Τους κινδύνους που ελλοχεύει μια λανθασμένη ελιτιστική ή ταξική θεώρηση του φαινομένου του Brain Drain επισήμανε ο Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας και Βουλευτής Ρεθύμνου, Γιάννης Κεφαλογιάννης σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα 22 Απριλίου στην Αθήνα από το ελληνικό παράρτημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης Γυναικών με θέμα «Ελλάδα: Επαναπατρισμός και Προσέλκυση Ανθρώπινου Δυναμικού και Ταλέντων − Αντίδοτα στο Brain Drain».
Ο Ρεθεμνιώτης Βουλευτής εστίασε στη ανάγκη να γίνουν κατανοητοί οι λόγοι που οδηγούν νέους καταρτισμένους ανθρώπους να φύγουν από την χώρα και να συνεχίζουν να φεύγουν μέχρι και σήμερα, υπογραμμίζοντας πως βασική προϋπόθεση στην εύρεση μιας καλά αμειβόμενης δουλειάς αποτελεί πρώτα η δημιουργία της θέσης αυτής της δουλείας.
Τέλος, ο κ. Κεφαλογιάννης άσκησε δριμιά κριτική στην Κυβέρνηση αναφορικά με την αποτυχία της να δομήσει ένα ασφαλές οικονομικό περιβάλλον μέσα από το οποίο θα υπάρξουν οι προϋποθέσεις για την αντιστροφή του brain drain και τη προσέλκυση νέων επενδύσεων, καταλογίζοντας πολιτικές ευθύνες και λανθασμένους χειρισμούς που οδήγησαν σε ένα εκτεταμένο κλίμα ανασφάλειας για τη χώρα.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ομιλίας του κ. Γιάννη Κεφαλογιάννη:
«Να ευχαριστήσω και εγώ με τη σειρά μου και να συγχαρώ την Ευρωπαϊκή Ένωση Γυναικών για την ευκαιρία που μου δίνει να μοιραστώ μαζί σας ορισμένες σκέψεις και προβληματισμούς γύρω από το φαινόμενο της διαρροής εγκεφάλων, το οποίο, τα τελευταία χρόνια, έχει μπει δυναμικά στο δημόσιο διάλογο – αν και θα έλεγα, με μια εικονοκλαστική διάθεση, κάπως παραπλανητικά.
Για να γίνω κατανοητός, θα διηγηθώ μια πολύ πρόσφατη εμπειρία μου. Τις προάλλες είχα μια συζήτηση με καλούς φίλους γι αυτό το ζήτημα όταν, ξαφνικά, ένας από αυτούς γυρνάει και λέει στην ομήγυρη:
«Νισάφι πια με το brain drain! Θέλετε να μου πείτε ότι το πρόβλημα της χώρας είναι οι άνθρωποι με τα 2 πτυχία, τα 3 μεταπτυχιακά και τις 5 ξένες γλώσσες που έφυγαν στο εξωτερικό και δεν είναι οι χιλιάδες που ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα, που παίρνουν 500 ευρώ, αυτοί που παλεύουν για να μην κατρακυλήσουν στη φτώχεια και που αισθάνονται ότι δεν υπάρχει τρόπος να βελτιώσουν το εισόδημα τους ούτε σε 10 χρόνια; Δεν έχουν brain αυτοί»;
Αυτό που, κάπως προβοκατόρικα, ήθελε να επισημάνει ο συνομιλητής μου είναι ο κίνδυνος η συζήτηση να αποκτήσει σταδιακά έναν μάλλον ελιτίστικο ή ακόμη και ταξικό χαρακτήρα ανάμεσα σε καταξιωμένους και καλοπληρωμένους Έλληνες του εξωτερικού, και τη μεγάλη πλειονότητα των νέων που ζουν εδώ και δουλεύουν δυστυχώς για ολοένα και λιγότερα.
Προφανώς, δεν τίθεται ζήτημα από κανέναν σώφρονα άνθρωπο για το ότι οι άνθρωποι και ιδιαίτερα οι νέοι που ζουν εδώ θα πρέπει να είναι η πρώτη προτεραιότητα μας και πρέπει να τους δώσουμε τη σημασία που τους αξίζει. Το θέμα είναι όμως ότι, προϊόντος του χρόνου, και αν δεν αλλάξει κάτι, η ευημερία των νέων που μένουν εδώ, θα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από αυτή την ιδιότυπη νέα γενιά μεταναστών.
Για να το πω απλά, κινδυνεύουμε σε λίγα χρόνια να είμαστε μια χώρα 8 εκατομμυρίων σχετικά φτωχών ανθρώπων, κατά βάση συνταξιούχων, δημοσίων υπαλλήλων και ανθρώπων που ασχολούνται με τον τουρισμό, γιατί ο πιο σημαντικός παραγωγικός συντελεστής που διαθέτουμε ως χώρα, το ανθρώπινο δυναμικό θα έχει γίνει το μεγαλύτερο εξαγωγικό μας προϊόν.
Τούτων λεχθέντων, επειδή στην ιατρική πρώτα σταματάς την αιμορραγία και μετά επουλώνεις το τραύμα, έχω την άποψη αντίστοιχα, πως αν θέλουμε να σχεδιάσουμε τον όποιο επαναπατρισμό του ανθρωπίνου δυναμικού θα πρέπει να καταλάβουμε πρώτα γιατί αυτοί οι άνθρωποι έφυγαν από τη χώρα – και βέβαια γιατί συνεχίζουν να φεύγουν.
Πρόσφατα, μια πολύ μεγάλη πολυεθνική (Tesla) απέρριψε μια κυβερνητική πρόταση για την δημιουργία ενός μεγάλου ερευνητικού κέντρου στην Ελλάδα με 100 θέσεις εργασίας υψηλής επιστημονικής κατάρτισης.
Ο λόγος; Οι δυσανάλογες εργοδοτικές εισφορές που έπρεπε να καταβάλλει:
Ένας καθαρός μισθός 1.500 ευρώ στην Ελλάδα κοστίζει στην αυτή τη στιγμή σε μια επιχείρηση 2.727 ευρώ το μήνα. Για τον ίδιο μισθό, στην Κύπρο το κόστος είναι 1.814 ευρώ, ή 33,5% χαμηλότερα. Με απλούς υπολογισμούς, για να μπορέσει να προσφέρει μια επιχείρηση έναν υψηλό μισθό, της τάξης των 3.000 ευρώ μηνιαίως σε ένα στέλεχος ή επιστήμονα, η επιχείρηση στην Ελλάδα πρέπει να καταβάλει συνολικά 7.148 ευρώ, ενώ στην Κύπρο το συνολικό κόστος για την επιχείρηση είναι μόλις 4.237 ευρώ (-40%). Στη δε Βουλγαρία 3.768 ευρώ (-47%).
Τι θέλω να πω: Όταν το κράτος παρακρατεί σχεδόν το 60% των χρημάτων που διαθέτει μια εταιρία στα στελέχη της, οποιαδήποτε σκέψη για τη δημιουργία θέσεων εργασίας υψηλής κατάρτισης καθίσταται απαγορευτική.
Όταν για μια θέση εργασίας με καθαρή αμοιβή 4.000 ευρώ το μήνα, η επιχείρηση πρέπει να καταβάλει στο ελληνικό κράτος 9.430 ευρώ, τη στιγμή που με τα ίδια χρήματα μια εταιρεία στην Κύπρο ή τη Βουλγαρία μπορεί να προσλάβει δύο στελέχη με αμοιβή 4.000 ευρώ ο καθένας- καταλαβαίνουμε όλοι ποια είναι η πιο ορθολογική επιλογή!
Θέλω λοιπόν να είμαι σαφής: Για όσο συνεχίζεται αυτή η κατάσταση, υπάρχει περίπτωση οι ελληνικές επιχειρήσεις να προσελκύσουν Έλληνες που έχουν βρει εργασία στο εξωτερικό, ή να προσελκύσουν ταλέντα από το εξωτερικό;
Η απάντηση είναι όχι. Πολύ απλά γιατί είναι αδιανόητο για ένα Γερμανό υπήκοο να έρθει και εργαστεί στην Ελλάδα και να επιβαρυνθεί τόσο πολύ. Υπό αυτούς τους εργασιακούς όρους, κατά τη γνώμη μου, το λεγόμενο brain gain δεν έχει την παραμικρή ελπίδα. Και θέλω να επιμείνω λίγο ακόμη σε αυτό γιατί είναι μια καλή ευκαιρία να διαλυθούν και κάποιες άλλες παρεξηγήσεις – αν όχι αστικοί μύθοι.
Λέγεται συχνά ότι προϋπόθεση για αντιστροφή του brain drain είναι η προσέλκυση επενδύσεων. Πράγματι δεν υπάρχει μεγαλύτερη αλήθεια από αυτή. Για να έχεις μια καλά αμειβόμενη δουλειά πρέπει να δημιουργηθεί πρώτα η θέση αυτής της δουλειάς.
Όταν έχεις όμως ένα φορολογικό περιβάλλον, όπου τα υψηλής κατάρτισης στελέχη κοστίζουν τόσο ακριβά, αν έρθουν να επενδύσουν στην Ελλάδα μεγάλες επιχειρήσεις, θα το κάνουν μόνο για τους φυσικούς πόρους και για τη φτηνή, ανειδίκευτη εργασία.
Τι σημαίνει αυτό πρακτικά: Ότι θα χρησιμοποιούν ελάχιστους υπαλλήλους με εμπειρία και εξειδίκευση, εκτός και αν είναι ξένοι και φορολογούνται αλλού. Με αυτό τον τρόπο όμως που οδηγεί ο βαρύς φόρος στο εισόδημα;
Οδηγεί τελικά σε μια οικονομία χωρίς γνώση, χωρίς δεξιότητες και χωρίς στελέχη. Οδηγεί τελικά σε μια οικονομία που καταναλώνει εργαζόμενους των 500 ευρώ, διαιωνίζοντας ένα φαύλο κύκλο, χαμηλής παραγωγικότητας, υψηλής φορολογίας και χαμηλών μισθών.
Θα ήθελα να ολοκληρώσω αυτές τις σκέψεις μου με ένα ερώτημα. Από πού πρέπει να ξεκινήσει κανείς για να αντιστρέψει το κοινωνικό παράδειγμα του brain drain και να αρχίσουμε να μιλάμε για brain gain;
Κατά τη γνώμη μου, για να κρίνει ένας Έλληνας που ζει και διαπρέπει στο εξωτερικό αν τελικά αξίζει τον κόπο να πάρει μια νέα, μεγάλη απόφαση να αλλάξει τη ζωή του, προφανώς και θα κάτσει να λογαριάσει υλικές ανταμοιβές, αλλά αυτό που στο τέλος θα κάτσει να ζυγίσει είναι την ελπίδα και τον φόβο. Την αβεβαιότητα του νέου ή την ηρεμία της αδράνειας.
Όταν επικρατεί μεγάλη αβεβαιότητα, η στενά οικονομική λογική παίζει ακόμα μικρότερο ρόλο στις αποφάσεις. Αυτό που μας οδηγεί είναι η διαίσθηση, η ψυχική αντοχή και η κούραση, η όρεξη για περιπέτεια και η ανασφάλεια.
Η ελπίδα και ο φόβος πηγάζουν και από άλλα βιώματα, πέρα από την οικονομία: Πηγάζει από το λόγο των πολιτικών, τη συμπεριφορά της Δικαιοσύνης, την αίσθηση αν επικρατούν οι σώφρονες ή οι έξαλλοι στη δημόσια ζωή.
Για να πολιτικοποιήσω ακόμη περισσότερο τη συζήτηση νομίζω ότι η τωρινή κυβέρνηση έχει κάνει μεγάλη ζημιά σε αυτό το πεδίο.
Το δημοψήφισμα του 2015, τα capital controls και η φορολογική παράνοια που επικράτησε εκτοτε, π.χ. έδιωξαν από τη χώρα πολλούς που, ενώ είχαν δουλειές, είπαν «δεν μπορώ να ζω σε μια τέτοια ανασφάλεια, σε μια χώρα που μπορεί να ξεκόψει από την Ευρώπη μέσα σε μία νύχτα».
Συνεπώς το όποιο brain gain αφορά επίσης τη γενικότερη πίστη όσων έφυγαν , ότι η Ελλάδα ξέφυγε πια οριστικά από την κρίση και έχει μπει σε έναν πιο ασφαλή και προβλέψιμο δρόμο. Η επανάκτηση αυτής της εμπιστοσύνης νομίζω είναι το πιο δύσκολο στοίχημα – και φοβάμαι ότι δεν θα γίνει σε μια νύχτα.
Θα γίνει πάντως όταν το πολιτικό σύστημα πάψει να τους υπονομεύει, να τους απαξιώνει και ενιοτε να τους απειλεί και όταν η υπόλοιπη κοινωνία αναγνωρίσει ότι πραγματικά τους χρειαζόμαστε».