Άρθρο του Νίκου Ανδρουλάκη στην Καθημερινή της Κυριακής
Με την πανδημία να μην έχει κλείσει τον κύκλο της, η ενεργειακή κρίση και η ακρίβεια προστίθενται σε μία σειρά προκλήσεων που οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε. Η αδυναμία προσαρμογής στις συνεχείς κρίσεις, επιτείνει το αίσθημα ανασφάλειας, κάνοντας πλέον φανερό ότι χρειάζεται αλλαγή πορείας.
Στη διετία 2020-2021, η συνολική αξία των παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση της πανδημίας από την κυβέρνηση ανήλθε σε 43,3 δισ. ευρώ, αποτελώντας την τέταρτη μεγαλύτερη δημοσιονομική επέκταση παγκοσμίως ως ποσοστό του ΑΕΠ. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα των μέτρων, λόγω του οριζόντιου χαρακτήρα τους δεν ήταν η αντίστοιχη.
Ξοδέψαμε περίπου το 25% του εθνικού εισοδήματος, αλλά έχουμε ένα ΑΕΠ χειρότερης ποιότητας. Οι κρατικές ενισχύσεις δεν συνιστούν αυτομάτως νέο πλούτο, είναι όμως πρόσθετο χρέος. Η θεαματική αύξηση των καταθέσεων δεν προήλθε από την ανάπτυξη της οικονομίας, όπως θριαμβολογεί η κυβέρνηση δημιουργώντας αυταπάτες, αλλά οφείλεται κατά βάση στην αναβαλλόμενη κατανάλωση των νοικοκυριών, λόγω lockdown, και στη ρευστότητα που διοχέτευσε το κράτος.
Ως αποτέλεσμα, το χρέος παραμένει το υψηλότερο στην Ευρωζώνη, το εμπορικό έλλειμμα εκτινάχθηκε ενώ η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας παραμένει χαμηλή.
Η πολιτική αυτή έχει και παράπλευρες συνέπειες. Ενώ βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την ενεργειακή κρίση, η κυβέρνηση θυμήθηκε ότι δεν υπάρχει λεφτόδεντρο, στοιχείο που αγνοούσε το προηγούμενο διάστημα, με αποτέλεσμα να έχει ξεμείνει από καύσιμο, αφήνοντας εν πολλοίς απροστάτευτους τους πιο ευάλωτους.
Δυστυχώς, ακόμα και τώρα, μετά από τόσα χρόνια κρίσεων, κυριαρχεί η αποσπασματικότητα και η απουσία μακρόπνοων πολιτικών. Γι’ αυτό, είναι ανάγκη να αξιοποιήσουμε στο μέγιστο τα μέσα που έχουμε στη διάθεσή μας, ώστε να θωρακίσουμε την οικονομία μας, βάζοντας στόχους ανθεκτικότητας.
Το Ταμείο Ανάκαμψης, αποτελεί ένα ισχυρό εργαλείο, με πόρους 32 δις για την Ελλάδα, οι οποίοι θα πρέπει να αξιοποιηθούν αποτελεσματικά, στοχευμένα και αξιοκρατικά, μακριά από κακές πρακτικές του παρελθόντος, βάσει ενός ολοκληρωμένου σχεδίου για ένα βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης.
Η προστασία της οικονομίας μας από ενεργειακές κρίσεις και η ομαλή απεξάρτησή μας από τα ορυκτά καύσιμα είναι προτεραιότητα.
Το ηλεκτρικό δίκτυο της χώρας πάσχει. Σε πολλές περιοχές έχει φτάσει στα όρια της χωρητικότητάς του, εμποδίζοντας την είσοδο νέων ενεργειακών κοινοτήτων παραγωγής ΑΠΕ. Η διασυνδεσιμότητά του παραμένει σε πολύ χαμηλό επίπεδο, τόσο όσον αφορά τα νησιά του Αιγαίου, όσο και διασυνοριακά. Όλα τα παραπάνω έχουν οικονομικές συνέπειες, που οι πολίτες τις βλέπουν χειροπιαστές στον λογαριασμό του ρεύματος, στις χρεώσεις για τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας.
Παρ’ όλα αυτά, οι παρεμβάσεις στο δίκτυο που περιλαμβάνονται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας είναι περιορισμένες σε σχέση με τις ανάγκες. Μόλις 195 εκατομμύρια προορίζονται για τη διασύνδεση των νησιών, 100 εκατομμύρια προορίζονται για την ενίσχυση της ανθεκτικότητάς, και άλλα 12 εκατομμύρια για την αύξηση της ισχύος του κατά 800 MW.
Καμία πρόβλεψη δεν υπάρχει για την επέκταση της διασυνδεσιμότητας με την υπόλοιπη Ευρώπη, παρατείνοντας έτσι την ενεργειακή μας απομόνωση. Η χώρα μας όμως πρέπει να προχωρήσει άμεσα στις απαραίτητες επενδύσεις, ώστε να είμαστε έτοιμοι να αξιοποιήσουμε τα ευεργετήματα της Ευρωπαϊκής Ενεργειακής Ένωσης.
Η απολιγνιτοποίηση, που υλοποιείται χωρίς σχέδιο για την αντιμετώπιση των κοινωνικών συνεπειών σε Δυτική Μακεδονία και Μεγαλόπολη, δεν σημαίνει ταυτόχρονα και απανθρακοποίηση. Είμαστε το μόνο κράτος μέλος που κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης αύξησε την εξάρτησή του από το φυσικό αέριο. Αντιθέτως, η Γερμανία για παράδειγμα, που από το 2011 και έπειτα υλοποιεί πρόγραμμα απόσυρσης των πυρηνικών της εργοστασίων, έδωσε έμφαση στις ΑΠΕ, με τη συμμετοχή του φυσικού αερίου να παραμένει σταθερή.
Πέραν των επενδύσεων όμως, οφείλουμε να δούμε και τα ζητήματα ρύθμισης της αγοράς, που δεν έχουν δημοσιονομικό κόστος αλλά έχουν απτά οφέλη για τους πολίτες. Η Ελλάδα βρίσκεται σταθερά ανάμεσα στις πιο ακριβές χώρες της Ευρώπης στη χονδρική τιμή ηλεκτρικής ενέργειας, λόγω ολιγοπωλιακών στρεβλώσεων. Στα περισσότερα κράτη της ΕΕ, το μεγαλύτερο ποσοστό της ενέργειας που καταναλώνεται, πωλείται βάση μακροπρόθεσμων συμβολαίων, προσφέροντας σταθερότητα τιμών.
Στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό είναι μηδενικό, με το 100% της ενέργειας να πωλείται καθημερινά στην χρηματιστηριακή αγορά ενώ σε Γερμανία και Γαλλία το αντίστοιχο ποσοστό είναι 29% και την Ιταλία μόλις 11%. Παράλληλα, δεν μπορεί το κόστος της κρίσης να το σηκώσουν μόνο οι καταναλωτές και το κράτος. Θα πρέπει να επιμεριστεί και στους μεγάλους παραγωγούς. Είναι ακόμα ανάγκη να μπει ένα πλαφόν από τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) στην περίφημη ρήτρα αναπροσαρμογής, ώστε να γνωρίζει ο καταναλωτής το μέγιστο και το ελάχιστο εκτιμώμενο ποσό που καλείται να πληρώσει.
Είναι κοινωνικά αναγκαίο επίσης να αυξήσουμε την ανθεκτικότητα του κοινωνικού κράτους, καθώς η πανδημία έδειξε τα όρια των δημόσιων υπηρεσιών υγείας. Στη χώρα μας, οι ιδιωτικές δαπάνες για περίθαλψη ανέρχονται στο 35,2%, κατατάσσοντάς μας τρίτους στην ΕΕ. Κεντρικός στόχος είναι η ενδυνάμωση του ΕΣΥ συνολικά και της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας ειδικότερα. Όμως, ενώ η γειτονική Ιταλία δίνει περίπου το 10% των κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης για την ενίσχυση της δημόσιας υγείας, το ελληνικό σχέδιο προβλέπει μόλις το 4,5%.
Επιπλέον, σε μια χώρα που δημογραφικά φθίνει και οι ανισότητες διευρύνονται μετά από 10 χρόνια κρίσεων, το πρόβλημα της αύξησης των ενοικίων θα έχει δραματικές συνέπειες, ιδιαίτερα για τους νέους. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat για το 2019, το 83,2% των ενοικιαστών κατέβαλε πάνω από το 40% του εισοδήματός του για δαπάνες διαμονής, ενώ ο μέσος όρος στην ΕΕ δεν ξεπερνά το 25%.
Η απόκλιση της χώρας μας από άλλα κράτη μέλη είναι χαοτική. Άλλα κράτη με παρόμοια προβλήματα όπως η Γερμανία και η Πορτογαλία χρησιμοποιούν μέρος των πόρων του Ταμείου για τη χρηματοδότηση πολιτικών στέγασης με την Πορτογαλία, συγκεκριμένα, να προχωράει στην κατασκευή 26.000 κατοικιών, οι οποίες θα ενοικιάζονται με χαμηλό αντίτιμο. Στο ελληνικό σχέδιο, αντίθετα, το μόνο που προβλέπεται είναι η ολοκλήρωση του προγράμματος ανακαίνισης μόλις 100 διαμερισμάτων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
Τα παραπάνω παραδείγματα είναι μέρος στρατηγικών προτεραιοτήτων που μαζί με καίριες ρυθμιστικές παρεμβάσεις στην αγορά, αποτελούν τη δική μας σοσιαλδημοκρατική πρόταση, για να επιλύσουμε χρόνιες δυσλειτουργίες και να κάνουμε την Ελληνική κοινωνία πιο δίκαιη και την οικονομία πιο ανταγωνιστική.
Η ευκαιρία αυτή δεν πρέπει να χαθεί.
Δεν ξέρουμε πότε ξανά η Ελλάδα, σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, θα έχει στη διάθεσή της κονδύλια άνω των 70 δις ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά Ταμεία και την Κοινή Αγροτική Πολιτική. Ο συγκεντρωτικός τρόπος που η κυβέρνηση σχεδιάζει την αξιοποίηση των πόρων αυτών είναι πιθανό να οδηγήσει σε μία νέα επιτελική αποτυχία.
Τα σχόλια είναι κλειστά.