Γιάννης Πανούσης: «Αυθαίρετα τα περί Κρητικών νταήδων»
Γιάννης Πανούσης: «Αυθαίρετα τα περί Κρητικών νταήδων»
Ο Γιάννης Πανούσης μιλά για το έγκλημα με την Αμερικανίδα βιολόγο που συγκλόνισε το πανελλήνιο τις τελευταίες μέρες.
Φταίει η κρητική κουλτούρα για την ιδιοσυγκρασία του 27χρονου που χτύπησε με το αυτοκίνητο, σκότωσε και βίασε την Αμερικανίδα βιολόγο;
Τις τελευταίες ημέρες έχουν κατακλύσει το διαδίκτυο, απόψεις από ειδικούς αλλά και απλούς πολίτες , που ισχυρίζονται ότι το ειδεχθές έγκλημα δεν είναι τυχαίο ότι συνέβη στην Κρήτη, καθώς η κουλτούρα της λεβεντογέννας που «θρέφει νταήδες» με κουμπούρια θα μπορούσε να αιτιολογήσει αν όχι την ίδια την πράξη τουλάχιστον την ιδέα αυτής στον συγκεκριμένο τόπο.
Μήπως αυτό είναι απλά μία κοινωνική ακροβασία; Πόσο μπορεί ο γεωγραφικός προσδιορισμός να καθορίσει τα χαρακτηριστικά ενός τέτοιου εγκλήματος; Διερευνώντας μία ενδεχόμενη διασύνδεση κοινωνικών χαρακτηριστικών, χαρακτήρων και δομών στην Κρήτη με την συγκεκριμένη πράξη απευθυνθήκαμε στον εγκληματολόγο κ. Γιάννη Πανούση.
«Υπάρχει μία βασική αρχή. Κάθε έγκλημα έχει τον δικό του κώδικα» δηλώνει ο κ. Πανούσης, επισημαίνοντας κατηγορηματικά ότι οι γεωγραφικοί προσδιορισμοί δεν μπορούν να ενισχύσουν, πόσω μάλλον να αιτιολογήσουν τα στερεότυπα.
«Υπάρχει μία περιρρέουσα κουλτούρα, όπου εντάσσουν το έγκλημα αβάσιμα σε συνάρτηση με την περιοχή». Ωστόσο η διασύνδεση αυτή είναι ανύπαρκτη. Αν ίσχυε αυτό, σε περιπτώσεις όπως παλαιότερα για παράδειγμα στην Ζάκυνθο, αυτό θα σήμαινε ότι το νησί «αιτιολογεί» το έγκλημα. Αντίθετα στην Λευκάδα δεν ισχύει κάτι τέτοιο» επιμένει ο κ. Πανούσης.
«Με την ίδια λογική, στην Κρήτη έχουν γίνει εγκλήματα στο Ρέθυμνο και το Ηράκλειο, ενώ στον αντίποδα δεν έχουν γίνει στον Άγ. Νικόλαο. Αυτό από μόνο του επιβεβαιώνει ότι η κρητική κουλτούρα του νταή «εγκληματία» είναι αβάσιμο και αυθαίρετο συμπέρασμα».
Ο κ. Πανούσης συνεχίζει «Ο 27χρονος έκανε τρία εγκλήματα σε ένα: χτύπησε την Αμερικανίδα βιολόγο με το αυτοκίνητό του, την βίασε και την πέταξε στην σπηλιά όπου και την σκότωσε. Για να γίνουν όλα αυτά χρειάζεται χρόνος. Δεν πρόκειται για μία ευθέως παρορμητική πράξη. Ήθελε και είχε τον χρόνο, τη διάρκεια, για να τελέσει την εγκληματική ενέργεια για την οποία ήταν ψυχικά προετοιμασμένος. Είχε από πριν την ευρύτερη ικανοποίηση και είχε φιλτράρει μέσω του δικού του ηθικού κώδικα το έγκλημα. Είχε αποδεχθεί το έγκλημα και το αποτέλεσμα των πράξεών του. Πρόκειται για μία ατομική πράξη. Του το επέτρεψαν οι συνθήκες (δεν υπήρχε άλλος κόσμος να τον δει, ήταν απομονωμένα κλπ στην περιοχή) και ο ίδιος είχε νομιμοποιήσει την πράξη του – το έγκλημά του δηλαδή- στον ψυχισμό του.
Επιπλέον, ο αναφορές στο ότι ήταν γιος παπά, πατέρας κ.λπ επίσης δεν αιτιολογούν μία συγκεκριμένη συμπεριφορά. Είναι αυθαίρετες οι κατηγοριοποιήσεις ότι για παράδειγμα, ο στρατιωτικός είναι βίαιος, ο πνευματικό άνθρωπος ευαίσθητος κ.λπ. Πρόκειται για μία απόλυτα ατομική πράξη και όλα τα υπόλοιπα είναι καταστροφικές γενικεύσεις» καταλήγει ο Γιάννης Πανούσης.
Εξάλλου, κανείς θα μπορούσε να συμπεράνει ότι εάν δεχτούμε πως ο γεωγραφικός προσδιορισμός καθορίζει το έγκλημα και τον εγκληματία τότε ανάλογες θα έπρεπε να είναι οι αντιδράσεις στην περίπτωση των Σατανιστών της Παλλήνης, του Θεόφιλου Σεχίδη στη Θάσο, ο αποκεφαλισμός της γυναίκας τον Αύγουστο του 2008 στην Σαντορίνη ή ακόμα και του Γιάννη Μπίντου τον Νοέμβριο του 1994 στα Ιωάννινα.
Χαρακτηριστικά εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα
Η περίπτωση των Σατανιστών της Παλλήνης.
«Στις 27 Αυγούστου 1992, ο Ασημάκης Κατσούλας, ο Μάνος Δημητροκάλλης και η Δήμητρα Μαργέτη, οδήγησαν τη 14χρονη Δώρα Συροπούλου σε ερημική τοποθεσία στη Σέσι Κορωπίου για να την προσφέρουν θυσία στον σατανά. Την έγδυσαν, της φόρεσαν χειροπέδες, την έβαλαν να γονατίσει κρατώντας ένα κερί και τη χτύπησαν με ένα ξύλο στο κεφάλι. Όταν διαπίστωσαν ότι η ανήλικη δεν είχε πεθάνει, τη στραγγάλισαν και μετά ασέλγησαν στο άψυχο κορμί της. Στη συνέχεια περιέλουσαν το πτώμα της με βενζίνη και το έκαψαν» αναφέρουν τα δημοσιεύματα του Τύπου.
Ένα χρόνο αργότερα ακολούθησε η δολοφονία της 28χρονης Γαρυφαλλιάς Γιούργα, μητέρα δύο παιδιών και καμαριέρα στο «Μεγάλη Βρετάνια». Ήταν Μεγάλη Τετάρτη του 1993, η γυναίκα επέστρεφε στο σπίτι της στα Γλυκά Νερά, όταν οι Κατσούλας και Δημητροκάλλης υποδυόμενοι τους αστυνομικούς, της ζήτησαν να επιβιβαστεί στο αυτοκίνητο του Κατσούλα. Την οδήγησαν σε ερημικό σημείο στο Κορωπί, όπου τις πέρασαν χειροπέδες στα χέρια, την έγδυσαν και τη βίασαν. Στη συνέχεια ο Κατσούλας της πολτοποίησε το κεφάλι με μία πέτρα, για να μην αναγνωρίζεται.
Η ιστορία των Σατανιστών έγινε τροφή στην παρθένα τότε ιδιωτική τηλεόραση με φανφάρες, ειδικούς και μη, να μιλούν για τους λιγομίλητους, όμορφους Σατανιστές της Παλλήνης. Η Μαργέτη μαζί με τον Δημητροκάλλη έδειξαν ως «εγκέφαλο των σατανιστών» τον Ασημάκη Κατσούλα.
Την 1η Ιουλίου 1995 το δικαστήριο καταδίκασε τον Ασημάκη Κατσούλα σε δύο φορές ισόβια κάθειρξη και πρόσκαιρη κάθειρξη 12 ετών και 10 μηνών. Τον Μάνο Δημητροκάλλη σε δύο φορές ισόβια και πρόσκαιρη κάθειρξη 9 ετών και 10 μηνών. Η Δήμητρα Μαργέτη καταδικάστηκε σε κάθειρξη 17 ετών και 4 μηνών για απλή συνέργεια σε κάθε μία από τις ανθρωποκτονίες και αρπαγή ανηλίκου.
Η Μαργέτη αποφυλακίστηκε το 2001 λόγω καλής διαγωγής, δημιούργησε οικογένεια και προσπαθεί να ξαναχτίσει τη ζωή της. Ελεύθερος είναι πλέον και ο Δημητροκάλης ενώ ο Ασημάκης Κατσούλας αφέθηκε ελεύθερος μετά από 24 χρόνια, όταν αποφυλακίστηκε πέρυσι υπό αυστηρούς περιοριστικούς όρους από τις φυλακές Αγιάς στην Κρήτη.
Η περίπτωση Σεχίδη
Ο Θεόφιλος Σεχίδης συγκλόνισε το πανελλήνιο όταν στα 24 του χρόνια σκότωσε και αποκεφάλισε τον πατέρα, τη μητέρα, την αδελφή, τη γιαγιά και έναν θείο του. Τεμάχισε τα πτώματα και έβαλε τα μυαλά των θυμάτων στο ψυγείο «για να τα μελετήσει» όπως θα δήλωνε αργότερα.
«Τον πατέρα μου και τον θείο μου τους σκότωσα με όπλο. Τη μητέρα μου, την αδελφή μου και τη γιαγιά μου τις αποκεφάλισα με δύο μαχαίρια», είπε στην ομολογία του ο Θεόφιλος Σεχίδης, ο 24χρονος που δολοφόνησε σε μια μέρα όλη του την οικογένεια.
Οι δολοφονίες συνέβησαν στη Θάσο τον Μάιο του 1996 και αποκαλύφθηκαν τον Αύγουστο του ίδιου έτους. Τότε, ο Θεόφιλος Σεχίδης ήταν 24 χρόνων και φοιτούσε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Κομοτηνής. Το έγκλημα εξιχνιάστηκε όταν η θεία του Ελένη Σεχίδη, γυναίκα του θείου του, κατήγγειλε στη βελγική αστυνομία ότι είχε χάσει τα ίχνη του άντρας της, όπως και των υπόλοιπων μελών της οικογένειας.
Μετά από τις ανεπιτυχείς προσπάθειες της βελγικής αστυνομίας να εντοπίσει τον άνδρα της και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς της, η Ελένη Σαχίδη ταξίδεψε στη Φλώρινα, από όπου καταγόταν η οικογένεια.
Στις 3 Αυγούστου πήγε και ο δράστης του εγκλήματος στη Φλώρινα, ο οποίος «έπαιζε θέατρο» αναζητώντας δήθεν τους συγγενείς του. Στις 21 Ιουλίου σε έλεγχο που είχε γίνει στο αυτοκίνητό του στην περιοχή της Καβάλας, είχαν βρεθεί μια κοντόκανη καραμπίνα, ένα κυνηγετικό όπλο και φυσίγγια. Το δικαστήριο τον καταδίκασε σε δεκάμηνη φυλάκιση και πρόστιμο 700.000 δρχ., με τριετή αναστολή λόγω του γεγονότος ότι είχε λευκό ποινικό μητρώο και αφέθηκε ελεύθερος.
Στις 8 Αυγούστου οι αρχές συνέλαβαν τον Θεόφιλο Σεχίδη και τον οδήγησαν στην Ασφάλεια Θεσσαλονίκης, ως ύποπτο για τη δολοφονία των πέντε μελών της οικογένειας.
Ύστερα από πολύωρη ανάκριση, ομολόγησε το πρωτοφανές για τα ελληνικά χρονικά έγκλημα. «Ήταν άρρωστοι και ήθελα να τους λυτρώσω» δήλωσε, αρχικά. «Ήθελαν να με βγάλουν από τη μέση και πρόλαβα να τους σκοτώσω πρώτος. Υπήρχε συνωμοσία σε βάρος μου. Βρισκόμουν εν αμύνη. Μου έκαναν ψυχολογικό πόλεμο επειδή ήξερα ότι ήμουν άλλης μάνας παιδί και δεν μου έλεγαν την αλήθεια. Τους ξέκανα για να μην με ξεκάνουν». Η δίκη διεξήχθη στις 20 Ιουνίου 1997 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Δράμας. Το δικαστήριο τον καταδίκασε σε πέντε φορές ισόβια για τις ανθρωποκτονίες κατά συρροή και σε ποινή φυλάκισης 7,5 ετών για οπλοχρησία, οπλοκατοχή, οπλοφορία και για περιύβριση νεκρού.
Ο Θεόφιλος Σεχίδης πέθανε πριν από λίγους μήνες, τον Φεβρουάριο του 2019.
Ο αποκεφαλισμός στην Σαντορίνη
Ο μάγειρας Αθανάσιος Αρβανίτης, 31 ετών το 2008, είχε παντρευτεί έναν χρόνο νωρίτερα με τη δασκάλα Αδαμαντία Καρκαλή, 25 ετών. Η τελευταία τοποθετήθηκε στο Ακρωτήρι Σαντορίνης και το ζευγάρι μετακόμισε στο νησί.
Ο Αρβανίτης έπιασε δουλειά σε εστιατόριο στο Ημεροβήγλι. Το τελευταίο απόγευμα, της 2ας Αυγούστου του 2008, το ζευγάρι καβγάδισε. Την επομένη ο Αρβανίτης σκότωσε το σκυλάκι της 25χρονης, κόβοντας το κεφάλι του, και το πέταξε από το μπαλκόνι. Στη συνέχεια, σκότωσε με τον ίδιο τρόπο τη γυναίκα του και βγήκε στον δρόμο κρατώντας στο χέρι του το κεφάλι της.
«Ελάτε γρήγορα στον Βουρβούλο, γίνεται άγριος καβγάς μεταξύ ζευγαριού. Ο άντρας πέταξε από το μπαλκόνι το σκυλάκι της κοπέλας» ανέφερε μία γυναίκα έντρομη καλώντας στο αστυνομικό τμήμα στα Φηρά της Σαντορίνης. Λίγη ώρα αργότερα, φθάνουν πέντε αστυνομικοί με δύο περιπολικά – στο δεύτερο επιβαίνουν τρεις δόκιμοι αστυφύλακες. Αυτό που αντικρίζουν είναι ανατριχιαστικό. Ένας άντρας περπατά στον δρόμο, κρατώντας ένα μαχαίρι και το κεφάλι μιας γυναίκας.
«Πρόκειται για ένα από τα στυγερότερα εγκλήματα, ακόμη και για εμάς που έχουμε αντιμετωπίσει τόσες δολοφονίες», δήλωσε ο ιατροδικαστής Νίκος Καρακούκης. «Συνήθως οι δράστες σκυλεύουν το πτώμα του θύματός τους, όταν αυτό έχει πεθάνει. Αυτός ο παρανοϊκός άνθρωπος, όμως, αποκεφάλισε τη γυναίκα του ενώ αυτή ήταν ζωντανή».
Οι αστυνομικοί του ζητούν να παραδοθεί αλλά εκείνος δεν υπακούει. Δέχεται δύο σφαίρες και κατά την προσπάθεια σύλληψής του προσπαθεί να χτυπήσει τους αστυνομικούς και καταφέρνει να τραυματίσει έναν. Πετά το κομμένο κεφάλι μέσα στο περιπολικό, μπαίνει στη θέση του οδηγού και ξεκινά. Στην ξέφρενη πορεία του, τρακάρει με μηχανάκι, τραυματίζοντας δύο γυναίκες, τη μία σοβαρά.
Ένα τρίτο περιπολικό, που συμμετέχει στην καταδίωξη, εμβολίζει το περιπολικό που οδηγεί ο Αρβανίτης. Εκείνος κατεβαίνει και προσπαθεί για τρίτη φορά να επιτεθεί στους αστυνομικούς. Τον πυροβολούν ξανά. «Του ρίχναμε και δεν έπεφτε, ήταν σε κατάσταση αμόκ», κατέθεσαν αργότερα.
Ο δράστης σοβαρά τραυματισμένος, μεταφέρεται με στρατιωτικό αεροπλάνο στην Αθήνα. Έχει δεχτεί έξι σφαίρες, τη μία στο συκώτι. Χειρουργείται και σώζεται μετά από πολυήμερη νοσηλεία. Ο Αρβανίτης συνελήφθη και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη και επιπλέον 25 χρόνια κατά συγχώνευση.
Δέχτηκε την ποινή του ανέκφραστος. Απαθής. Στο Εφετείο, το 2013 στη Σύρο, υποστήριξε ότι δεν θυμόταν τίποτα από εκείνη τη μέρα.
Κωνσταντίνος Μπίντος- Ιωάννινα
Έγκλημα στα δικαστήρια
Τον Νοέμβριο του 1994, ο 42χρονος εργολάβος δημοσίων έργων Κωνσταντίνος Μπίντος εισβάλλει στις 12 το μεσημέρι στο Δικαστικό Μέγαρο Ιωαννίνων.
Πρώην βαρυποινίτης, ένοπλος και με μία επιμελώς κρυμμένη καραμπίνα κάτω από την καπαρντίνα του.
Αιφνιδιάζει τους πάντες και με 18 φυσίγγια που έριξε συνολικά και αδιακρίτως, κατάφερε μέσα σε πέντε μόλις λεπτά να σκοτώσει τον εισαγγελέα Σπύρο Σπύρου και τον αστυνομικό Κώστα Ζαμπαλά ενώ τραυμάτισε άλλα τέσσερα άτομα.
Ο μακελάρης συλλαμβάνεται και πάνω του οι αστυνομικοί βρίσκουν 110 φυσίγγια. Ο ίδιος τραυματισμένος από σφαίρες αστυνομικών διακομίζεται στο νοσοκομείο. Στη συνέχεια οδηγείται στη φυλακή.
Ο Κ. Μπίντος βρίσκεται ακόμα έγκλειστος εκτίοντας την ποινή του. Δις ισόβια και κάθειρξη. Θεωρείται μάλιστα ο παλαιότερος ποινικός κρατούμενος στη χώρα. Το πόρισμα της Ε.Δ.Ε. «έδειξε» ότι ο ίδιος επικαλέστηκε αδικία στο παρελθόν από δικαστική απόφαση, γεγονός που τον οδήγησε στην αποτρόπαια πράξη του.
Τα σχόλια είναι κλειστά.