Ο Υφυπουργός Εθνικής Άμυνας κ. Γιάννης Κεφαλογιάννης, Τετάρτη 22 Μαΐου 2024, κατά τη συζήτηση και ψήφιση του σ/ν του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας: «Ίδρυση Ελληνικού Κέντρου Αμυντικής Καινοτομίας, εκσυγχρονισμός θεσμικού πλαισίου των Ανωτάτων Στρατιωτικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, σύσταση Κοινού Σώματος Πληροφορικής στις Ένοπλες Δυνάμεις και λοιπές διατάξεις» ανέφερε μεταξύ άλλων:
«Το προτεινόμενο σχέδιο νόμου δίνει μια πρώτη απάντηση στην ανάγκη εκσυγχρονισμού που υπαγορεύεται από τις προκλήσεις τις οποίες παράγει το σύγχρονο περιβάλλον ασφαλείας, από την αλματώδη ανάπτυξη της τεχνολογίας και τα διδάγματα που μας προσφέρει στον τρόπο οργάνωσης των σύγχρονων στρατών της εφαρμογής της στα πεδία των μαχών και τον καθοριστικό της ρόλο στην έκβαση μιας ένοπλης σύγκρουσης.
Έχει σημασία η χρονική στιγμή όπου η διεθνής παρουσία της Ελλάδας, ως σταθερού και αξιόπιστου πυλώνα ασφάλειας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, αναγνωρίζεται σήμερα από όλα τα κράτη και ειδικά από τους συμμάχους μας στο ΝΑΤΟ και τους εταίρους μας στην ΕΕ.
Μεγάλη αξία έχει η ανάληψη αναγκαίων πρωτοβουλιών, ώστε τα επόμενα χρόνια να είμαστε ενεργό μέρος μιας διεθνούς κοινότητας που παράγει ιδέες, γνώση και οικονομική και στρατιωτική ισχύ. Απαιτείται η ανάπτυξη μιας εθνικής κοινότητας αμυντικής καινοτομίας, όχι απλά για την τόνωση της επιχειρηματικότητας σε έναν τομέα που έχει αποδείξει ότι μπορεί να είναι ιδιαίτερα επικερδής, αλλά γιατί είναι πλέον ζωτικής σημασίας για την αποτελεσματικότητα των Ενόπλων Δυνάμεων.
Προφανώς τα παραδοσιακά μέσα που παρέχουμε εξακολουθούν να είναι απολύτως αναγκαία και γι’ αυτό φροντίζουμε να τα ενισχύουμε, δεν είναι όμως αρκετά. Η χρήση αυτόνομων όπλων, τα προηγμένα συστήματα αντιπυραυλικής προστασίας, η χρήση τεχνητής νοημοσύνης, οι επιχειρήσεις στον κυβερνοχώρο, είναι λίγα μόνο παραδείγματα στα οποία η τεχνολογία μπορεί όχι μόνο να επηρεάσει την ισορροπία δυνάμεων, αλλά να καθορίσει την έκβαση μιας σύρραξης.
Με τη σύσταση του Ελληνικού Κέντρου Αμυντικής Καινοτομίας, του ΕΛΚΑΚ, επιδιώκουμε οι διαθέσιμοι εθνικοί πόροι να τεθούν προς την κατεύθυνση της ανάκτησης της εμπιστοσύνης στις δικές μας δυνάμεις. Δεν είμαστε μια χώρα που στερείται ιδεών και διάθεσης συμμετοχής των νέων ανθρώπων στο επιχειρείν, ειδικά στην παροχή καινοτόμων λύσεων στις ανάγκες του κράτους. Το ζητούμενο είναι πως θα προσανατολίσουμε αυτές τις εταιρείες στις ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας.
Δεν θα είχε κανένα νόημα να μιλάμε για καινοτομία στον τομέα της άμυνας αν αυτή δεν μπορεί να ξεκινήσει από Ανώτατα Στρατιωτικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα που είναι επιφορτισμένα με μια κρίσιμη και ιδιαίτερα απαιτητική αποστολή. Από τη μια πλευρά οφείλουν να δημιουργούν ικανούς μαχητές και να εκπαιδεύουν τους μελλοντικούς ηγήτορες των Ενόπλων Δυνάμεων και ταυτόχρονα πρέπει να εκπαιδεύσουν επιστήμονες με υψηλό γνωστικό υπόβαθρο που θα μπορούν αφενός να αξιοποιήσουν την αλματώδη ανάπτυξη της τεχνολογίας, ειδικά στον τομέα των οπλικών συστημάτων, αφετέρου να καταρτίσουν και να εφαρμόσουν νέα αμυντικά δόγματα που απορρέουν από τις τρέχουσες και μελλοντικές προκλήσεις.
Το κάνουν και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία, αλλά σε πολύ αντίξοες συνθήκες. Σήμερα δεν υπάρχει η δυνατότητα εκπόνησης αυτόνομων διδακτορικών προγραμμάτων σπουδών προσανατολισμένων αποκλειστικά στις ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων. Οι φοιτητές των παραγωγικών Σχολών και των ΑΣΣΥ δεν έχουν πρόσβαση σε σύγχρονα εκπαιδευτικά εγχειρίδια, δεν έχουν καν πρόσβαση στον Σύνδεσμο Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών. Η έγκριση και η ίδρυση ενός μεταπτυχιακού προγράμματος απαιτεί για να ολοκληρωθεί τρία έτη, το Στρατιωτικό Εκπαιδευτικό Προσωπικό δεν αμείβεται καν για τη συμμετοχή του σε αυτοχρηματοδοτούμενα ερευνητικά προγράμματα ενώ τα μέλη ΔΕΠ των ιδρυμάτων αυτών δεν αμείβονται όπως τα μέλη ΔΕΠ των άλλων ΑΕΙ. Τα ελληνικά ΑΣΕΙ δεν έχουν τη δυνατότητα να τροφοδοτήσουν με την έρευνά τους την ελληνική αμυντική βιομηχανία μέσα από τα βιομηχανικά διδακτορικά – έρευνα η οποία μπορεί να γυρίσει πίσω μέσω του ΕΛΚΑΚ σε ένα προηγμένο τεχνολογικά αμυντικό σύστημα και δεν υπάρχει η δυνατότητα να έρθουν επισκέπτες καθηγητές, κυρίως Έλληνες του εξωτερικού θα έλεγα, που διαπρέπουν σε τομείς άμεσα σχετιζόμενους με την άμυνα.
Στην Επιτροπή, αναφέρθηκε ο κ. Υπουργός στην εμπειρία του από την επίσκεψη του στη Βοστώνη σε κορυφαία εκπαιδευτικά ιδρύματα, όπως το ΜΙΤ και το Harvard και τις συναντήσεις του με Έλληνες επιστήμονες που παράγουν καινοτομία για τις αμερικανικές Ένοπλες Δυνάμεις. Οι άνθρωποι αυτοί δεν μπορούν με το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο να έρθουν και να μεταλαμπαδεύσουν τη γνώση τους στα ελληνικά ΑΣΕΙ, πολύ απλά γιατί δεν υπάρχει καν ο θεσμός του Επισκέπτη Καθηγητή, κάτι που επιλύεται με το σημερινό νομοσχέδιο.
Αυτά τα ζητήματα ερχόμαστε και επιλύουμε. Η πρώτη επιτυχία του νομοσχεδίου είναι ότι την περασμένη Δευτέρα, συνεδρίασε το Συμβουλίου Ανώτατης Ακαδημαϊκής και Στρατιωτικής Εκπαίδευσης, υπό την προεδρία του Αρχηγού ΓΕΕΘΑ Στρατηγού Δημητρίου Χούπη και τη συμμετοχή των Αρχηγών των Γενικών Επιτελείων όλων των κλάδων, των Διοικητών και των Κοσμητόρων των Στρατιωτικών Σχολών καθώς και των Κοσμητόρων και έλαβε την απόφαση για την Ίδρυση και λειτουργία αυτόνομου Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών της ΣΣΕ με τίτλο «Τεχνητή Νοημοσύνη και Αναλυτική Μεγάλων Δεδομένων».
Προφανώς μένουν πολλά ακόμη να γίνουν και για τα ΑΣΣΥ και το πως επιβάλλεται να εκπαιδεύουν τον Έλληνα και την Ελληνίδα υπαξιωματικό του 21ου αιώνα. Εργαζόμαστε ήδη προς αυτή την κατεύθυνση και θεωρώ πως σύντομα θα δείτε τα αποτελέσματα αυτής της προσπάθειας.
Η διεξαγωγή επιχειρήσεων στον κυβερνοχώρο και τα ζητήματα κυβερνοασφάλειας δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο για τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις. Τα Γενικά Επιτελεία έχουν μεριμνήσει ήδη για την απόκτηση των εξειδικευμένων μέσων και γνώσεων που απαιτούνται, ώστε να λειτουργούν με αποτελεσματικότητα και επάρκεια έναντι των απειλών αυτών. Σε κάθε ζήτημα όμως, που απαιτεί επιστημονικές γνώσεις, είναι αναγκαία η εξειδίκευση και η διακλαδικότητα. Το σύνολο των σύγχρονων μεγάλων δυνάμεων διαθέτουν εξειδικευμένες δομές, το αντικείμενο των οποίων είναι η ενίσχυση της κυβερνοασφάλειας, η αντικατασκοπεία, η στρατιωτική επιτήρηση και συλλογή πληροφοριών και οι επιχειρήσεις στον κυβερνοχώρο.
Με τη σύσταση του Κοινού Σώματος Πληροφορικής θέλουμε πρωτίστως να πετύχουμε την εφαρμογή ενιαίας στρατηγικής πληροφορικής, από την μηχανογράφηση, μέχρι την κυβερνοάμυνα και την εφαρμογή της τεχνητής νοημοσύνης στο πεδίο της μάχης. Το Σώμα αυτό θα στελεχωθεί με το προσωπικό που επέλεξε να ενταχθεί στις Ένοπλες Δυνάμεις από την πρώτη ημέρα μέσω της φοίτησής του στον τομέα Πληροφορικής, από τη Σχολή Αξιωματικών Σωμάτων.
Το νομοσχέδιο αυτό είναι ένα σημείο αναφοράς μελλοντικά στην οργάνωση και τη λειτουργία των Ενόπλων Δυνάμεων. Με τη δική σας συμβολή μπορεί να θέσει τις βάσεις ώστε σε μερικά χρόνια να μιλάμε για άλλες Ένοπλες Δυνάμεις από αυτές που γνωρίζουμε σήμερα.
Σας καλώ να το στηρίξετε και να το περιβάλλετε με την εμπιστοσύνη και την ψήφο σας προκειμένου αυτές να συνεχίσουν να έχουν κάθε διαθέσιμη επιχειρησιακή δυνατότητα για την αποτροπή οποιασδήποτε απειλής.
Σας ευχαριστώ.»