Στο μικροσκόπιο των υπηρεσιών ασφαλείας μπαίνουν κατά καιρούς πληροφορίες για παραδόσεις φορτίων με παράνομα όπλα από φορτηγά πλοία, μήκους 80 μέτρων, σε απόκρημνα σημεία στα νότια παράλια της Κρήτης.
Πρόκειται για περιοχές που δεν «βλέπουν» σε κάποιον παραλιακό δρόμο. Η πρόσβαση στις παραλίες γίνεται από κακοτράχαλους κάθετους δρόμους.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες των ελληνικών Αρχών, τα πλοία σβήνουν το σύστημα επικοινωνίας τους (AIS) και έτσι δεν εκπέμπουν σήμα για την πορεία τους. Πλησιάζουν τις ακτές, ξεφορτώνουν το παράνομο φορτίο σε φουσκωτά και αναχωρούν ξανά για τα διεθνή ύδατα.
Οι εκτιμήσεις αναφέρουν ότι η «δουλειά» αυτή γίνεται από δύο έως τέσσερις φορές το χρόνο, με τα κυκλώματα να ξεφορτώνουν περίπου 200-500 όπλα κάθε φορά, μαζί με χιλιάδες σφαίρες.
Αυτός εκτιμάται ότι είναι ένας από τους βασικούς τρόπους «ανατροφοδότησης» του νησιού με όπλα και πυρομαχικά, ενώ δεν αποκλείεται ένα μέρος αυτού του οπλισμού να καταλήγει και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας.
Συνολικά στο νησί, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των Αρχών, υπάρχουν ένα εκατομμύριο όπλα.Πόσο, όμως, κοστίζουν στη μαύρη αγορά; «Το… αγαπημένο όλων πλέον υποπολυβόλο Ak-47 Kalashnikov, μπορεί να το βρει κάποιος σε τιμή που ξεκινά από 800-1.000 ευρώ και φτάνει τα 2.000-2.500 ευρώ, ανάλογα με τη χώρα προέλευσης (τα κινέζικα αντίγραφα είναι πιο φθηνά), το πόσο χρησιμοποιημένο είναι και το εάν έχει αυτόματο κοντάκι.
Από 800 έως 1.500 ευρώ κοστίζουν πιστόλια ανατολικής προέλευσης. Με 1.200 ευρώ, μπορεί κανείς να αποκτήσει ένα γιουγκοσλάβικο πιστόλι τύπου Zastava (με γεμιστήρα 8 φυσιγγίων), ενώ αρκετά υψηλότερη είναι η τιμή για ένα πιστόλι από δυτική χώρα (Glock, Magnum, USP) με το κόστος να ξεκινάει από 2.000 ευρώ και να φτάνει ακόμα και τις 4.000 ευρώ.
Επίσης, με μόλις 150-200 ευρώ μπορεί κανείς να αγοράσει μία χειροβομβίδα αμυντικού τύπου. Τέλος, ένα κουτί με 50 σφαίρες κοστίζει περίπου 50 ευρώ», επισημαίνει γνώστης της «μαύρης» αγοράς όπλων.
Γιατί, όμως, ένα νησί «πλημμυρισμένο» από όπλα να χρειάζεται ανατροφοδότηση; Ο Ρεθυμνιώτης εγκληματολόγος και συγγραφέας, Γιώργος Παπακωνσταντής, ο οποίος έχει διατελέσει υποδιευθυντής της Αστυνομικής Διεύθυνσης Ρεθύμνου, εξηγεί στο «Έθνος της Κυριακής» ότι:
«υπάρχει ανταγωνισμός για το ποιος έχει το καλύτερο όπλο. Η επίδειξη γίνεται στα γλέντια, όπου ο ένας βλέπει το όπλο του άλλου. Εκεί γεννιέται η επιθυμία για αγορά όλο και πιο καινούργιων όπλων.
Η Κρήτη έχει κυριολεκτικά γεμίσει. Υπάρχει ένας πυρήνας Κρητικών που τα κουβαλάει πάνω του και τα χρησιμοποιεί σε εκδηλώσεις. Όποιος έχει μεγαλύτερη δύναμη πυρός, έχει και μεγαλύτερη εξουσία στο περιβάλλον του και στις δουλειές του. Μέσα από τη βία επιβάλλεται στους άλλους. Ένας μεγαλύτερος πυρήνας, σχεδόν το σύνολο της κοινωνίας, ανέχεται τα όπλα και δεν καταδικάζει τη χρήση τους».Ο Γιώργος Παπακωνσταντής εξηγεί ότι στην Κρήτη ακόμα και ο έμπορος όπλων δεν θεωρείται εγκληματίας και έτσι κανείς δεν θα μπει στη διαδικασία να βοηθήσει μία έρευνα της Αστυνομίας για τη σύλληψή του.
«Εάν γίνει μία σύλληψη σε κάποιο ορεινό χωριό για οπλοκατοχή, η κοινωνία θεωρεί τον συλληφθέντα άτυχο που έπεσε θύμα κάποιου ρουφιάνου.
Η κοινωνία είναι αντίθετη σε τέτοιου είδους έρευνες. Η έξαρση της οπλοχρησίας ξεκίνησε τη δεκαετία του 80’, όταν η οικονομική άνθηση, μέσω των κρατικών επιχορηγήσεων, αύξησε την επιθυμία για όπλα, με την επίφαση της παράδοσης, της κρητικής κουλτούρας και της λεβεντιάς. Βλέπαμε όπλα του 1ου και 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, τα οποία με την πάροδο του χρόνου αντικαταστάθηκαν με Καλάσνικοφ και Uzi», προσθέτει ο απόστρατος αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ.
Οι λύσεις που προτείνονται από τον κ. Παπακωνσταντή είναι η χορήγηση κινήτρων από το κράτος είτε για την παράδοση είτε για τη δήλωση των παράνομων όπλων και η διευκόλυνση έκδοσης νόμιμων αδειών, σε συνδυασμό με την ταυτοποίηση όλων των νόμιμων όπλων από την Αστυνομία.
Με τον τρόπο αυτό θα μπορούν οι Αρχές να συνδέουν τους κάλυκες που εντοπίζονται, μετά από εγκληματικές πράξεις ή άσκοπους πυροβολισμούς, με τα όπλα που χρησιμοποίησαν οι δράστες.
Πηγή: http://ethnos.gr