Ήταν Δευτέρα πρωί. Νωρίς το πρωί. Είχα πάει στο κέντρο της Λευκωσίας για να κάνω πρόβα στο ράφτη μου.
Μετά πήρα το αυτοκίνητο μου, και προχώρησα προς το Προεδρικό Μέγαρο. Μετά την πλατεία Ελευθερίας είδα κόσμο
να βγαίνει από τα καταστήματα και να κοιτάζει προς το προεδρικό από όπου ακούγονταν συνεχείς πυροβολισμοί.
Σταμάτησα το αυτοκίνητο και ρώτησα τι γινόταν. «Κάνουν πραξικόπημα μέρα μεσημέρι», ήταν η απάντηση που πήρα.
Το ΡΙΚ μετέδιδε εμβατήρια και ανακοινώσεις των πραξικοπηματιών, ενώ στις 10 το πρωί ανακοινώθηκε από τα ραδιόφωνα ότι ο Μακάριος ήταν νεκρός. Μας έπιασε πανικός. Στις 3 το μεσημέρι ακούστηκε η φωνή του Μακαρίου από το ραδιοσταθμό της Πάφου. Ανακουφιστήκαμε.
Τη δεύτερη μέρα άρχισαν οι συλλήψεις. Συλλήψεις αριστερών και προοδευτικών.
Περίμενα κι εγώ τη σύλληψη μου από τους πραξικοπηματίες. Άλλωστε ήμουν γνωστός ως «Τούρκος και αριστερός»». Η διήγηση ανήκει στον τουρκοκύπριο δημοσιογράφο
και συγγραφέα, Ιμπραήμ Αζίζ. Είναι μια ιστορία που δεν διαφέρει πολύ από αυτή άλλων τουρκοκύπριων που έζησαν το πραξικόπημα.
Όλοι ελληνοκύπριοι και τουρκοκύπριοι αριστεροί και προοδευτικοί άνθρωποι διηγούνται την δική τους ιστορία φόβου και ανησυχίας
τις μέρες του πραξικοπήματος. Όσοι ήταν φαντάροι μιλάνε για εγκλεισμό τους σε καθεστώς απομόνωσης τις μέρες του πραξικοπήματος…
Ιστορίες τρομοκρατίας και φρίκης. Ιστορίες τραυματισμού εγκύων τουρκοκυπρίων στην κοιλιά για να εξοντωθεί το βρέφος, δολοφονίες εν ψυχρώ, βασανισμοί προοδευτικών. Ιστορίες ενός εμφυλίου, που ξεκίνησε επί της ουσίας όχι το 1974 αλλά με
την ίδρυση της ΕΟΚΑ Β και της ΤΜΤ. Εθνικιστικές παραστρατιωτικές οργανώσεις ελληνοκύπριων και τουρκοκύπριων.
Ιστορίες ενός εμφυλίου που εξυπηρέτησε τα συμφέροντα που σχεδίαζαν την διχοτόμηση της Κύπρου, επί σειρά δεκαετιών. Ιστορίες που όσοι τις
διηγούνται, πάντα θυμώνουν. Η ανάσα τους γίνεται γρήγορη, οι γροθιές και τα χείλη σφίγγουν. Ιστορίες που καταλήγουν, πάντα το ίδιο: «αν δεν ήταν αυτοί θα ήμασταν ακόμα σπίτι μας». Ιστορίες που μέχρι και σήμερα διατηρούν τις μνήμες στην
κοινωνία καθώς οι πληγές παραμένουν ανοιχτές και τα συρματοπλέγματα πάντα θυμίζουν την τραγωδία… Με θύματα τους ελληνοκύπριους και τους τουρκοκύπριους.
Ποιοι το οργάνωσαν
Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 στην Κύπρο οργανώθηκε και υλοποιήθηκε από την Εθνική Φρουρά της Κύπρου, την ΕΛΔΥΚ και την ΕΟΚΑ Β΄, με εντολή της Χούντας των Αθηνών και στόχο την ανατροπή του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπου Μακάριου Γ’, προκειμένου όπως ισχυρίζονταν να ακολουθήσει η ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα.
Το πραξικόπημα δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Ακολούθησε μία μακρά περίοδο αστάθειας στην Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία από
την ίδρυση της το 1960 και μετά έζησε σειρά διακοινοτικών συγκρούσεων. Άλλωστε από τις συγκρούσεις του 1963 οι Τουρκοκύπριοι μετακινήθηκαν σε θύλακες με την ένταση στο νησί και να αυξάνεται και τα θεμέλια της διχοτόμησης να γίνονται ορατά.
Το πραξικόπημα έγινε στις 08:15 το πρωί όταν δύο ισχυρές φάλαγγες αρμάτων εξήλθαν στο οδικό δίκτυο, η μία από το στρατόπεδο Κοκκινοτριμυθιάς, που αποτελούταν από όλα τα άρματα της Κυπριακής Εθνοφρουράς, περίπου 35 ρωσικής προέλευσης τύπου Τ-34, και με δύναμη 300 ανδρών, με κύριο σκοπό την εξουδετέρωση της Προεδρικής Φρουράς, (δύναμη 150 ανδρών), δίπλα στο Προεδρικό Μέγαρο και η δεύτερη φάλαγγα από το στρατόπεδο Καποτά (Παλλουριώτισσα) με κάποια λίγα άρματα βρετανικής προέλευσης τύπου ΜΗ και 20 οχήματα που μετέφεραν μονάδα ΛΟΚ (32 ΜΚ και ένα λόχο της 31 ΜΚ) περίπου 300 ανδρών με σκοπό την εξουδετέρωση του αστυνομικού Εφεδρικού Σώματος που έδρευε περίπου 1 χλμ. μακρύτερα του Προεδρικού Μεγάρου.
Στη συνέχεια οι δύο φάλαγγες θα συνέκλιναν και περικυκλώνοντας θα πυρπολούσαν κανονιοβολώντας το Μέγαρο της Προεδρίας.
Τελικά οι δυνάμεις που έλαβαν μέρος ήταν η 31η και η 33η μοίρες καταδρομών, η ύλη αρμάτων της 21ης επιλαρχίας μέσων αρμάτων και της 23ης επιλαρχίας αναγνώρισης , 2 τάγματα πεζικού από την Κερύνεια και 2 λόχοι της ΕΛΔΥΚ. Διοικητής των αρμάτων της 21ης ήταν ο επίλαρχος Κορκόντζελος, της 23ης ο αντισυνταγματάρχης Λαμπρινός, ενώ των καταδρομών ο ταγματάρχης Δαμασκηνός.
Κανονιοβολισμοί
Ο Μακάριος φθάνοντας στο γραφείο του περί τις 08:15 δέχθηκε μια σχολική αντιπροσωπεία από την Αίγυπτο που τον περίμενε και
ήταν τη στιγμή της προσφώνησης εκ μέρους του συνοδού καθηγητή από χειρογράφου, που ακούστηκαν οι πρώτοι υπόκωφοι κανονιοβολισμοί.
Ο Μακάριος καθησυχάζοντας τον καθηγητή τον παρότρυνε να συνεχίσει. Όταν και πάλι ακούστηκαν δυνατότεροι οι κανονιοβολισμοί που προέρχονταν από το στρατόπεδο του Εφεδρικού Σώματος, που υπερασπιζόταν ο ταγματάρχης Πανταζής και όλοι έδειχναν ανήσυχοι, ο Μακάριος επανέλαβε ατάραχος «συνέχισε παιδί μου». Τη στιγμή όμως εκείνη εισόρμησαν στην αίθουσα υποδοχής ο υπασπιστής του
Μακαρίου με τον διοικητή της Προεδρικής Φρουράς, (ανεψιό του Μακαρίου) προειδοποιώντας τον για την επίθεση και παροτρύνοντάς
τον να φύγει.
Ο Μακάριος φορώντας πολιτικά και τραγιάσκα διαφεύγει από την πίσω πόρτα και φτάνει μέσα από ένα ξεροπόταμο σε δημόσιο δρόμο.
Εκείνη τη στιγμή που βάλλεται και πυρπολείται το προεδρικό μέγαρο, φθάνει απόσπασμα του Εφεδρικού που σπεύδει να προστατέψει
τον Μακάριο. Τελικά αστυνομικό όχημα ακολουθώντας αγροτικούς δρόμους μεταφέρει τον Πρόεδρο με ασφάλεια σε ένα μοναστήρι, στο όρος Τρόοδος. Εκεί ο Πρόεδρος ακούει τον ραδιοφωνικό σταθμό της Λευκωσίας, που ήδη είχε περιέλθει στους πραξικοπηματίες, να επαναλαμβάνει το θάνατό του.
Στις 11:00 ο ταξίαρχος Γεωργίτσης ενημερώνει τον ομόβαθμό του Ιωαννίδη στον ειδικό θάλαμο επιχειρήσεων του τότε Πενταγώνου (στην Αθήνα), που παρακολουθεί την εξέλιξη μαζί με τους αρχηγούς των Όπλων ότι η επιχείρηση τελείωσε με επιτυχία.
Στις 13:00 ο Μακάριος ακολουθώντας άλλη διαδρομή εγκαταλείπει το Τρόοδος φορά ράσα και κατευθύνεται στην Πάφο όπου
μπαίνοντας στον εκεί καθεδρικό ναό, μέσα από ένα πλήθος που παραληρούσε βλέποντάς τον, με γεμάτη πάθος φωνή αναγγέλλει
προ του μικροφώνου του εκεί ραδιοφωνικού σταθμού:
«Ελληνοκυπριακέ λαέ.
Η φωνή, που ακούτε, σάς είναι γνωστή. Γνωρίζετε ποιος σάς ομιλεί. Είμαι ο Μακάριος. Είμαι αυτός, που εκλέξατε αρχηγό σας.
Είμαι συμπολεμιστής και ηγήτοράς σας στον κοινό αγώνα. Το πραξικόπημα της χούντας απέτυχε. Ήμουν ο στόχος. Και όσο είμαι ζωντανός, η χούντα στην Κύπρο δεν θα περάσει.
Ο λαός της Κύπρου δεν ανέχεται πραξικοπήματα και δικτάτορες. Η χούντα χρησιμοποίησε τανκς και τεθωρακισμένα, για να πετύχει το πραξικόπημά της. Αλλά η αντίσταση της προεδρικής φρουράς σταμάτησε τα τανκς και τα τεθωρακισμένα. Το μοναδικό κατόρθωμα της χούντας ήταν να κυριεύσει το σταθμό Ραδιοφωνίας, ώστε να μεταδώσει ανακρίβειες και να μιλήσει για αλλαγή κυβέρνησης.
Μην υπακούετε καμία οδηγία ή διαταγές, που μεταδίδει η χούντα από το σταθμό αυτό.
Ελληνικέ λαέ της Κύπρου,
Η χούντα αποφάσισε να καταστρέψει την Κύπρο, να τη διχοτομήσει, αλλά δεν θα το επιτύχει. Αντισταθείτε στη χούντα με κάθε τρόπο.
Μη φοβάστε, δείξτε καθαρά τη θέση σας και την απόφασή σας να αντισταθείτε, να πολεμήσετε.
Καταταγείτε όλοι σας στις νόμιμες δυνάμεις του κράτους. Η χούντα δεν πρέπει να περάσει και δεν θα περάσει.
Ο αγώνας είναι ιερός και η νίκη είναι δική μας.
Ζήτω η ελευθερία, ζήτω ο ελληνοκυπριακός λαός, ζήτω το έθνος.»
Τότε πρόεδρος τοποθετηκε ο Νίκος Σαμψών όπου ανακύρηξε την «Ελληνική Δημοκρατία της Κύπρου».
Το ίδιο απόγευμα φαινόταν ότι το πραξικόπημα είχε τελικά επικρατήσει με απολογισμό 91 νεκρούς και 250 τραυματίες.
Ο Μακάριος μέσω Μάλτας και Λονδίνου έφτασε στην Νέα Υόρκη, όπου στις 19 Ιουλίου έλαβε μέρος στην σύσκεψη του Συμβουλίου Ασφαλείας
του ΟΗΕ, όπου καταγγειλε την Χούντα των Αθηνών για εισβολή. Στις 20 Ιουλίου, η Τουρκία επικαλούμενη το άρθρο 4 της συνθήκης Εγγυήσεων, εισέβαλε στην Κύπρο. Στις 23 Ιουλίου ο Νίκος Σαμψών προ της διαφαινόμενης κατάρρευσης παραιτήθηκε, όπως
και το στρατιωτικό καθεστώς στην Ελλάδα.
Ωστόσο η τραγωδία είχε ήδη ξεκινήσει…
Με τον Ατίλλα ΙΙ, τον Αύγουστο του ιδίου έτους, η Τουρκία κατέλαβε το 36% των εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας και εκτόπισε
180 χιλιάδες Κύπριους, ενώ άλλες 20 χιλιάδες παρέμειναν εγκλωβισμένοι. Συνολικά σκοτώθηκαν περίπου 3 χιλιάδες ελληνοκύπριοι.
Ο Μακάριος γύρισε τον Δεκέμβριο του 1974, έδωσε χάρη στους πραξικοπηματίες και στα μέλη της ΕΟΚΑ Β, που γύρω στις 5.000 ενεργοί.
Από τον Αύγου του 1974 μέχρι σήμερα συνεχίζονται συνομιλίες για ειρηνική και δίκαιη επίλυση του Κυπριακού ενώ κάθε χρόνος
που περνάει μας φέρνει πιο κοντά στη διχοτόμηση και τα τετελεσμένα της κατοχής.