Καθώς η Ελλάδα αρχίζει έναν νέο γύρο συνομιλιών υπό την αιγίδα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, καλό είναι να θυμηθούμε ότι η Μακεδονία είναι απλώς μία γεωγραφική περιοχή.
Επί αιωνες η ύπαρξη τέτοιου έθνους ήταν απολύτως άγνωστη. Οι Τούρκοι που κατείχαν αυτά τα εδάφη επί περισσότερους από πέντε αιώνες, σίγουρα δεν είχαν ακούσει περί ξεχωριστού Μακεδονικού έθνους μεταξύ των ευρωπαϊκών κατακτήσεών τους. Παρά τις πρόσφατες προσπάθειες για το μαγείρεμα κάποιου είδους «Μακεδονικής γλώσσας», η Ελληνική γλώσσα σε όλα τα ιστορικά μνημεία της περιοχής ανά τους αιώνες αποδεικνύει την πραγματική ταυτότητα της Μακεδονίας. Είναι δυνατόν, τελικά, οι απαντήσεις στους διάφορους παραποιητές της Μακεδονικής ιστορίας να δοθούν από τις πέτρες; Οι μαρμάρινες επιγραφές, όπως όλοι ξέρουμε, δεν θυμώνουν. Μπορούν μόνο να πουν την αλήθεια.
Όπως αποδείχθηκε, ο Τίτο ήταν αρκετά πραγματιστής όταν σκέπασε με καπάκι αυτή την τρομακτική χύτρα και συνέχισε την πορεία του. Όμως οι κατώτεροι διάδοχοί του, σχεδόν μισό αιώνα μετά το τέλος του πολέμου, φαίνεται ότι τρέφουν επιθετικές διαθέσεις. Μετά την αναπόφευκτη πτώση του κομμουνισμού, αυτοί οι ίδιοι άνδρες και οι συνεργοί τους σε άλλα μέρη, επιχειρούν και πάλι όχι μόνο να κλέψουν το Ελληνικό όνομα της Μακεδονίας και να τυπώσουν τον Λευκό Οίκο της Θεσσαλονίκης στα χαρτονομίσματά τους, αλλά και να προκαλέσουν ακόμα περισσότερο την Ελλάδα, υψώνοντας ως νέα σημαία του κράτους τους το κλασσικό και καθαρά Ελληνικό έμβλημα της δυναστείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, εκ των σημαντικότερων προσωπικοτήτων της Ελληνικής ιστορίας.
Νιώθει κανείς ανήμπορος να καταλάβει γιατί οι Ευρωπαίοι εταίροι της Ελλάδας, ακόμα και η Επιτροπή Διαιτησίας Χάλιντερ το 1991, δεν έχουν θέσει στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (Fyrom) αυτές τις ξεκάθαρες επιθέσεις εναντίον του Ελληνικού ιδεώδους. Αντιθέτως, ο Ελληνικός λαός έπρεπε να υποστεί τα ενορχηστρωμένα, προσβλητικά Ευρωπαϊκά σχόλια εναντίον της χώρας του, τα οποία καταδίκαζαν ως κατάπτυστη ή ακόμα και παράνομη την απόφαση του πρώτου Ευρωπαϊκού πολιτισμού να προστατεύσει και να διατηρήσει ακέραιο την πλουσιότερη πολιτιστική κληρονομιά του δυτικού κόσμου.
Αν αυτός ο λαός δεν είχε δείξει το ίδιο κουράγιο και το ίδιο φρόνημα απέναντι στα θανατηφόρα κύματα των φασιστικών Γερμανικών στρατευμάτων στη Μακεδονία σε μερικές από τις κρισιμότερες στιγμές του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, κανείς φοβάται να σκεφτεί σε τι είδους Ευρώπη θα ζούσαμε σήμερα – ή αν ο Ντάγκλας Χέρντ, μεταξύ άλλων, θα ήταν τόσο άνετος όταν κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Ελληνική χερσόνησο έκανε κήρυγμα περί των «μέγιστων συμφερόντων» της Ευρωπαϊκής οικογένειας, της Ευρωπαϊκής αλληλεγγύης κλπ.
Κατόπιν αυτών, η Ελληνική αντίδραση απέναντι στην τόσο ξαφνική και απίστευτη μεταμόρφωση της νοτιότερης σοσιαλιστικής επαρχίας της πρώην Γιουγκοσλαβίας σε ανεξάρτητη «Μακεδονία» δεν είναι απλώς ζήτημα θυμού για την προφανώς κακή χρήση της ονομασίας ή τον κανιβαλισμό της Ελληνικής ιστορίας. Είναι μία απολύτως δικαιολογημένη αντίδραση σε ενέργειες που ξεκάθαρα αμφισβητούν κλασσικές αλήθειες, διαιωνίζοντας απαράδεκτες φιλοδοξίες μετακίνησης εντός των Ελληνικών συνόρων. Για μικρές, ανεξάρτητες χώρες, ειδικά χωρίς ιστορικά και δημοκρατικά διαπιστευτήρια, η αρπαγή γειτονικών εδαφών είναι τρόπος επιβίωσης. Και οι επί δεκαετίες επεκτατικοί στόχοι του Τίτο δεν εξαφανίζονται έτσι απλά, ειδικά όταν πυροδοτούνται από το σπάνιο μείγμα αδιαφορίας και αδράνειας που παρατηρείται στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην αμερικανική εξωτερική πολιτική.
Ας μην ξεχνάμε, επίσης, ότι ιστορικά, σε αντίθεση με την επαρχία, το κράτος τείνει να καταπιεί την επαρχία αν του δοθεί αρκετός χρόνος.
Το πολυδιαφημισμένο Ελληνικό εμπάργκο, λοιπόν, δεν ήταν καθόλου μονομερές. Εφαρμόστηκε μετά από αλλεπάλληλες προειδοποιήσεις, με βάση καθαρά πολιτικούς και όχι οικονομικούς λόγους. Και χωρίς αμφιβολία θα παραμείνει σε ισχύ μέχρι να βρεθεί ένα άλλο όνομα για να περιγράψει το καινούργιο κράτος, να υψωθεί μία νέα, μη προκλητική σημαία και το Σύνταγμά του να μη περιέχει ούτε ίχνος υπονοούμενου περί δημιουργίας της Μεγάλης Μακεδονίας. Είναι ο πιό απλός και δίκαιος τρόπος για να διατηρηθεί η ειρήνη και να ανοίξει ο δρόμος των διαπραγματεύσεων.
Οι περιορισμοί στα Ελληνικά σύνορα και οι μη ρεαλιστικές προσπάθειες διεθνούς διαιτησίας δεν θα έχουν κανένα όφελος. Αντιθέτως, οι άνθρωποι που ζουν και από τις δύο πλευρές των συνόρων πρέπει να συνυπάρχουν ειρηνικά. Να βελτιώσουν δραματικά την ζωή τους δουλεύοντας από κοινού. Και μαζί να αποκηρύξουν τις ανόητες προσπάθειες εθνικού και θρησκευτικού διχασμού.
Οταν απαλλαγεί ειρηνικά από τα σημερινά, προκλητικά σύνεργά του, μπορεί να έχει σημαντικά οικονομικά κέρδη από τις εμπορικές επαφές με την αναπτυσσόμενη Ελληνική οικονομία. Κι αν ο λαός του θέλει να απολαύσει τα άμεσα πλεονεκτήματα της γειτνίασης με την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που μπορεί να πραγματοποιήσει αυτό το όνειρο με σταθερότητα – κι αυτή είναι η επιθυμία όλων των λαών της περιοχής ενόψει της νέας χιλιετίας.
Και παρ’ όλο που κατώτεροι άνδρες δεν θέλουν να το θυμούνται, ο λογικός και ιστορικά σωστός τρόπος για την διασφάλιση της ειρήνης στα Βαλκάνια, μαζί με μία βιώσιμη και μεγαλύτερη Μακεδονία, θα ήταν μία ένωση κάτω από την Ελληνική σημαία.
Με βάση την παράδοση του Τσόρτσιλ το 1944, η καλύτερη Βρετανική συνδρομή θα ήταν όχι μόνο να ξακαθαρίσει ότι οι προκλητικές συζητήσεις περί ψευδο-σλαβο-μακεδονισμού δεν έχουν καμμία θέση σήμερα, αλλά και ότι το αμφιλεγόμενο όνομα του καινούργιου κράτους (το οποίο θα μπορούσε να βαφτιστεί Yugomacedonia), η σημαία του και το σύνταγμά του δεν επιτρέπεται να δημιουργούν εντάσεις σε ένα σημείο του κόσμου το οποίο χρειάζεται απεγνωσμένα ειρήνη και όχι κι άλλες αιματηρές συγκρούσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε θρησκευτικούς πολέμους στην Ευρώπη του 2000.
Η δε θανατηφόρος απόφαση της μικρής Αλβανίας, να εγκαταστήσει χιλιάδες Μουσουλμάνους κατά μήκος των συνόρων με την Ελλάδα, είναι ένα βήμα προς αυτή την τρομακτική κατεύθυνση.