Σε 140 δισ. ευρώ υπολογίζονται οι αναγκαίες επενδύσεις στην ΕΕ
Σε μια περίοδο που η ΕΕ αντιμετωπίζει πολλές προκλήσεις – από την κλιματική αλλαγή και τα ακραία καιρικά φαινόμενα μέχρι την ενεργειακή κρίση και την οξύτατη ακρίβεια – η στρατηγική της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας και η πρόσφατη εργαλειοθήκη REPowerEU προβάλλουν ως λύσεις για τη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια, με κύριο «όχημα» το ευρωπαϊκό Κύμα Ανακαίνισης (EU Renovation Wave), την αυτοπαραγωγή, αλλά κυρίως την εξοικονόμηση ενέργειας.
Και είναι αυτή η στρατηγική που μπήκε στο μικροσκόπιο των ερευνητών του Ινστιτούτου για την Ευρωπαϊκή Ενεργειακή και Κλιματική Πολιτική (Institute for European Energy and Climate Policy – www.ieecp.org), οι οποίοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι εάν σχεδιαστεί σωστά μπορεί το ενεργειακό κόστος για τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος να μειωθεί κατά ένα τρίτο (1/3). Η σχετική μελέτη που δημοσιεύθηκε πρόσφατα, επικεντρώθηκε στο κόστος της ενεργειακής μετάβασης στα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος (δηλαδή σε εκείνα που ανήκουν στην πρώτη εισοδηματική κλάση, σύμφωνα με την ΕΛ.ΣΤΑΤ.) τα οποία στην Ελλάδα υπολογίζονται σε περίπου 500.000.
Ανάγκη δημόσιας χρηματοδότησης
Όπως επισημαίνεται από τους μελετητές, θα πρέπει να διατεθεί σημαντική δημόσια χρηματοδότηση για επενδύσεις (με υψηλό ποσοστό επιδότησης έως και 100%) για προγράμματα αναβάθμισης κατοικιών ή αλλαγής καυστήρων σε κτίρια οικονομικά ευάλωτων πολιτών. Το προτεινόμενο Κοινωνικό Κλιματικό Ταμείο και τα εθνικά έσοδα από τις δημοπρασίες των δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων για κτίρια θα μπορούσαν να παράσχουν σημαντική χρηματοδότηση, ωστόσο αυτά τα έσοδα δεν θα επαρκούσαν για να καλύψουν τις επενδυτικές ανάγκες για ενεργειακές ανακαινίσεις κτιρίων οι οποίες υπολογίζονται σε περίπου 140 δισεκατομμύρια ευρώ για τα χαμηλού εισοδήματος νοικοκυριά έως το 2040 στις δέκα χώρες που αναλύθηκαν στη μελέτη (Βουλγαρία, Ελλάδα, Ουγγαρία, Ρουμανία, Τσεχία, Σλοβακία, Πολωνία, Ιταλία, Πορτογαλία και Ισπανία). Έτσι, απαιτείται πρόσθετη χρηματοδότηση από τον επόμενο προϋπολογισμό της ΕΕ, έσοδα από το τρέχον σύστημα εμπορίας εκπομπών και ένα νέο Κοινωνικό Κλιματικό Ταμείο μετά το 2032 για τη στήριξη των νοικοκυριών χαμηλού εισοδήματος κατά την περίοδο της ενεργειακής μετάβασης.
Ενδεικτικά για την Ελλάδα, για επενδύσεις ενεργειακής εξοικονόμησης προβλέπονται από το Κοινωνικό Κλιματικό Ταμείο περί τα 4 δισ. ευρώ, το Ταμείο Ανάκαμψης 1,5 δισ. ευρώ, τους πλειστηριασμούς δικαιωμάτων εκπομπών 3,6 δισ. ευρώ και το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης (Πυλώνας Ι) περίπου 1,05 δισ. ευρώ, δηλαδή πάνω από 10 δισ. ευρώ, τα οποία ωστόσο αφορούν όλες τις εισοδηματικές κλάσεις.
8 δισ. ευρώ έως το 2040
Και σύμφωνα με τους υπολογισμούς της μελέτης, όπως αναφέρει μιλώντας στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» ο διευθυντής του Ινστιτούτου κ. Βλάσης Οικονόμου, τα κόστη για επενδύσεις εξοικονόμησης (ενεργειακής αναβάθμισης κατοικιών και αλλαγή καυστήρων) μόνο για τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος, δηλαδή μόνο για την πρώτη εισοδηματική κατηγορία, ανέρχονται σε 8 δισ. ευρώ έως το 2040. «Αν προσθέσουμε και τη δεύτερη εισοδηματική κατηγορία, η οποία επίσης βρίσκεται σε ενεργειακή ένδεια στην Ελλάδα, τα κόστη θα είναι υπερ-πολλαπλάσια ενώ τα έσοδα από τα ταμεία ίδια, άρα θα υπάρχει έντονο χρηματοδοτικό κενό από το 2028 και εφεξής», σημειώνει ο διευθυντής του Ινστιτούτου. Μάλιστα, επισημαίνει ότι, οι επενδύσεις θα πρέπει να επιταχυνθούν καθώς στην περίπτωση που τα μέτρα εξοικονόμησης δεν λειτουργήσουν, για την κάλυψη του κόστους θα πρέπει να αυξηθεί το διαθέσιμο εισόδημα των φτωχότερων νοικοκυριών, ενδεικτικά, κατά 9%-10% έως το 2040.
«Είναι σημαντικό λοιπόν για την Ελλάδα να φέρει επενδύσεις με στόχευση στα ενεργειακά φτωχά νοικοκυριά εμπροσθοβαρώς, χρησιμοποιώντας τα διαθέσιμα ταμεία, και να κάνει καλύτερη στόχευση των προγραμμάτων της. Είναι σαφώς οικονομικά και κοινωνικά λανθασμένος δρόμος το να επιδιώκει την αντικατάσταση καυστήρων πετρελαίου με φυσικό αέριο, καθώς στην επόμενη περίοδο θα δημιουργήσει ακόμα πιο αυξημένα κόστη χρήσης και εγκλωβισμό των φτωχών νοικοκυριών», τονίζει ο κ. Οικονόμου. Και καταλήγει: «Αντίθετα, πρέπει να επενδύσει η χώρα άμεσα και στοχευμένα στα ενεργειακά φτωχά νοικοκυριά στην αναβάθμιση των κατοικιών και τον εξηλεκτρισμό της θέρμανσης. Η όποια καθυστέρηση τώρα θα αυξήσει κατά πολύ το κόστος μετά».
Ανάγκη για πρόσθετες πολιτικές
Σύμφωνα με τους μελετητές, οι πολιτικές για την ενίσχυση της ανακαίνισης των κατοικιών και η θέρμανση των κτιρίων από ΑΠΕ μπορούν να οδηγήσουν σε μια δικαιότερη κοινωνία, μετριάζοντας την ενεργειακή φτώχεια και διασφαλίζοντας ότι οι πιο ευάλωτοι θα έχουν πρόσβαση σε καθαρή και οικονομικά προσιτή ενέργεια και σε ενεργειακά αποδοτικά σπίτια.
«Το βασικό πρόβλημα είναι ότι τα νοικοκυριά αυτά (σ.σ. της πρώτης εισοδηματικής κλάσης) είναι αποκλεισμένα από την ιδιωτική χρηματοδότηση για τη βελτίωση των κατοικιών τους, όπως επίσης και από τη δημόσια _ αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι στο Εξοικονομώ του 2021 μόνο το 3% των νοικοκυριών της χαμηλότερης εισοδηματικά κλάσης έκανε αίτηση ενώ δεν υπάρχει και καμία αναφορά στην ενεργειακή ένδεια στα περισσότερα περιφερειακά επιχειρησιακά προγράμματα – ούτε και στον Κλιματικό Νόμο», αναφέρει ο κ. Οικονόμου.
Από τη μελέτη, η οποία επικεντρώνεται στις δέκα ευρωπαϊκές χώρες με μεγάλα ποσοστά ενεργειακής φτώχειας προκύπτει ότι εάν δεν εφαρμοστούν πρόσθετες πολιτικές για την απανθρακοποίηση της θέρμανσης στα κτίρια της Ευρώπης (με χρήση καθαρών καυσίμων ή με τον εξηλεκτρισμό της), τότε όχι μόνο η ΕΕ θα αποτύχει να επιτύχει τους κλιματικούς στόχους της, αλλά το κόστος θέρμανσης και ψύξης των κατοικιών καθώς και χρήσης ζεστού νερού θα αυξηθεί κατά μέσο όρο 19% για τις χαμηλού εισοδήματος πληθυσμιακές ομάδες το 2050 (σε σύγκριση με το 2019). Στην Ελλάδα το κόστος εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 21,97%.
Μείωση του κόστους
Όπως υπογραμμίζουν οι ερευνητές του Ινστιτούτου, εάν οι πολιτικές του Κύματος Ανακαίνισης κάθε κράτους μέλους της ΕΕ σχεδιαστούν σωστά και συνοδευθούν με μια τιμολόγηση άνθρακα (φορολογία) για τη χρήση καυσίμων θέρμανσης κτιρίων και με την απομάκρυνση των καυστήρων ορυκτών καυσίμων από το 2025, μπορεί να οδηγήσουν σε μείωση του κόστους για τα φτωχά νοικοκυριά κατά 1/3, και των απωλειών θερμότητας σε κατοικίες με καλή μόνωση.
Η καθιέρωση τιμής άνθρακα στα καύσιμα θέρμανσης χωρίς πρόσθετες πολιτικές παροχής κινήτρων για ενεργειακή ανακαίνιση κτιρίων και μετάβαση σε καθαρότερες μορφές θέρμανσης, όπως επισημαίνεται στη μελέτη, θα χειροτέρευε την κατάσταση για τα φτωχά νοικοκυριά διότι θα αδυνατούσαν να εκπληρώσουν τις βασικές ενεργειακές τους ανάγκες και θα απειλούνταν η υγεία τους. Ήδη τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος καταναλώνουν κατά μέσο όρο 28% λιγότερη ενέργεια από τα νοικοκυριά με μέσο εισόδημα, άρα δεν μπορούν να μειώσουν περαιτέρω τη χρήση ενέργειας, εκτός εάν ληφθούν διαρθρωτικά μέτρα για να το κάνουν.
Τα ελάχιστα πρότυπα ενεργειακής απόδοσης για την αναβάθμιση των κτιρίων στην κατηγορία E έως το 2033 και στην Δ έως το 2040 θα μπορούσαν να μειώσουν τους λογαριασμούς των νοικοκυριών χαμηλού εισοδήματος κατά μέσο όρο 19% έως το 2050. Εάν τα πρότυπα εισαχθούν σε συνδυασμό με τη σταδιακή κατάργηση των λεβήτων ορυκτών καυσίμων, η μείωση του ενεργειακού κόστους είναι 34% κατά μέσο όρο, σε σύγκριση με την αρχική τιμή, το 2050. Μάλιστα, με δεδομένο ότι η μοντελοποίηση για τη μελέτη βασίστηκε σε παραδοχές του 2020 για τις τιμές ενέργειας, είναι πιθανό να έχει υποτιμηθεί η εξοικονόμηση ενεργειακού κόστους, καθώς έκτοτε, υπήρξαν οι τιμές φυσικού αερίου και ρεύματος έχουν εκτοξευθεί.
Πηγή ΟΤhttps://www.ot.gr/
Τα σχόλια είναι κλειστά.