Αναγκαίες διευκρινήσεις μετά τη συζήτηση για την πανδημία στη Βουλή
Άρθρο του Νίκου Ανδρουλάκη στο reader.gr
Ο κάθε καλόπιστος πολίτης της χώρας θα ανέμενε ότι μετά από δυόμιση μήνες αναποτελεσματικού λόκνταουν, με αύξηση του αριθμού θανάτων και διασωληνωμένων, η κυβέρνηση θα είχε αντιληφθεί τα λάθη της και θα έσπευδε να τα διορθώσει.
Αντ’ αυτού όμως, τα όσα ειπώθηκαν στην πρόσφατη συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής από τον πρωθυπουργό αλλά και τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, σχετικά με το εθνικό σχέδιο αντιμετώπισης της πανδημίας, δημιούργησαν περισσότερους προβληματισμούς στους πολίτες παρά συνέβαλαν στην εδραίωση του αναγκαίου αισθήματος αξιοπιστίας προς το πολιτικό σύστημα που τόσο είναι αναγκαίο για την υπέρβαση της πολλαπλής κρίσης που βιώνουμε.
Στη χώρα μας από την αρχή, οι πολίτες είχαν αποδεχθεί σε μεγάλο βαθμό το προσωπικό, οικονομικό και επαγγελματικό κόστος των μέτρων, υπέρ της κοινής προσπάθειας για την προστασία του πολυτιμότερου αγαθού, της ανθρώπινης ζωής. Η έγκαιρη λήψη περιοριστικών μέτρων και η πιστή τήρησή τους κατά τη διάρκεια του πρώτου πανδημικού κύματος, έφερε θετικά αποτελέσματα, τα οποία κανένας δεν μπορεί να παραβλέψει.
Από εκεί και πέρα όμως, στο δεύτερο κύμα της πανδημίας, η κυβέρνηση στάθηκε κατώτερη των περιστάσεων. Ενώ σωστά πήραμε τα αναγκαία μέτρα, με υψηλό οικονομικό κόστος, η αποτυχημένη εφαρμογή τους δεν έφερε το αναμενόμενο υγειονομικό όφελος. Παράλληλα, οι βόλτες στην Πάρνηθα, τα τραπέζια στην Ικαρία, οι ομιλίες στα Τρίκαλα, αλλά και από την άλλη πλευρά, τα τραπεζώματα του κυρίου Πολάκη στα Χανιά και τέλος, η ανάληψη του ρίσκου από τον κ. Τσίπρα για τις δεκάδες διαδηλώσεις του προηγούμενου διαστήματος, δείχνουν την ελαφρότητα που έχει επιδείξει σημαντικό μέρος του πολιτικού μας συστήματος. Τα αρνητικά αυτά πρότυπα υπονόμευσαν την εφαρμογή των μέτρων.
Άσχημη εντύπωση προκάλεσε και ο τρόπος με τον οποίον ο κ. Μητσοτάκης, κάνοντας έναν μακάβριο συγκρητισμό προσπάθησε να κρύψει την αποτυχία στην στρατηγική αντιμετώπισης του COVID 19 τους τελευταίους μήνες. Πέρα όμως και από το μακάβριο της υπόθεσης, είναι και μεθοδολογικά λάθος αυτό που κάνει ο κ. Μητσοτάκης καθώς συγκρίνει χώρες με διαφορετική στρατηγική. Η Ελλάδα έκλεισε εστίαση, λιανεμπόριο, σχολεία. Άλλα κράτη στην Ευρωπαϊκή Ένωση όπως η Ισπανία άφησαν και τα τρία ανοιχτά.
Τα αίτια της κυβερνητικής αποτυχίας είναι αρκετά. Δύο όμως είναι τα σημαντικότερα και θα πρέπει να διορθωθούν άμεσα: Η Ελλάδα είναι από τις χώρες με τα μικρότερα ποσοστά τηλεργασίας στην Ευρώπη και μάλιστα χωρίς ιδιαίτερους ελέγχους από τις αρμόδιες αρχές, παρά το γεγονός ότι οι εργασιακοί χώροι αναγνωρίζονται από τους ειδικούς ως κύριοι χώροι υπερμετάδοσης.
Αλλά ακόμα και στο πεδίο των διαγνωστικών τεστ, που ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε από το βήμα της Βουλής ότι η Ελλάδα βρίσκεται στον μέσο όρο της ΕΕ, παρέλειψε να συμπληρώσει ότι η πλειονότητα των κρατών-μελών δεν προσθέτει τα rapid tests στους συνολικούς αριθμούς που δημοσιεύονται, όπως κάνει η χώρα μας, παρά μόνο τα PCR. Αν κάποιος προσέξει την αναλογία rapid test προς PCR test στη χώρα μας, αυτή είναι 2 προς 1. Με αυτό τον τρόπο, το επιχείρημα του κυρίου Μητσοτάκη καθίσταται παραπλανητικό.
Όσον αφορά την πορεία των εμβολιασμών, η Ελλάδα βρίσκεται σχετικά ψηλά μεν, όχι βέβαια τόσο ψηλά όσο υποστηρίζει η κυβέρνηση. Αυτό οφείλεται εν μέρει και από το γεγονός ότι αμέλησε την προτεραιοποίηση νεότερων ευπαθών, με αποτέλεσμα τη θέση τους να πάρουν νεότεροι πολίτες χωρίς να το έχουν ανάγκη, στρεβλώνοντας για μία ακόμη φορά την εικόνα και το πραγματικό αποτέλεσμα του εμβολιασμού, με τη μείωση της πίεσης στα νοσοκομεία με την προστασία των πλέων ευάλωτων.
Σχετικά με την επάρκεια των εμβολίων, είναι αναγκαίο να λεχθεί ότι πράγματι η ΕΕ κακώς δεν μπήκε, από την αρχή, στην λογική του ελέγχου των εξαγωγών προς τις ανεπτυγμένες χώρες χάνοντας έτσι ένα εργαλείο πίεσης προς χώρες αλλά και εταιρείες όπως στην περίπτωση των εμβολίων της AstraZeneca, που δεν τήρησε τα συμφωνηθέντα με την Επιτροπή, υπονομεύοντας την ομαλή εξέλιξη του εμβολιαστικού μας προγράμματος.
Η απαγόρευση αυτή, όπως σωστά έχει διευκρινίσει και η Επιτροπή, δεν μπορεί να εφαρμόζεται και προς τα πιο φτωχά κράτη στην Αφρική, τη Λατινική Αμερική και την Ασία, ορισμένα εκ των οποίων δεν έχουν λάβει ακόμη ούτε ένα εμβόλιο. Δεν πρέπει σε αυτή τη δύσκολη στιγμή να θυσιάσουμε τις αξίες της αλληλεγγύης και του ανθρωπισμού, είναι όμως αξιοπρόσεκτο ότι πάνω από 21 εκατομμύρια δόσεις εμβολίων έχουν εξαχθεί προς το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο από τη μεριά του δεν έχει αποστείλει ούτε ένα.
Λάθη προφανώς και έγιναν, όπως αναφέρω και προηγουμένως. Όμως τα όσα υποστήριξε ο κ. Τσίπρας, επικαλούμενος ψευδή στοιχεία ή στην καλύτερη των περιπτώσεων μισές αλήθειες, θυμίζουν την «αντιμνημονιακή» του ρητορική, όταν υποσχόταν άλλες πηγές χρηματοδότησης από Ρωσία, Κίνα ή ακόμα και τη Βενεζουέλα. Η κοινή αγορά των Εμβολίων από την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μία από τις σημαντικότερες πράξεις αλληλεγγύης. Χάρη σε αυτήν διασφαλίστηκε ότι όλες οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανεξαρτήτως οικονομικού μεγέθους θα έχουν ισότιμη πρόσβαση στα εμβόλια. Χάρη σε αυτές τις κοινές παραγγελίες, η χώρα μας θα έχει τη δυνατότητα να εμβολιάσει πάνω από το 50% του πληθυσμού της μέχρι τον Ιούνιο και να πετύχει το στόχο του 70% μέχρι τον Σεπτέμβριο.
Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι η ΕΕ πραγματοποίησε μόνο τις συμφωνίες προαγοράς, με την κατανομή τους να γίνεται από την Επιτροπή βάσει πληθυσμού.
Οι τελικές όμως ποσότητες που έφτασαν στο κάθε κράτος-μέλος, ήταν αποκλειστικά ευθύνη των εθνικών κυβερνήσεων, με την κάθε χώρα να φτιάχνει το δικό της «καλάθι» εμβολίων. Έχοντας κατά νου αυτό το δεδομένο, η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να απαντήσει για ποιον λόγο η Ελλάδα δεν αγόρασε τα 3,8 εκατ. δόσεις της Moderna, που της αναλογούσαν σύμφωνα με την Επιτροπή, αλλά επέλεξε να παραλάβει μόνο 1,8 εκατ. δόσεις. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι τις δόσεις που περίσσεψαν από τη Moderna, τις αγόρασε η Δανία, επιτυγχάνοντας έγκαιρη κάλυψη του πληθυσμού της, με την προοπτική μάλιστα να έχουν εμβολιαστεί όλοι οι Δανοί άνω των 16 ετών έως τα μέσα Ιουλίου.