Η αλλαγή στην επικουρική ασφάλιση είναι μια από τις μεγαλύτερες ανατροπές στο ασφαλιστικό σύστημα
Το νομοσχέδιο για την επικουρική ασφάλιση που συζητιέται στη Βουλή δεν είναι απλώς μια ασφαλιστική μεταρρύθμιση, αλλά μια μεγάλη ανατροπή. Από τις σημαντικότερες που έχουν υπάρξει στην κοινωνική ασφάλιση στη χώρα μας.
Και αυτό γιατί αλλάζει για τους νέους ασφαλισμένους (και για τους κάτω των 35 εάν το επιθυμούν) τη φιλοσοφία της κοινωνικής ασφάλισης.
Από το αναδιανεμητικό στο κεφαλαιοποιητικό ασφαλιστικό σύστημα
Μέχρι τώρα το ασφαλιστικό σύστημα ήταν κατά βάση αναδιανεμητικό και στηριζόταν στη διαγενεακή αλληλεγγύη. Με απλά λόγια οι εισφορές των σημερινών εργαζομένων (και των εργοδοτών – αν και με μία έννοια η εργοδοτική εισφορά είναι επίσης τμήμα του συνολικού μισθού) καλύπτουν τις συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων, μαζί με την όποια κρατική επιχορήγηση.
Η λογική αυτή υπήρξε για πολλά χρόνια η κυρίαρχη εκεί όπου τουλάχιστον υπήρξε «κοινωνικό κράτος». Η σύνταξη οριζόταν ως αναγκαία κοινωνική παροχή, την οποία εγγυάται το κράτος (εξ ου και ο δημόσιος χαρακτήρας του ασφαλιστικού συστήματος) και την οποία καλύπτει ένα σύστημα εισφορών. Οι ίδιες οι συντάξεις στηρίζονταν σε μια αρχή αναλογικότητας που ως βάση είχε έναν ορισμό της διάρκειας του πλήρους ασφαλιστικού βίου (είτε με όρους διάρκειας είτε με όρους ηλικίας είτε με ένα συνδυασμό των δύο), που θα αντιστοιχούσε σε μια σύνταξη που θα διατηρούσε ένα βιοτικό επίπεδο ανάλογο με αυτό που είχε ο συνταξιούχος προς το τέλος του εργασιακού του βίου. Με αυτή την έννοια αναλογούσε σε ένα ιδεώδες κοινωνικής δικαιοσύνης.
Τα ασφαλιστικά συστήματα άρχισαν να βρίσκονται στο στόχαστρο στη δεκαετία του 1980. Αφετηρία μια περίφημη έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας με τίτλο «Αποτρέποντας την κρίση της τρίτης ηλικίας».
Τα επιχειρήματα γνωστά: με την παράταση του προσδόκιμου επιβίωσης και την υποχώρηση της γεννητικότητας η αναλογία των εργαζομένων προς τους συνταξιούχους επιδεινωνόταν και τα κράτη θα έπρεπε να δαπανούν ολοένα και μεγαλύτερα ποσά για να καλύπτουν τα ελλείμματα του ασφαλιστικού συστήματος.
Οι απαντήσεις στην κρίση του ασφαλιστικού συστήματος
Απέναντι σε αυτό υπήρχαν δύο ειδών απαντήσεις. Η πρώτη ήταν αυτό που συνηθίσαμε να περιγράφουμε ως «παραμετρικές αλλαγές»: να αυξηθούν τα όρια συνταξιοδότησης και ο συνολικός ασφαλιστικός βίος, να περιοριστούν οι πρόωρες συνταξιοδοτήσεις και να μειωθούν τα ποσοστά αναπλήρωσης.
Μπορεί κανείς να δει σε διάφορες χώρες τέτοιες απόπειρες από τη δεκαετία του 1990 και μετά. Στη χώρα μας μπορεί κανείς να δει διάφορες τέτοιες μεγάλες απόπειρες. Πιο χαρακτηριστική, κυρίως εξαιτίας του μεγέθους της αντίδρασης των εργαζομένων και των συνδικάτων η αποσυρθείσα τελικά μεταρρύθμιση Γιαννίτση το 2001. Πιο μεγάλες περικοπές αυτές που θα γίνουν με διαδοχικές ρυθμίσεις στα χρόνια των μνημονίων.
Η άλλη ήταν η μετάβαση σε μια νέα φιλοσοφία στο ασφαλιστικό και σε συστήματα που συνήθως τα περιγράφουμε ως κεφαλαιοποιητικά. Σε αυτή την περίπτωση έχουμε να κάνουμε με συστήματα όπου κάθε εργαζόμενος σωρεύει εισφορές στη βάση των οποίων θα έχει στο τέλος τις συνταξιοδοτικές παροχές που θα αναλογούν σε αυτές.
Η δεύτερη λογική παραπέμπει περισσότερο σε μια εξατομικευμένη αποταμίευση, όμως είχε και μία ακόμη διάσταση. Τα ποσά αυτά κάπως έπρεπε όλο αυτό το διάστημα να μην απαξιώνονται, εφόσον το κλειδί είναι να υπάρχουν πάντοτε επαρκή αποθεματικά. Και αυτό σήμαινε να επενδυθούν: σε ομόλογα, μετοχές και άλλα επενδυτικά προϊόντα.
Αυτή η παράμετρος ήρθε να συναντηθεί με μια άλλη πραγματικότητα: η αυξανόμενη χρηματιστικοποίηση της παγκόσμιας οικονομίας, είτε μιλάμε για τη διόγκωση του δημοσίου χρέους (και την ανάγκη για ανατροφοδότησή του) είτε μιλάμε για τις κεφαλαιαγορές, σήμαινε ότι χρειάζονταν μεγάλες πηγές ρευστότητας που να τροφοδοτήσουν τις αγορές με «ζεστό χρήμα». Και με τη σειρά της, η ύπαρξη μεγάλων όγκων χρηματικού κεφαλαίου που αναζητούσε τοποθέτηση τροφοδοτούσε τη δυναμική της χρηματιστικοποίησης.
Ούτως ή άλλως εδώ και χρόνια τα μεγάλα ασφαλιστικά ταμεία αποτελούσαν από τους μεγαλύτερους επενδυτές στις κεφαλαιαγορές. Μπορεί να κατέτειναν στις συντηρητικές επιλογές, εφόσον πάντα είχαν ρήτρες «συνετής» διαχείρισης, όμως ο όγκος τους είναι εξαιρετικά μεγάλος. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι το ήδη το 1999 η συνολική αξία τους έφτανε τα 13 τρισεκατομμύρια δολάρια, ενώ το 2020 τα στοιχεία ενεργητικού των ασφαλιστικών ταμείων παγκοσμίως κατάφεραν να ξεπεράσουν τα 35 τρισεκατομμύρια, επενδυμένα κατά κύριο λόγο (75%) σε μετοχές και ομόλογα.
Οι υπαρκτοί κίνδυνοι
Με αυτή την έννοια το νέο σύστημα επικουρικής ασφάλισης αποτελεί την πρώτη καθαρή εκδοχή κεφαλαιοποιητικού ασφαλιστικού συστήματος.
Συγκριτικά ο Νόμος Κατρούγκαλου έφτανε μόνο μέχρι μια εκδοχή «οιονεί κεφαλαιοποιητικού» συστήματος μέσα από τον υπολογισμό της σύνταξης στη βάση του συνολικού εργασιακού βίου, όμως από «τεχνική σκοπιά», δηλαδή με όρους χρηματοδότησης, ήταν ένα αναδιανεμητικό σύστημα.
Τώρα η μορφή είναι κεφαλαιοποιητική και μάλιστα υπάρχουν και επιλογές ως προς το «επενδυτικό προφίλ» που διαλέγει κάθε ασφαλισμένος. Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι σε κάθε περίπτωση οι τελικές επικουρικές συντάξεις θα είναι καλύτερες από αυτές που δίνει το σημερινό ασφαλιστικό σύστημα, όπως και ότι υπάρχουν όλες οι ασφαλιστικές δικλείδες για τη χρηστή διαχείριση των ποσών που θα σωρεύονται
Ωστόσο υπάρχουν μια σειρά από πραγματικούς κινδύνους. Ο πρώτος αφορά τη χρηματοδότηση του σημερινού ασφαλιστικού συστήματος. Αυτό δεν αφορά τόσο τους ασφαλισμένους του πρώτου συστήματος, μια που για αρκετά χρόνια το νέο σύστημα δεν πρόκειται να κληθεί να καταβάλει καμία σύνταξη (αν σκεφτούμε ότι οι μεγαλύτερης ηλικίας ασφαλισμένοι του θα είναι 35 ετών και θα έχουν τουλάχιστον 25-30 χρόνια εργάσιμου βίου μπροστά τους). Όμως, την ίδια στιγμή η λειτουργία του νέου συστήματος σημαίνει ότι το ισχύον σύστημα επικουρικής ασφάλισης θα στερείται διαρκώς πόρους, αφού οι εισφορές όσων είναι στο νέο σύστημα θα πηγαίνουν σε αυτό. Αυτό το έλλειμμα θα σωρεύεται σε βάρος χρόνων καθώς θα απουσιάζουν οι εισφορές που θα κάλυπταν τις επικουρικές συντάξεις που δίνονται και θα συνεχίσουν να δίνονται με το ισχύον σύστημα. Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι αυτό είναι ένα χειρίσιμο έλλειμμα που θα καλύπτεται από τα επιπλέον δημοσιονομικά έσοδα που η επένδυση των πόρων του νέου συστήματος στην πραγματική οικονομία θα γεννά. Άλλοι υποστηρίζουν ότι θα υπάρχει ένα κόστος αρκετών δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ, που θα επιβαρύνει το δημόσιο και θα σημαίνει αναγκαστικά σημαντικό επιπλέον δανεισμό και αύξηση του χρέους, διακυβεύοντας τελικά τη βιωσιμότητα συνολικά του ασφαλιστικού συστήματος.
Ο δεύτερος κίνδυνος αφορά ακριβώς την επένδυση αυτών των χρημάτων. Παρότι θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι σε γενικές γραμμές υπάρχει μια μακροχρόνια ανοδική τάση (με διακυμάνσεις προφανώς) των μεγάλων χρηματιστηριακών δεικτών, εντούτοις οι μεγάλες υφέσεις οδηγούν πάντα και σε μεγάλες απώλειες αξιών και των μετοχών. Το εάν αυτές οι απώλειες θα είναι συγκυριακές ή μόνιμες δεν είναι ποτέ προδιαγεγραμμένο. Εάν μιλάμε για κάτι σαν την μεγάλη κρίση που ξεκίνησε το 1929, τότε π.χ. θα βλέπαμε τις μετοχές να ξεπερνούν τα επίπεδα του 1929 μόλις το 1954. Αλλά ακόμη και μια απώλεια 40% όπως υπήρξε στην πρώτη φάση της κρίσης του 2007-2008, που μετά διορθώθηκε, δεν έπαυε συγκυριακά να αντιπροσωπεύει μεγάλες απώλειες.
Αντίστοιχα, ακόμη και πιο ασφαλείς επενδύσεις σε ομόλογα, πάλι έχουν κινδύνους. Η ίδια η Ελλάδα ήταν ένα παράδειγμα χώρας που παραλίγο να κάνει στάση πληρωμών στο δημόσιο χρέος και στην οποία έγινε σημαντική διαγραφή της αξίας κρατικών τίτλων κατά την εφαρμογή του PSI. Αντίστοιχα, το ελληνικό χρηματιστήριο είχε πολύ μεγάλες απώλειες και όταν έσκασε η «φούσκα» του τέλους της δεκαετίας του 1990 και αργότερα με τα μνημόνια.