Περιβάλλον :Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος: μεγάλη μείωση της γεωργίας στη Ν. Ευρώπη λόγω κλιματικής αλλαγής
Η γεωργία και η κτηνοτροφία θα υποστούν μεγάλη μείωση και ενδέχεται να εγκαταλειφθούν σε ορισμένες περιοχές της νότιας Ευρώπης και της Μεσογείου λόγω των αυξημένων αρνητικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, σύμφωνα με έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος (ΕΟΠ) που δημοσιεύθηκε στις αρχές Σεπτέμβρη 2019.
Η νέα μελέτη του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος αναφέρει ότι η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή πρέπει να είναι προτεραιότητα της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής της ΕΕ για να βελτιώσει την αντοχή της γεωργίας στα ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως ξηρασία, καύσωνες και πλημμύρες. Προτείνει, επίσης, στα κράτη μέλη της ΕΕ να δώσουν μεγαλύτερη προτεραιότητα στην προσαρμογή στον γεωργικό τομέα, για παράδειγμα αυξάνοντας τη χρηματοδότηση των μέτρων προσαρμογής μέσω της εφαρμογής της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής.Νέα ακραία καιρικά φαινόμενα καταγράφονται σε όλο τον κόσμο ως συνέπεια της ραγδαίας αλλαγής του κλίματος και οι δυσμενείς επιπτώσεις αυτής της αλλαγής επηρεάζουν ήδη τη γεωργική παραγωγή στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στο νότο, σύμφωνα με την έκθεση. Οι ακραίες καιρικές συνθήκες, συμπεριλαμβανομένων των πρόσφατων κυμάτων καύσωνα σε πολλές περιοχές της ΕΕ, προκαλούν ήδη οικονομικές ζημίες στους αγρότες και στον γεωργικό τομέα της ΕΕ.
Η έκθεση εξετάζει τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η γεωργία στην ΕΕ από την αλλαγή του κλίματος καθώς και τις προοπτικές για τα επόμενα χρόνια. Παρέχει, επίσης, μια επισκόπηση του τρόπου με τον οποίο οι πολιτικές και τα προγράμματα της ΕΕ αντιμετωπίζουν την προσαρμογή στην αλλαγή του κλίματος, ενώ περιλαμβάνει και παραδείγματα εφικτών και επιτυχημένων δράσεων προσαρμογής στα νέα κλιματικά δεδομένα.
Η αλλαγή του κλίματος έχει οδηγήσει ήδη σε φτωχότερες συγκομιδές και υψηλότερο κόστος παραγωγής, επηρεάζοντας την τιμή, την ποσότητα και την ποιότητα των γεωργικών προϊόντων σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης. Η κλιματική αλλαγή έχει διαφορετικές επιπτώσεις στην γεωργία ανάλογα με την κλιματική ζώνη. Για παράδειγμα, η κλιματική αλλαγή αναμένεται να βελτιώσει τις συνθήκες καλλιέργειας σε περιοχές της βόρειας Ευρώπης (πιο θερμό κλίμα, για παράδειγμα), αλλά αυτές οι “θετικές” επιπτώσεις θα αντισταθμιστούν από την αύξηση των ακραίων φαινομένων που επηρεάζουν αρνητικά τον τομέα. Στη νότια Ευρώπη θα συμβεί το αντίθετο, θα πληγεί δηλαδή η ίδια η παραγωγικότητα των καλλιεργειών. Σύμφωνα με προβλέψεις που βασίζονται στο δυσμενές σενάριο εκπομπών αερίων που αλλάζουν το κλίμα, οι αποδόσεις μη αρδευόμενων καλλιεργειών όπως το σιτάρι, το καλαμπόκι και τα ζαχαρότευτλα αναμένεται να μειωθούν στη Νότια Ευρώπη κατά 50%, έως το 2050. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντική πτώση του γεωργικού εισοδήματος μέχρι το 2050, με μεγάλες περιφερειακές διακυμάνσεις.
Σε ένα παρόμοιο σενάριο, η αξία των γεωργικών εκτάσεων προβλέπεται να μειωθεί σε περιοχές της νότιας Ευρώπης περισσότερο και από 80% έως το 2100, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε εγκατάλειψη της (καλλιέργειας της) γης. Επηρεάζονται, επίσης, τα πρότυπα εμπορίου, τα οποία με τη σειρά τους επηρεάζουν το γεωργικό εισόδημα. Ενώ η επισιτιστική ασφάλεια δεν κινδυνεύει στην ΕΕ, η αυξημένη ζήτηση τροφίμων σε παγκόσμιο επίπεδο θα μπορούσε να ασκήσει πίεση στις τιμές των τροφίμων τις επόμενες δεκαετίες, σύμφωνα με την έκθεση.
“Παρά την πρόοδο, πρέπει να γίνουν πολύ περισσότερα για την προσαρμογή από τον ίδιο τον τομέα και ιδιαίτερα σε επίπεδο γεωργικών εκμεταλλεύσεων, ενώ οι μελλοντικές πολιτικές της ΕΕ πρέπει να σχεδιαστούν έτσι ώστε να διευκολυνθεί και να επιταχυνθεί η μετάβαση (transition) στον τομέα αυτό”, δήλωσε ο Hans Bruyninckx, εκτελεστικός διευθυντής του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος.
Οι περισσότερες από τις χώρες μέλη που εκπροσωπούνται του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος έχουν υιοθετήσει “εθνικές στρατηγικές προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή”. Ενώ όλες αυτές οι στρατηγικές περιλαμβάνουν τη γεωργία ως τομέα προτεραιότητας, μόνο ένας περιορισμένος αριθμός χωρών περιλάβει μέτρα προσαρμογής ειδικά για τον γεωργικό τομέα.
Η ευρωπαϊκή “στρατηγική προσαρμογής” αποτελεί βασική κινητήρια δύναμη των δράσεων προσαρμογής στην Ευρώπη. Ένας από τους στόχους της είναι να ενσωματώσει την “προσαρμογή” σε διάφορες πολιτικές της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ). Ωστόσο, η προσαρμογή σε επίπεδο γεωργικής εκμετάλλευσης συχνά δεν προχωράει λόγω έλλειψης χρηματοδότησης, στήριξης της πολιτικής για την προσαρμογή, θεσμικής αδυναμίας και δυσκολίας πρόσβασης στην “τεχνογνωσία προσαρμογής”, πώς δηλαδή θα προσαρμοστεί μια γεωργική εκμετάλλευση στα νέα κλιματικά δεδομένα. Η έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος (ΕΟΠ) υπογραμμίζει ότι απαιτείται περισσότερη γνώση, καινοτομία και ευαισθητοποίηση προκειμένου να βελτιωθεί η αποτελεσματική χρήση των ήδη διαθέσιμων μέτρων προσαρμογής, όπως η εισαγωγή “προσαρμοσμένων καλλιεργειών”, οι βελτιωμένες τεχνικές άρδευσης, τα περιθώρια οικονομικής απόδοσης και η αγρο-δασοκομία, η διαφοροποίηση των καλλιεργειών κ.ά.
Αυτές οι πρακτικές προσαρμογής θα πρέπει, όμως, να οδηγούν και σε μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και ατμοσφαιρικών ρύπων, σε καλύτερη διαχείριση του εδάφους, των χερσαίων και των υδάτινων πόρων, γεγονός που με τη σειρά του θα συμβάλει στη διατήρηση των τοπικών οικοσυστημάτων και της βιοποικιλότητας.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η γεωργία δεν υποφέρει μόνο από, αλλά και συμβάλλει στην αλλαγή του κλίματος. Ενώ ήδη στη χώρα μας οι γεωργοί ζητάνε αποζημιώσεις για τις καταστροφές που έχουν υποστεί από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, ελάχιστα έχουν γίνει για να μειωθεί η συνεισφορά της γεωργίας και κτηνοτροφίας στην κλιματική κρίση.Ο γεωργικός τομέας πρέπει να διαδραματίσει καίριο ρόλο στη μείωση των εκπομπών αερίων που αλλάζουν το κλίμα. Η γεωργία αντιπροσωπεύει περίπου το 10% όλων των αερίων του θερμοκηπίου στην ΕΕ. Οι εκπομπές μεθανίου (CH4) από την εντερική ζύμωση (εσταβλισμένη κτηνοτροφία) συνεισφέρουν το μεγαλύτερο μερίδιο, ενώ η αμμωνία (NH3) και τα μικρο-σωματίδια (PM10) είναι οι δύο σημαντικότεροι ατμοσφαιρικοί ρύποι από τη γεωργία. Σύμφωνα με την έκθεση, “ενώ οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από τη γεωργία έχουν μειωθεί από το 1990, θα πρέπει να καταβληθούν περισσότερες προσπάθειες από τον κλάδο ώστε να συμβάλει στην επίτευξη των στόχων της ΕΕ για τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου έως το 2030 και το 2050”.
Για να μειωθούν οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου και ατμοσφαιρικών ρύπων, η Ευρώπη πρέπει “να αναμορφώσει το σύστημα διατροφής της και να μειώσει τις εκπομπές από τα λιπάσματα στη γεωργία, την αποθήκευση κοπριάς και την εκτροφή ζώων”. Σύμφωνα με την έκθεση “αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω της βελτίωσης της χρήσης λιπασμάτων, της αποδοτικότητας της διαχείρισης της κοπριάς και της παραγωγικότητας των ζώων μέσω της αναπαραγωγής”, για παράδειγμα.
Η έκθεση αναφέρεται στην ανάγκη να αλλάξει η συμπεριφορά των καταναλωτών. “Η αλλαγή του διατροφικού μοντέλου, όπως η κατανάλωση λιγότερου κρέατος και η μείωση των αποβλήτων τροφίμων θα συνέβαλε σε πρόσθετες μειώσεις”, επισημαίνει η έκθεση.
Τα συμπεράσματα της μελέτης της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Περιβάλλοντος συμπίπτουν με τα βασικά μηνύματα της πρόσφατης έκθεσης του Διακυβερνητικού Πάνελ για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) όσον αφορά την κλιματική αλλαγή και τη γη.
Τα σχόλια είναι κλειστά.