυναίκες ηλικίας 30-44 ετών (49,5%) ενώ οι γυναίκες ηλικίας 65-74 ετών έχουν υποστεί τέτοια μορφή βίας σε ποσοστό 27,8%.
Όπως προκύπτει από την έρευνα, το επίμονο ή απρεπές «κοίταγμα», τα απρεπή αστεία σεξουαλικού περιεχομένου ή οι προσβλητικές παρατηρήσεις για το σώμα
είναι οι μορφές σεξουαλικής παρενόχλησης που συγκέντρωσαν τα μεγαλύτερα ποσοστά (34,2% και 26,5% αντίστοιχα).
Η Αττική «πρωταθλήτρια» της έμφυλης βίας
Αυθαίρετη φυσική επαφή σε κάποιο σημείο του σώματος και απρεπείς προτάσεις για ραντεβού που έκαναν τις ερωτώμενες να νιώσουν προσβεβλημένες ή φοβισμένες βίωσε το 18,3% και το 17,3% των γυναικών αντίστοιχα.
Θύματα «stalking» οι νεότερες γυναίκες
Με βάση τα ευρήματα, επίσης, 26,1% των γυναικών έχουν βιώσει κάποια μορφή μη εμφανούς παρακολούθησης ή παρενόχλησης (stalking) κατά τη διάρκεια
της ενήλικης ζωής τους, δηλαδή έχουν βιώσει εσκεμμένη επαναλαμβανόμενη απειλητική συμπεριφορά εναντίον τους βιώνοντας φόβο για την ασφάλειά τους.
Πρόκειται για μία μορφή βίας που βιώνουν συχνότερα οι γυναίκες που ανήκουν στις νεότερες ηλικιακές ομάδες σε σχέση με τις μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες, δηλαδή
35,2% για τις γυναίκες ηλικίας έως 29 ετών και 15,3% αντίστοιχα για τις γυναίκες 65-74 ετών.
Επιπρόσθετα, σε ποσοστό 23,8%, οι γυναίκες ηλικίας 45-64 ετών δηλώνουν ότι έχουν βιώσει τουλάχιστον μία φορά εσκεμμένη επαναλαμβανόμενη απειλητική
συμπεριφορά εναντίον τους νιώθοντας φόβο για την ασφάλειά τους.
Η Αττική «πρωταθλήτρια» της έμφυλης βίας
Όσον αφορά την περιοχή κατοικίας των ερωτώμενων γυναικών και παρά τις διαφοροποιήσεις ανά Περιφέρεια, σωματική ή σεξουαλική βία δηλώνουν
ότι έχουν υποστεί γυναίκες που κατοικούν σε όλες τις περιφέρειας της χώρας.
Ειδικότερα, ωστόσο, από το σύνολο των γυναικών του δείγματος που κατοικούν στην Αττική, μία στις δύο γυναίκες δηλώνει ότι έχει υποστεί σωματική ή σεξουαλική βία, ενώ υψηλά ποσοστά δηλώνονται και από τις γυναίκες που κατοικούν στην Κρήτη (46,6%), στην Κεντρική Μακεδονία και τη Δυτική Ελλάδα (34,4%) αλλά και
στα Ιόνια Νησιά (31,2%).
Τα σχόλια είναι κλειστά.