Ο Κώστας Σημίτης, ο οποίος συνέδεσε ολόκληρη την πολιτική του πορεία με τη διασφάλιση της θέσης της Ελλάδας στον πυρήνα της ΕΕ, αναλύει, μιλώντας στο «Βήμα της Κυριακής», το ταραχώδες κοινωνικό και πολιτικό σκηνικό στην Ευρώπη.
Υποστηρίζει την ανάγκη διαμόρφωσης μιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής που να ταιριάζει στις σύγχρονες συνθήκες υπέρβασης των συνόρων και να ανταποκρίνεται ταυτόχρονα στις ανάγκες και στις ιδιαιτερότητες των πληθυσμών της Ενωσης – όχι την επανάκτηση από κάθε χώρα της χαμένης αυτονομίας της.
«Η ευρωπαϊκή ενοποίηση είναι αποδεκτή και στηρίζεται από την πλειοψηφία. Η δραστηριοποίηση των μειοψηφιών δεν σημαίνει ότι θα μετατραπούν σε πλειοψηφία» υποστηρίζει.
Ο πρώην πρωθυπουργός κρατά σαφείς αποστάσεις από τον ισχυρισμό της κυβέρνησης ότι η μεταμνημονιακή εποχή ξεκίνησε με τη χώρα απαλλαγμένη από τις δεσμεύσεις της προηγούμενης περιόδου.
«Στην Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρείται βέβαιο ότι η Ελλάδα μετά το 2018 θα προσφύγει γρήγορα στον δανεισμό από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM). Αναπόφευκτη συνέπεια θα είναι η επιβολή νέων όρων στην οικονομική πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης» προβλέπει.
Σχετικά με το κλίμα σκανδαλολογίας που δηλητηριάζει την πολιτική ζωή, επιμένει στην άποψή του ότι «η διαφθορά είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο» και υπενθυμίζει στην κυβέρνηση το ρητό του Σόλωνα «μηδένα προ του τέλους μακάριζε». Αναφέρεται επίσης στις υποθέσεις σκανδάλων που αφορούν την περίοδο της δικής του πρωθυπουργίας.
«Πολιτική ευθύνη», τονίζει, θα υπήρχε αν είχαν γίνει γνωστές παρανομίες και δεν τους έδωσα καμία συνέχεια. Κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας μου δεν υπήρξε οποιαδήποτε πληροφόρηση ή στοιχείο για την ύπαρξη παράνομων δραστηριοτήτων.(…)
Ημουν και είμαι αντίθετος με την άποψη ότι οι υπουργοί θα πρέπει να παρακολουθούνται από μυστικές υπηρεσίες, ώστε ο πρωθυπουργός να γνωρίζει τι συμβαίνει.
Τέτοιες πρακτικές δεν συμβιβάζονται με το ήθος, το οποίο είναι επιβεβλημένο σε μια δημοκρατική διακυβέρνηση.