Ήταν 23 Απριλίου 2010, ακριβώς 9 χρόνια πριν. Με μια σύντομη δήλωση, περίπου 600 λέξεων, ο τότε πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου ανακοίνωνε ότι η χώρα θα προσέφευγε επισήμως στο μηχανισμό στήριξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο βαθμό που οι αγορές επέμεναν να αντιμετωπίζουν εχθρικά την ελληνική οικονομία και επιδίωκαν να αποδομήσουν «όχι μόνο τις θυσίες του Ελληνικού λαού, αλλά και την ομαλή πορεία της οικονομίας».
Ο τότε πρωθυπουργός παραδεχόταν ότι αυτό που ήταν μπροστά ήταν μια «Οδύσσεια» αλλά υποσχόταν ότι στο τέλος θα βρίσκαμε την «Ιθάκη».
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι στο μόνο στο οποίο έπεσε μέσα ο Γ. Παπανδρέου ήταν η διάρκεια της μνημονιακής εμπλοκής της χώρας. Συμπληρώνουμε ήδη εννιά χρόνια μνημονίων.
Ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου όριζε με τον παρακάτω τρόπο την προοπτική: «Ο τελικός μας στόχος, ο τελικός μας προορισμός είναι να απελευθερώσουμε την Ελλάδα από επιτηρήσεις και κηδεμονίες. Να απελευθερώσουμε τις δυνάμεις του Ελληνισμού, τον κάθε Έλληνα και Ελληνίδα από αντιλήψεις, πρακτικές και συστήματα που τον εμποδίζουν παντού, εδώ και δεκαετίες. Να δώσουμε οξυγόνο εκεί που υπάρχει ασφυξία, δικαιοσύνη και κανόνες εκεί που υπάρχει αδικία, διαφάνεια εκεί που υπάρχει σκοτάδι, σιγουριά εκεί που υπάρχει ανασφάλεια, και ανάπτυξη για όλους».
Εννιά χρόνια μετά είναι προφανές ότι δεν ήρθε η απαλλαγή ούτε από την επιτήρηση ούτε από την κηδεμονία. Κυρίως δεν επήλθε καμία απελευθέρωση της ελληνικής κοινωνίας και των δημιουργικών της δυνάμεων.
Η Ελλάδα μετά από 9 χρόνια είναι μια χώρα αποκαρδιωμένη, με απώλεια δημιουργικών δυνάμεων, αναιμική ανάπτυξη, ενεργό brain drain και μεγάλο μέρος της κοινωνίας κυρίως να επεξεργάζεται τεχνικές επιβίωσης και όχι ανάπτυξης.
Τα μνημόνια: εγγύηση κοινωνικής καταστροφής
Αυτό που δεν είπε ο Γ. Παπανδρέου ήταν ότι στο μεταξύ είχε ήδη επεξεργαστεί σε συνεργασία με τους δανειστές της χώρας ένα σχέδιο που οι δανειστές φρόντισαν να είναι συνταγή εγγυημένης καταστροφής.
Γιατί τότε επιλέχτηκε να μας στηρίξουν τόσο οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, δηλαδή η ΕΕ και η ΕΚΤ, όσο και το ΔΝΤ. Το σκεπτικό ήταν ότι με αυτό τον τρόπο θα συνδυάζαμε την ευρωπαϊκή «αλληλεγγύη» με την τεχνογνωσία του ΔΝΤ στα διαβόητα προγράμματα «δομικής προσαρμογής», δηλαδή ουσιαστικά προγράμματα ιδιωτικοποιήσεων, αλλαγών στις εργασιακές σχέσεις και μισθολογικής λιτότητας.
Επιπλέον, ήταν οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ, όπως ο τότε επικεφαλής οικονομολόγος Ολιβιέρ Μπλανσάρ, που είχαν επεξεργαστεί τη διαβόητη στρατηγική της «εσωτερικής υποτίμησης». Σύμφωνα με αυτή μέσα σε συνθήκες κοινού νομίσματος, για να ανακτηθεί η χαμένη ανταγωνιστικότητα χρειάζεται να μειωθεί σε απόλυτους όρους ο ονομαστικός μισθός. Όπως ακριβώς έγινε και στην Ελλάδα.
Μόνο που το ΔΝΤ πάντοτε υποστήριζε ότι σε μια υπερχρεωμένη χώρα δεν αρκεί απλώς να επιβληθούν οι διαρθρωτικές αλλαγές και η λιτότητα. Χρειαζόταν και μια διαγραφή ενός σημαντικού μέρους του χρέους, έτσι ώστε να αποφευχθεί ο εγκλωβισμός σε μια συνθήκη ύφεσης.
Όμως, αυτό δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό από τις ευρωπαϊκές χώρες και κυρίως από τη Γερμανία. Για τη αντίληψη της γερμανικής κυβέρνησης οποιοδήποτε σχέδιο για την απομείωση του χρέους θα σήμαινε ότι η Ελλάδα θα μετατρεπόταν σε έναν «ηθικό κίνδυνο» για την ευρωπαϊκή οικονομία που ήταν ακόμη στη δίνη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.
Σε αυτό ας προσθέσουμε και μια πιο «υπολογιστική» σκέψη. Μεγάλο μέρους του ελληνικού κρατικού χρέους το 2010 ήταν στα χέρια γερμανικών και γαλλικών τραπεζών. Οποιαδήποτε απομείωσή του θα είχε επιπτώσεις σε αυτές. Γι’ αυτό και όταν τελικά ενεργοποιηθεί το PSI θα έχουν προλάβει να ξεφορτωθούν το χρέος αυτό, σε αντίθεση με τα ελληνικά ΝΠΔΔ που είδαν τα αποθεματικά τους να συρρικνώνονται.
Το αποτέλεσμα ήταν στην Ελλάδα θα επιβληθεί ένα σοκ λιτότητας σε συνδυασμό με συνολική εκτίναξη του χρέους (εφόσον στο ήδη υπέρογκο χρέος προστέθηκαν τα δάνεια με την Τρόικα).
Αυτό οδήγησε σε μια ύφεση χωρίς προηγούμενο στην Ευρώπη από την εποχή της δεκαετίας του 1930, ένα πραγματικό «σπιράλ θανάτου» ανάμεσα στο χρέος, τη λιτότητα και την ύφεση.
Λίγα χρόνια αργότερα θα είναι ο Ολιβιέρ Μπλανσάρ αυτός που θα παραδεχτεί ότι το ΔΝΤ είχε κάνει λάθος στον υπολογισμό των «δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών». Κοινώς παραδέχτηκε ότι έφτιαξαν μια συνταγή για ύφεση και οικονομική καταστροφή.
Το κοινωνικό κόστος των μνημονίων
Για να καταλάβουμε το μέγεθος της οικονομικής συρρίκνωσης που έφεραν τα μνημόνια αρκεί να αναλογιστούμε ότι το γ’ τρίμηνο του 2017 το ΑΕΠ ήταν 25,6% χαμηλότερο από το α’ τρίμηνο του 2008.
Η ανεργία εκτινάχθηκε. Τον Ιούλιο του 2013 είχαμε το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας (εποχιακά σταθμισμένο) στο 27,9% και μόλις τον Μάιο του 2018 κατάφερε να υποχωρήσει κάτω από το «ψυχολογικό» όριο του 20% και ακόμη και σήμερα είναι στο 18%. Παράλληλα, επεκτάθηκε και η μερική απασχόληση που αυξήθηκε κατά 39%.
Οι μισθωτοί υπέστησαν σημαντικές μισθολογικές μειώσεις. Το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ υπολογίζει σε περίπου 20% την ονομαστική μείωση μισθών και ημερομισθίων ανάμεσα στο 2010 και το 2018.
Αντίστοιχες ήταν και οι μειώσεις των συντάξεων. Ξεκινώντας από την κατάργηση των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα για τους συνταξιούχους που προηγήθηκαν των ίδιων των Μνημονίων, οι συνταξιούχοι είχαν 23 μειώσεις των συντάξεών τους μέσα σε ένα διάστημα 7 ετών και υπολογιστεί ότι οι συνταξιούχοι έχασαν συνολικά περίπου 50 δισεκατομμύρια ευρώ μέχρι το 2017.
Η αύξηση του κατώτατου μισθού και η κατάργηση του υποκατώτατου μισθού ήταν η μόνη μερική αναίρεση που υπήρξε ως προς τις αλλαγές στα εργασιακά, αλλά ακόμη και αυτή δεν έχει μπορέσει να αναιρέσει τις πολύ μεγάλες μειώσεις της προηγούμενης περιόδου. Ούτε βέβαια έχουν επανέλθει πλήρως οι προηγούμενες ρυθμίσεις για τις συλλογικές συμβάσεις που πριν την κρίση αποτελούσαν ένα πεδίο με το οποίο εξασφαλίζονταν αυξήσεις και άλλες βελτιώσεις των εργασιακών συνθηκών στον ιδιωτικό τομέα.
Παράλληλα, μειώθηκε κατά περίπου 30% ο συνολικός αριθμός των απασχολούμενων στο δημόσιο, ενώ υπήρξε και ένα πραγματικό κύμα ιδιωτικοποιήσεων. Όμως, δεν είναι μόνο η συρρίκνωση της απασχόλησης στο δημόσιο τομέα αλλά και το μεγάλο κύμα ιδιωτικοποιήσεων που συνέβαλαν στη συνολική συρρίκνωση του δημοσίου.
Αρκεί να σκεφτούμε ότι στην περίοδο που συζητάμε ανάμεσα στα άλλα ιδιωτικοποιήθηκαν 14 περιφερειακά αεροδρόμια, τα δύο μεγαλύτερα λιμάνια της χώρας (ΟΛΠ και ΟΛΘ), τμήμα του ΑΔΜΗΕ, η ΤΡΑΙΝΟΣΕ, ο ΔΕΣΦΑ, προχώρησε η επένδυση στο Ελληνικό, ενώ σε εξέλιξη βρίσκονται μια σειρά από μεγάλες ιδιωτικοποιήσεις από την Εγνατία Οδό έως λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ.
Τα μνημόνια ήρθαν για να μείνουν
Τυπικά η χώρα είναι «εκτός προγράμματος». Θυμόμαστε, άλλωστε, τη φιέστα στο Ζάππειο που διακηρύχθηκε η έξοδος από τα μνημόνια.
Όμως, τα μνημόνια είναι εδώ: ως «μεταρρυθμίσεις» που δεν μπορούν να ανατραπούν, ως συνεχιζόμενη «ενισχυμένη εποπτεία» και επιτήρηση της ελληνικής οικονομίας, ως ένα σύνολο από πληγές στο κοινωνικό σώμα που αργούν να επουλωθούν.
Η ελληνική κοινωνία αντιστάθηκε στα μνημόνια, όμως οι κυβερνήσεις που την εκπροσώπησαν ηττήθηκαν στην αντιπαράθεση με τους δανειστές, συμπεριλαμβανομένης αυτής που είχε κάποτε υποσχεθεί την κατάργηση των μνημονίων «με ένα νόμο και ένα άρθρο».
Η Ελλάδα του 2019 δεν είναι απλώς μια χώρα φτωχότερη και τραυματισμένη. Είναι μια χώρα ακόμη υπερχρεωμένη, με ένα σημαντικό μέρους του επιστημονικού δυναμικού της στο εξωτερικό, με την ανάπτυξη επί της ουσία ακόμη να αναμένεται και με τα αποθέματα ελπίδας να έχουν αδειάσει.
Εννιά χρόνια μετά το Καστελόριζο η οδύσσεια συνεχίζεται.