Στις 12 Ιανουαρίου του 1873, σ’ ένα μικρό χωριό κοντά στην Αθήνα, το Μαρούσι, γεννήθηκε ο Σπύρος Λούης, μέλος φτωχής αγροτικής οικογένειας και γιος νερουλά.
Είκοσι τρία χρόνια αργότερα, ο Σπύρος Λούης θα στεφθεί χρυσός ολυμπιονίκης, στο αγώνισμα του Μαραθωνίου, στους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες, στην Αθήνα, το 1896.
Γράφει ο «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», στις 15 Ιουλίου του 1976
«Με την καταστροφή της Ολυμπίας, το 393 μ.Χ. τελείωσε και η πρώτη περίοδος των Ολυμπιακών Αγώνων. (…) Χίλια πεντακόσια χρόνια αργότερα, το 1893, στο Παρίσι, ο βαρώνος Πέτρος ντε Κουμπερτέν, υποβάλλει στο Διεθνές Αθλητικό Συνέδριο την ιδέα για την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων. (…) Το συνέδριο αποφασίζει, οι πρώτοι Διεθνείς Ολυμπιακοί αγώνες, να γίνουν στην Αθήνα»
Το γεγονός σχολιάζει την εποχή εκείνη η εφημερίδα «Ελλάς»:
«Αι Αθήναι, ο τόπος ούτος των ενδόξων αναμνήσεων και ελπίδων, ωρίσθη ως τόπος συγκεντρώσεως των πεπολιτισμένων λαών διά την Ολυμπιακήν πανήγυριν. (…) Φόρον ευγνωμοσύνης τελούντων εις την Αρχαίαν Ελλάδα την κοιτίδα του νεώτερου πολιτισμού και την μητέρα των αθλητικών αγώνων».
Τον ύμνο των αγώνων γράφει ο σπουδαίος Κωστής Παλαμάς:
Αρχαίον πνεύμα αθάνατον αγνέ πατέρα
του ωραίου του μεγάλου και του αληθινού
Κατέβα φανερώσου και άστραψε εδώ πέρα
Στη δόξα της δικής σου γης και τ’ ουρανού
Στο δρόμο και πάλεμα και στο λιθάρι
των ευγενών αγώνων λάμψε την ορμή
Και με τ’ αμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι
Και σιδερένιο πλάσε και άξιο το κορμί.
Κάμποι, βουνά και πέλαγα φέγγουν μαζί σου
Σαν ένας λευκοπόρφυρος μέγας ναός
Και τρέχει στον ναόν εδώ προσκυνητής σου
Αρχαίον πνεύμα αθάνατον κάθε Λαός»
Βεβαίως λίγα από αυτά είχε στο μυαλό του ο Σπύρος Λούης όταν αποφάσιζε να συμμετάσχει στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896.
«ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ», 16.5.1934, Ιστορικό Αρχείο
«Τι ήταν ο αθλητής εκείνος που εδόξασε το ελληνικόν όνομα, όλοι το ξέρουμε. Ένας απλοϊκός εργάτης, που κουβαλούσε πότε μάρμαρα από την Πεντέλην και πότε νερό με τις στάμνες από το Μαρούσι»
Χάρις στα «ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ» που συνάντησαν του Σπύρο Λούη το 1934, αναδημοσιεύουμε σήμερα την αφήγηση του ίδιου του Ολυμπιονίκη για τον μεγάλο του άθλο.
O Σπύρος Λούης αφηγείται:
«Στα 1895, ήμουνα στρατιώτης στην υπηρεσία του μακαρίτη, του συνταγματάρχη Μαυρομιχάλη. Μια μέρα καθώς περνούσαμε μπρος από το στάδιο,(σ.σ. το Παναθηναϊκό Στάδιο) ο μακαρίτης μου λέει:
– Ξέρεις τι είνε αυτό εδώ το πράμμα που το φτιάρνουν; Είναι το στάδιο, το ετοιμάζουν για τους αγώνες που θα γίνουν του χρόνου.Θα έρθουν από το εξωτερικό αθληταί και θα τρέξουν μαζί με τους δικούς μας από τον Μαραθώνα έως εδώ.
– Αμ, τότε θα τρέξω κ’ εγώ, του απήντησα.
Εκείνος εγέλασε ειρωνικά, μα εγώ αυτό που είπα δεν το ξέχασα. Όταν μετά από ένα χρόνο απολύθηκα απ’ το στρατό, άκουσα που έρχονταν ξένοι απ’ όλα τα μέρη για τους αγώνες».
«Ήρθαν οι ξένοι!»
«Απ’ τους συντρόφους μου με τους οποίους δουλεύαμε μαζί, έμαθα πως πολλοί γνωστοί μας θα τρέχανε με τους ξένους. Μεταξύ αυτών ήταν ο καφετζής που είχε μαγαζί στο Χαλάνδρι και ο Παπασυμεών απ’ το Μαρούσι.
»Μια μέρα επρόκειτο αυτοί να δοκιμάσουν την αντοχή τους και πήγαν στο Μαραθώνα. Δεν έχασα καιρό. Επήρα μερικούς δικούς μου και με κάρρο του φίλου μας Μαργέτη επήγαμε στην Αγία Παρασκευή και περιμέναμε».
Η απόφαση για τη συμμετοχή
Η κατάσταση στην οποία είδε έναν συγχωριανό του ο Σπύρος Λούης έπαιξε καθοριστικό ρόλο:
«Σε λίγο είδαμε από μακρυά τα παιδιά να έρχωνται. Μα μόλις έφθασαν κοντά μου, ο χωριανός μου ο Παπασυμεών, που ήταν και ψευδός, έπεσε κάτω λαχανιασμένους και φώναξε:
– Τλίφτε με, τλίφτε με!
»Εγώ ντροπιάσθηκα για το πάθημα του χωριανού μου κι ωρκίσθηκα να ξεπλύνω την ντροπή. Πήγα λοιπόν και δηλώθηκα στην επιτροπή μαζί μ’ άλλους Μαρουσιώτες και την Κυριακή του Πάσχα ξεκινήσαμε με μια παληοσούστα για τον Μαραθώνα και κάναμε την πρώτη δοκιμή.
»Εγώ ήρθα από τους πρώτους κι έτσι αποφασίστηκε να λάβω μέρος στους αγώνες. Οι Μαρουσιώτες μού αγόρασαν μια φανέλλα, ένα παντελονάκι και παπούτσια με λάστιχα».
Στην γραμμή της αφετηρίας
»Το πρωί της Παρασκευής 29 Μαρτίου, είμαστε ήδη στον Μαραθώνα, είμαστε ήδη στον Μαραθώνα όπου ένας ξένος γιατρός μάς έβαλε όλους τους δρομείς κατά σειρά και μας εξέτασε. Εμένα αφού με κύτταξε, μού είπε: “Εσύ θάρθης πρώτος”
»Επί τέλους ήρθε η στιγμή να ξεκινήσουμε. Έκανε κρύο δυνατό. Με το μπαμ! του πιστολιού, που έρριξε ο ταγματάρχης Παπαδιαμαντόπουλος χυθήκαμε όλοι μπροστά.
Τα φιλέματα
»Περνώντας από το Πικέρμι ένας αγωγιάτης μου έδωσε ένα ποτήρι κρασί και ένα αυγό. Αυτά μου έδωσαν και στο Σταυρό ξεπέρασα τον Αμερικανό.
»Στην Αγία Παρασκευή πρόφθασα τον φράγκο Λεμιζό, πιο πέρα πρόλαβα τον Αυστριακό. Ύστερα από χίλια μέτρα τον επέρασα. Εις τους Αμπελοκήπους ο χωριανός μου Κορωπιώτης μούδωσε ένα ποτήρι κρασί, κι αυτό μου έδωσε νέες δυνάμεις.
»Τέλος έφθασα στο στάδιο, όπου τα έχασα από τα ζήτω και τα παλαμάκια του κόσμου.
»Περίμεναν ο Κωνσταντίνος και ο πρίγκηπας Γεώργιος, που μου φώναζαν: “Τρέξε να κόψης την κλωστή».
»Μαζί μου, κοντά μου, έτρεχε πολύς κόσμος. Δεν ενθυμούμαι πια πώς έκοψα την κλωστή και πώς βρέθηκα στα χέρια των αθλητών, που με σήκωσαν ψηλά»
»Αυτά θυμάμαι. Και μου τα θυμίζουν πάντα όταν ιδώ αυτά τα κύπελλα που έδωσαν τότε, μαζί με τη σούστα που μου χάρισε ο Συγγρός. Τώρα περιμένω έναν άλλο πατριώτη να ξαναβγάλη ασπροπρόσωπη την πατρίδας μας»
Τόσο απλά, σαν ακόμα μία νίκη, περιέγραψε όσα έζησε ο ολυμπιονίκης Σπύρος Λούης έναν από τους μεγαλύτερους θριάμβους στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού.