Η ανάλυση της ψήφου στον β΄ γύρο στις κυπριακές εκλογές, όπου ο Νίκος Χριστοδουλίδης εξελέγη νέος πρόεδρος της χώρας, αναδεικνύει σοβαρές προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν την επόμενη μέρα τα κόμματα και ο νέος πρόεδρος.
Ο Κυπριακός λαός επέλεξε τον Νίκο Χριστοδουλίδη ως πρόεδρο του για την επόμενη πενταετία, με 51,91%. Ο κ. Χριστοδουλίδης ήταν το φαβορί μετά το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου και τούτο επιβεβαιώθηκε στην κάλπη στις εκλογές στην Κύπρο.
Ωστόσο, το αποτέλεσμα στις Κυπριακές εκλογές αναδεικνύει σοβαρές μετατοπίσεις και προκλήσεις για τα πολιτικά κόμματα.
Ο διχασμός στην κορυφή του ΔΗΣΥ επιβεβαιώθηκε στην κάλπη
Αφενός, επιβεβαιώθηκε ο διχασμός της κορυφής και στη βάση του ΔΗΣΥ αφού οι ψηφοφόροι του κ. Νεοφύτου από τον πρώτο γύρο σχεδόν μοιράστηκαν μεταξύ των δύο υποψηφίων. Ούτως ή άλλως, οι ψηφοφόροι του ΔΗΣΥ θα έκριναν το αποτέλεσμα. Σύμφωνα, με το exit poll του ΡΙΚ το 52% επίλεξε τον νέο πρόεδρο και το 43,5% τον κ. Μαυρογιάννη ο οποίος στηριζόταν από το ΑΚΕΛ.
Ποιον ψήφισαν για πρόεδρο οι ψηφοφόροι του προέδρου του ΔΗΣΥ
Όμως, τόσο ο νέος πρόεδρος όσο και το ΔΗΣΥ θα έχουν να αντιμετωπίσουν και να χειριστούν πολιτικά το εξής παράδοξο: Το ΔΗΣΥ έχει δηλώσει ότι θα ασκεί στον νέο πρόεδρο δημιουργική αντιπολίτευση ενώ έχει ψηφιστεί από το 35% των ψηφοφόρων του στις βουλευτικές εκλογές του 2021, όπως προκύπτει από τα ποιοτικά στοιχεία του exit-poll του ΡΙΚ. Τούτο ίσως οδηγήσει σε επανεκτίμηση της στάσης του ΔΗΣΥ στην πρόκληση του σχηματισμού κυβέρνησης από τον Νίκο Χριστοδουλίδη.
Μηνύματα και προς το ΑΚΕΛ
Η δεύτερη ανάγνωση της κατανομής της ψήφου καταδεικνύει πως πλέον έχουν αμβλυνθεί οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ. Οι ψηφοφόροι του ΔΗΣΥ έχουν γαλουχηθεί κομματικά να αντιμετωπίζουν το ΑΚΕΛ ως τον χειρότερο εχθρό.
Επίσης, το ΑΚΕΛ μπορεί να σκεφτεί να μεταβάλλει την παραδοσιακά σκληρή κομματική προσέγγιση και να αποφασίσει «περεστρόικα», αφού ένας ανεξάρτητος υποψήφιος κατάφερε να περάσει με διαφορετικό λόγο και πιο ανεξάρτητη στάση, στην κυπριακή κοινωνία.
Η άμβλυνση των διαφορών μεταξύ των ψηφοφόρων του ΔΗΣΥ και του ΑΚΕΛ φαίνεται και από το γεγονός ότι το 15% των ψηφοφόρων του κ. Μαυρογιάννη προέρχεται από το ΔΗΣΥ.
Ενδεχομένως, το γεγονός ότι και οι δύο μονομάχοι για την προεδρία προέρχονται από το ΔΗΣΥ να συνέβαλε, όπως και το γεγονός ότι ο κ. Μαυρογιάννης ήταν ανεξάρτητος υποψήφιος και όιχ κομματικό στέλεχος του ΑΚΕΛ.
Προέλευση ψηφοφόρων των μονομάχων στην Κύπρο με βάση την ψήφος τους στον πρώτο γύρο
Το ενδιαφέρον είναι πως με βάση την προτίμησή τους στον πρώτο γύρο οι ψηφοφόροι του προέδρου του ΔΗΣΥ, η μοναδική στενά κομματική υποψηφιότητα που έμεινε εκτός β΄γύρου πραγματικά μοιράστηκαν με το 20% να ψηφίζει Χριστοδουλίδη και το 18% Μαυρογιάννη.
Ανακατατάξεις στο πολιτικό σύστημα της Κύπρου;
Τα κομματικά επιτελεία θα πρέπει αναλύοντας το εκλογικό αποτέλεσμα να διαμορφώσουν νέες στρατηγικές καθώς η προεδρία Χριστοδουλίδη μπορεί να αποτελέσει θρυαλλίδα για το πολιτικό σύστημα και να φέρει ανακατατάξεις ή να οδηγήσει σε νέους σχηματσιμούς ή πολιτικές πρωτοβουλίες τύπου Μακρόν.
Θεωρητικά, οι βουλευτικές εκλογές στην Κύπρο θα διεξαχθούν το 2026, διεξάγονται ανά πενταετία, αλλά η Βουλή μπορεί να αυτοδιαλυθεί με απόφαση της πλεοψηφίας της και να προκηρυχθούν πρόωρες βουλευτικές εκλογές, κάτι που δεν έχει συμβεί τις τελευταίες δεκαετίες.
Η ακροδεξιά ψήφος
Η ψήφος του ακροδεξιού, φασιστικού ΕΛΑΜ, που είχε υποψήφιο τον Χρίστο Χρίστου στον α’ γύρο, πήγε σχεδόν μαζικά στον κ. Χριστοδουλίδη, όπως αναμενόταν. Οι 7 στους 10 ψήφισαν τον νεοκλεγέντα πρόεδρο.
Ποιόν ψήφισαν όσοι επέλεξαν τον ακροδεξιό υποψήφιο στον πρώτο γύρο
Το ζήτημα της σταθερής ακροδεξιάς παρουσίας και οι τάσεις κανονικοποίησής της και στην Κύπρο, όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες αποτελούν ακόμη ένα αγκάθι για το κυπριακό πολιτικό σύστημα.
Συνολικά στο β΄γύρο 405,086 πολίτες προσήλθαν στις κάλπες για να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα. Σε σύγκριση με τον Α’ γύρο το ποσοστό ήταν 72% γεγονός που καταδεικνύει μια αύξηση 0,2 ποσοστιαίων μονάδων.
Κατά τις προηγούμενες Προεδρικές Εκλογές του 2018, το τελικό ποσοστό προσέλευσης ψηφοφόρων ανήλθε στο 73,1%, γεγονός που καταδεικνύει πως η αποχή αυξήθηκε ελαφρώς κατά 0,9 ποσοστιαίες μονάδες.