Είδα έναν άνθρωπο πανέξυπνο, πολύ μορφωμένο, με μυαλό αναλυτικό όσο και συνθετικό, και μια μνήμη φοβερή
Ο Μίκης Θεοδωράκης μιλά στο δημοσιογράφο και συγγραφέα Δημήτρη Γκιώνη (περιοδικό «Ε» της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας», 24 Απριλίου 2009) για τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (1990-1992), αρχικά ως υπουργού χωρίς Χαρτοφυλάκιο και εν συνεχεία ως υπουργού Επικρατείας:
«Η κορύφωση των παθών μου ήταν η συμμετοχή μου στην κυβέρνηση Μητσοτάκη – αυτό ήταν το χειρότερό μου».
– Όταν σας έκανε υπουργό άνευ χαρτοφυλακίου, άνευ τίποτα δηλαδή. Πώς το δεχτήκατε;
«Ο Μητσοτάκης ήταν ένας άνθρωπος με τον οποίο, ενώ προδικτατορικά οι σχέσεις μας ήταν τεταμένες, όταν επί δικτατορίας βρεθήκαμε στο Παρίσι, μου ζήτησε να συναντηθούμε. Πήγαμε σε μια καφετέρια, πρώτη φορά μαζί, και μου λέει ότι ήθελε να γραφτεί στο Πατριωτικό Μέτωπο, σαν απλό μέλος. Έχω μεγάλη οικογένεια, μου είπε, και αν το Μέτωπο θέλει, θα πάω στην Κρήτη να κάνω αντάρτικο».
– Aκούγεται σαν καλαμπούρι.
«Του είπα ότι δεν μπορεί να γίνει. Με συγκινείς, αλλά πολιτικά δεν στέκει. Αυτή είναι η προσωπική μου τραγωδία, μου λέει τότε, εμένα που υπήρξα βενιζελικός. Μείναμε σύμφωνοι, όμως, να έχουμε μια επαφή, γιατί ο Μητσοτάκης ήταν ο καλύτερα πληροφορημένος Έλληνας του Παρισιού. Είχε τον Μπακογιάννη στο Μόναχο, τον Λαμπρία στο Λονδίνο, τον Μαθιόπουλο στην Κολωνία, και ήξερε ακριβώς τι γινόταν με τη χούντα. Είδα έναν άνθρωπο πανέξυπνο, πολύ μορφωμένο, με μυαλό αναλυτικό όσο και συνθετικό, και μια μνήμη φοβερή. Είχε πολλά προσόντα».
– Αλλά δεν έπεισε σε τίποτα. Φαίνεται όμως ότι έπεισε εσάς. Πώς έγινε και πήγατε μαζί του;
«Είχε προηγηθεί το σκάνδαλο Κοσκωτά, που δεν ήταν μόνο ένα σκάνδαλο οικονομικό, ήταν κι ένα σκάνδαλο Τύπου, και μην ξεχνάς ότι τα πρώτα πυρά εναντίον του Παπανδρέου ξεκίνησαν από εφημερίδες που τον υποστήριζαν, όπως η δική σας. Ο Ανδρέας ήταν ένας άνθρωπος εγωκεντρικός και τα πρότυπά του ήταν ο Καντάφι, ο Άσαντ, ο Σαντάμ Χουσεΐν. Λοιπόν, ο Ανδρέας συνέλαβε αυτή τη μονοκρατορία με πολιτικά και εκλαϊκευτικά μέσα. Μολονότι είχε το μονοπώλιο της ΕΡΤ, τον ενοχλούσε ότι υπήρχαν δικές του εφημερίδες που του έκαναν κριτική. Δεν το ήθελε αυτό, ήθελε ένα είδος πολιτισμένης δικτατορίας – γι’ αυτό κι εγώ ξεσηκώθηκα».
– Και βρεθήκατε με τον Μητσοτάκη.
«Είχε προηγηθεί η συμφιλίωση Αριστεράς – Δεξιάς, με τις κυβερνήσεις Τζαννετάκη και Ζολώτα, η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφυλίου, μ’ εμένα απέξω. Κι εκεί, το 1989, όταν ο Μητσοτάκης διεκδικούσε την πρωθυπουργία, αποφάσισα να τον ενισχύσω. Και τότε μου είπε να μπω στο υπουργικό συμβούλιο. Του είπα ότι αυτό είναι αδύνατο, αυτό τον καιρό γράφω μια όπερα, δουλεύω 18 ώρες το εικοσιτετράωρο, τι να πάω να κάνω; Γραφειοκρατία;»
– Τελικά όμως ενδώσατε.
«Τελικά, μου λέει, το βρήκα. Θα έχεις μια θέση επιτελική, θα γίνεις βουλευτής Επικρατείας. Θα γίνει μια επιτροπή όπου θα είναι οι υπουργοί Πολιτισμού και Παιδείας κι εγώ, αλλά εσύ θα έχεις τον πρώτο λόγο, σε θέματα πολιτισμού και παιδείας – και με έπεισε. Θα είναι, πρόσθεσε, μια τιμητική θέση, αμέσως μετά τον πρωθυπουργό. Αν θυμάσαι, η κυβέρνηση εκείνη άργησε να συγκροτηθεί. Κάποια στιγμή με παίρνει νύχτα τηλέφωνο και μου λέει: Αύριο ορκιζόμαστε. Πήγα εκεί μπροστά και περίμενα. Κι έρχεται η στιγμή να υπογράψουμε. Πρώτος ο Μητσοτάκης – λέω θα ’μαι αμέσως μετά. Αλλά ήταν άλλοι. Όλοι οι άλλοι, και στο τέλος: Κύριε Θεοδωράκη, η σειρά σας, μου λέει ο γραμματέας. Τι γίνεται; ρωτάω τον Μητσοτάκη. Έγινε κάποιο λάθος, μου λέει, σε μια βδομάδα θα τακτοποιηθεί. Η εβδομάδα κράτησε ένα χρόνο!»
– Ώσπου παραιτηθήκατε. Τελικά ο Μητσοτάκης σάς ενέπαιξε;
«Δεν με ενέπαιξε, γιατί όχι μόνο ήθελε να γίνει αυτό που μου υποσχέθηκε, αλλά και να στελεχώσει τη ΝΔ με νομάρχες, γενικούς γραμματείς, ακόμα και υπουργούς από την Αριστερά. Αλλά οι δυνάμεις οι αντίθετες ήταν μεγάλες – δεν μπορούσε να το κάνει».
Στις 11 Απριλίου 1990 έλαβε χώρα η τελετή ορκωμοσίας του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ως πρωθυπουργού της χώρας, μετά την επικράτησή του —τρίτη διαδοχική, ύστερα από εκείνες του Ιουνίου και του Νοεμβρίου του 1989— στις βουλευτικές εκλογές που είχαν διεξαχθεί τρεις ημέρες νωρίτερα, στις 8 Απριλίου 1990.