Η ΔΕΘ, τα θετικά μέτρα και το πολιτικό σχέδιο του Κυριάκου Μητσοτάκη
Ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ δεν ανακοίνωσε μια σειρά οικονομικών μέτρων. Στην πραγματικότητα διατύπωσε ένα πολιτικό σχέδιο. Το επόμενο διάστημα θα φανεί πόσο εφικτό είναι
Η πολιτική σημασία της ΔΕΘ και των εξαγγελιών που κάνουν οι πρωθυπουργοί εκεί είναι γνωστή. Με αυτή την έννοια, παρότι ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης προσπάθησε να παρουσιάσει τις δικές του εξαγγελίες ως ένα είδος δεσμεύσεων που διαφέρουν από αυτές που έκαναν οι προκάτοχοί του, στην πραγματικότητα και αυτός χρησιμοποίησε το βήμα των εγκαινίων της ΔΕΘ για να παρουσιάσει την πολιτική του στρατηγική και μάλιστα σε βάθος τετραετίας.
Προφανώς και το σχέδιο αυτό κατεξοχήν επενδύει στην οικονομία και στην κυβερνητική στρατηγική για την ανάπτυξη, όμως περιλάμβανε και πολιτικές στοχοθεσίες που δεν αφορούσαν στενά την οικονομία. Ούτως ή άλλως, θα μπορούσαμε να πούμε ότι τίποτα δεν είναι πιο πολιτικό από την οικονομία, ιδίως για μια χώρα που εξακολουθεί να μικρότερο ΑΕΠ από αυτό που είχε δέκα χρόνια πριν και 17% ανεργία.
Η στρατηγική των φοροελαφρύνσεων και η προσπάθεια διαμόρφωσης κοινωνικής συμμαχίας
Οι φοροελαφρύνσεις ήταν εξαρχής κομβική επιλογή της κυβέρνησης στην προσπάθειά της να μπορέσει να δώσει το στίγμα ότι υπάρχει μια βελτίωση της οικονομικής κατάστασης μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού. Στο βαθμό που δεν θα μπορούσε να εξαγγείλει μειώσεις στα τιμολόγια κοινής ωφέλειας (ακόμη και οι όποιες σχεδιαζόμενων μειώσεις στα τιμολόγια της ΔΕΗ συμψηφίστηκαν με τις αυξήσεις με σκοπό τη σωτηρία της επιχείρησης), προτίμησε), ούτε και αυξήσεις στουςΒέβαια, οι φοροελαφρύνσεις αυτές περισσότερο θα γίνουν αισθητά σε στρώματα επαγγελματιών, καθώς στους μισθωτούς, ειδικά τους χαμηλόμισθους, είναι μικρότερες ως αποτέλεσμα, όμως και αυτό αντιστοιχεί στην αναβαθμισμένη σχέση που διεκδικεί η ΝΔ με τη «μεσαία» τάξη και τη ρητά διατυπωμένη θέση της ότι η προηγούμενη κυβέρνηση αδίκησε αυτά τα στρώματα για να ενισχύσει τα φτωχότερα.
Η ίδια η κυβέρνηση παρουσίασε τις ελαφρύνσεις αυτές ως εργαλείο ανάπτυξης. Εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι η σχέση των φοροελαφρύνσεων και της ανάπτυξης δεν είναι γραμμική. Ελαφρύνσεις που διευκολύνουν επιχειρηματικές δραστηριότητες, όπως είναι αυτές που αφορούν την οικοδομική δραστηριότητα, μπορούν όντως να διευκολύνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα. Ελαφρύνσεις που αφορούν τα επιχειρηματικά κέρδη απαιτούν και άλλες προϋποθέσεις, κυρίως σε ό,τι αφορά το συνολικό θεσμικό πλαίσιο και την πρόσβαση σε χρηματοδότηση. Να το πούμε απλά οι επενδύσεις σήμερα δεν μπορούν απλώς να στηριχτούν στη μείωση της φορολογίας των κερδών και των μερισμάτων, χρειάζονται και τραπεζικό δανεισμό και αξιοποίηση ευρωπαϊκών κονδυλίων και ενεργοποίηση του προγράμματος δημόσιων επενδύσεων και φυσικά υποδομές.
Αντίστοιχα, οι ελαφρύνσεις που αφορούν το προσωπικό διαθέσιμο εισόδημα, στην πραγματικότητα εμμέσως μέσω της όποιας αύξησης της ενεργού ζήτησης συμβάλουν στην ανάπτυξη.
Η διευκόλυνση των επενδύσεων
Η κυβέρνηση της ΝΔ ήδη από την προεκλογική περίοδο δεν έκρυψε την πεποίθησή της ότι η ανάπτυξη θα έρθει κυρίως από την ενεργοποίηση του ιδιωτικού / επιχειρηματικού τομέα της οικονομίας και όχι από την αύξηση της δημόσιας δαπάνης ή τους διορισμούς στο δημόσιο.
Με αυτή την έννοια λογικό είναι να επιδιώκει να δώσει τον τόνο ότι διευκολύνονται οι επενδύσεις στην Ελλάδα. Αυτό μέχρι στιγμής έχει κυρίως τεθεί σε σχέση με τις λεγόμενες «εμβληματικές» επενδύσεις, αυτή του Ελληνικού, όπου η κυβέρνηση προσδοκά την γρήγορη διενέργεια του διαγωνισμού για το Καζίνο, αλλά και τις Σκουριές όπου η ΝΔ εξαρχής δεν συμμερίστηκε, παρά τις πολύ έντονες διαμαρτυρίες σημαντικού μέρους του τοπικού πληθυσμού, ότι το έργο θα επιφέρει περιβαλλοντική υποβάθμιση.
Από εκεί και πέρα είναι σαφές ότι η κυβέρνηση προσδοκά σχετικά γρήγορες επενδύσεις στο χώρο του τουρισμού και του real estate, όπως και στον ευρύτερο ενεργειακό τομέα και μεσοπρόθεσμα στη διαμόρφωση νέων συνεργειών ανάμεσα στο χώρο της έρευνας και της επιχειρηματικότητας.
Σε αυτό το πλαίσιο έκανε σαφές ο πρωθυπουργός ότι θα επιταχυνθούν οι προσπάθειες για απόδοση χώρων προς αξιοποίηση σε επενδυτικά σχήματα, π.χ. το στρατόπεδο Καρατάσιου στη Θεσσαλονίκη.
Τμήμα αυτής της προσπάθειας και η διαφαινόμενη προσπάθεια να αρθούν περιορισμοί που είτε αφορούν το περιβάλλον και τον ορισμό του δημόσιου χώρου, όπως είναι οι σχεδιαζόμενες αλλαγές στο καθεστώς του αιγιαλού, είτε την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς (αρχαιολογική νομοθεσία κ.λπ.).
Η κυβέρνηση ελπίζει ότι η επιτάχυνση τέτοιων σχεδίων κυρίως θα δημιουργήσει άμεσα θέσεις εργασίας και θα βελτιώσει το συνολικό οικονομικό κλίμα. Παράλληλα, όπως φάνηκε και από τα ταξίδια του πρωθυπουργού στο εξωτερικό αλλά και στη συνάντηση με τον αμερικανό υπουργό Εμπορίου Γουίλμπουρ Ρος, η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να προσελκύσει και ξένες επενδύσεις μισθούς και τις συντάξεις, χρειαζόταν τις φοροελαφρύνσεις ως τρόπο κρίσιμα στρώματα να δουν κάποια βελτίωση των απολαβών τους.
Η προσπάθεια απεύθυνσης στον κόσμο της εργασίας
Από τη συνολική παρουσία του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Θεσσαλονίκη φάνηκε ότι η κυβέρνηση προσπαθεί να βρει τρόπους απεύθυνσης στη μισθωτή εργασία. Αυτό είναι λογικό εάν σκεφτούμε την παραδοσιακή σχέση της ΝΔ με τις εργοδοτικές οργανώσεις και τη γενικότερη αίσθηση ή και παράδοση ότι δεν είναι ένα κόμμα των μισθωτών.
Ως προς το θέμα αυτό ο πρωθυπουργός προσπάθησε να διατυπώσει μια κατεύθυνση που θα συνδυάζει την μεγαλύτερη απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, κάτι που θα αποτυπωθεί σε κινήσεις όπως η εξαίρεση επιχειρήσεων από την ισχύ κλαδικών συμβάσεων στο πλαίσιο διαδικασιών διάσωσης, με την προσπάθεια για αυστηρότερη εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας.
Η κίνηση στηρίζεται μάλλον στην εκτίμηση ότι σήμερα μεγάλο μέρος των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους σε μορφές ρύθμισης όπως οι συλλογικές συμβάσεις, ή δεν καλύπτονται στην πράξη από αυτές, δεν εκπροσωπούνται συνδικαλιστικά, θεωρούν σημαντική την απλή κατοχή μιας θέσης εργασίας παρά τους όρους της και κατά συνέπεια κυρίως επιθυμούν έναν πυρήνα νομιμότητα που να τηρείται έναντι των ακραίων εκδοχών εργοδοτικής ασυδοσίας.Το χρονοδιάγραμμα μιας τετραετίας
Το σχέδιο της κυβέρνηση δείχνει να στηρίζεται σε μια αρχική προσπάθεια μέχρι το τέλος του 2020 να φανεί ότι η Ελλάδα είναι συνεπής στις υποχρεώσεις και κάνει «επανεκκίνηση», παράλληλα με την προσπάθεια να υπάρξουν τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης. Στο τέλος αυτής της περιόδου η κυβέρνηση ελπίζει ότι θα μπορέσει να κερδίσει τη μάχη του περιορισμού των πρωτογενών πλεονασμάτων και σε αυτή τη βάση να μπορέσει από το 2021 και κυρίως στα «προεκλογικά 2022 και 2023 να κάνει το επόμενο μεγάλο κύμα ελαφρύνσεων με βάση και τις δηλώσεις του πρωθυπουργού, ώστε να έχει και το αναγκαίο θετικό momentum στην πορεία προς τις εκλογές.
Οι δυσκολίες στη διαδρομή
Οι εξαγγελίες πάντοτε παρουσιάσουν μια εικόνα της πραγματικότητας λίγο πιο θετική από όσο είναι, όσες διαβεβαιώσεις και εάν δίνονται περί του αντιθέτου. Και παρότι η κυβέρνηση απέφυγε μια γενική παροχολογία υπάρχουν πραγματικές δυσκολίες στο πλήρες ξεδίπλωμα αυτής της πολιτικής.
Καταρχάς, ο συνδυασμός ανάμεσα σε αυτές τις ελαφρύνσεις και τη διατήρηση για το 2019-2020 των υψηλών πλεονασμάτων, διαμορφώνει μια δημοσιονομική πίεση. Η κυβέρνηση εκτιμά ότι ο συνδυασμός ανάμεσα στην αναπτυξιακή δυναμική (άρα και τη συνακόλουθη αύξηση των εσόδων), στη θετική επίπτωση των 120 δόσεων και τα αναμενόμενα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις θα διαμορφώσει συνθήκη ισορροπίας.
Όμως, ταυτόχρονα εμμέσως πλην σαφώς η κυβέρνηση έχει παραδεχτεί περικοπές. Όχι στα επιδόματα ή στην ενίσχυση των συνταξιούχων, αλλά στην πολιτική διορισμών, π.χ. σε χώρους όπως η εκπαίδευση, προκρίνοντας σε αυτή τη φάση το χώρο της υγείας και την Αστυνομία.
Έπειτα υπάρχει η αναγκαστική αβεβαιότητα ως προς το εάν ακόμη και το 2021 οι ευρωπαίοι εταίροι θα θέλουν να συζητήσουν μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων ή εάν θα έχουν άλλες προτεραιότητες.
Σε όλα αυτά προστίθεται, ειδικά σε σχέση με τις επενδύσεις, και η αβεβαιότητα από τις τάσεις της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας οικονομίας. Ο πολλαπλασιασμός των σημαδιών ότι έρχεται μια επιβράδυνση ης παγκόσμιας οικονομίας και πιθανώς ύφεση, μπορεί να σημαίνουν ένα νέο τοπίο για την ελληνική οικονομία και πιθανώς μια απροθυμία των επενδυτών για μεγάλες επενδύσεις.
Από εκεί και πέρα, υπάρχει και το ζήτημα του εσωτερικού κοινωνικού κλίματος. Εάν ευρύτερα τμήματα ιδίως εργαζομένων αλλά και επαγγελματιών δεν δουν μια άμεση πραγματική βελτίωση, τότε δεν είναι δεδομένη η σημερινή θετική απήχηση. Ιδίως μάλιστα για τους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα που έχουν δει όλο το προηγούμενο διάστημα μια συνθήκη μισθολογικής υποβάθμισης να θεωρείται αυτονόητη από τμήματα της εργοδοσίας, δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα αρκεστούν στο συνδυασμό απορρύθμισης και αυστηρότερης επιβολής της νομοθεσίας. Και μπορεί το συνδικαλιστικό κίνημα να περνά βαθιά κρίση, αλλά αυτό δεν αναιρεί την πιθανότητα να υπάρξουν τρόποι έκφρασης διαμαρτυρίας και διεκδίκησης.
Σε όλα αυτά ας προσθέσουμε και τα ζητήματα του περιβάλλοντος. Σε μια εποχή που η κλιματική αλλαγή βαραίνει στη σκέψη όλων και όπου υπάρχει πολύ μεγαλύτερη ευαισθησία για την περιβαλλοντική προστασία, η κυβέρνηση θα κληθεί να πείσει ότι η αντίληψή της για την ανάπτυξη δεν συγκρούεται με αυτές τις ευαισθησίες. Διαφορετικά και εκεί μπορεί να συναντήσει αναπάντεχες αντιδράσεις.
Τα σχόλια είναι κλειστά.