Εκλογές ΗΠΑ : Ερχεται δικαστικός πόλεμος για το νέο ένοικο (ή παλιό;) του Λευκού Οίκου
Εκλογές ΗΠΑ : Ερχεται δικαστικός πόλεμος για το νέο ένοικο (ή παλιό;) του Λευκού Οίκου
Για όποιον θέλει να δει ποιο είναι το σοβαρότερο προηγούμενο περιστατικό μεγάλης αμφισβητούμενου εκλογικού αποτελέσματος στις ΗΠΑ δεν αρκεί να πάει στο 2000 και την αντιπαράθεση ανάμεσα στον Τζορτζ Μπους τον νεότερο και τον Αλ Γκόρ, αλλά στις προεδρικές εκλογές του 1876 που συνέπεσαν με την εκατονταετηρίδα της αμερικανικής επανάστασης.
Τότε η αντιπαράθεση για το ποιος είναι ο νικητής των εκλογών έφτασε μέχρι τις 2 Μαρτίου 1877, τέσσερις μήνες μετά τις εκλογές και δύο μέρες πριν την ανάληψη καθηκόντων του νέου προέδρου, όταν το Κογκρέσο ανακήρυξε τελικά τον Ρεπουμπλικάνο Ράδερφοντ Μπ. Χέις ως πρόεδρο αντί του Δημοκρατικού Σάμιουελ Τίλντεν.
Κατά σύμπτωση, η κρίσιμη Πολιτεία ήταν η Φλόριντα όπου η Ρεπουμπλικάνικη πλειοψηφία της εκλογικής επιτροπής διαμόρφωσε ένα αποτέλεσμα που τελικά ευνόησε τον Χέις.
Οι εκλογές τότε είχαν ένα διπλό πρόβλημα. Από τη μια, οι Δημοκρατικοί είχαν δίκιο να ζητούν μια δίκαιη ανακαταμέτρηση των ψήφων, την ίδια στιγμή οι Αφροαμερικανοί που λίγα χρόνια μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο συναντούσαν μεγάλα εμπόδια στο να ασκούν το δικαίωμα της ψήφου, είχαν δίκιο να ζητούν δίκαιες εκλογές.
Μια μακρά ιστορία προβλημάτων με την εκλογική διαδικασία
Με έναν τρόπο έκτοτε τα προβλήματα με τις εκλογικές διαδικασίες στις ΗΠΑ κινήθηκαν ανάμεσα σε αυτά τα δύο κρίσιμα ζητήματα.
Από τη μια, για πάρα πολλά χρόνια δεν μπορούσαν να ψηφίσουν όλοι οι αμερικανοί πολίτες. Αυτό που σε εμάς φαίνεται αυτονόητο, δηλαδή όλοι οι πολίτες που έχουν συμπληρώσει ένα όριο ηλικίας να έχουν δικαίωμα εκλέγειν, με ελάχιστες εξαιρέσεις στέρησης δικαιωμάτων στις ΗΠΑ δεν ήταν αυτονόητο. Το γεγονός ότι η εγγραφή στους εκλογικούς καταλόγους δεν γίνεται αυτόματα, αλλά ύστερα από αίτηση, διαμόρφωσε ένα πεδίο που πλήθος ψηφοφόρων αποθαρρύνονταν από το να ψηφίσουν, ή συναντούσαν εμπόδια να ψηφίσουν.
Αυτό κυρίως έπληττε του μαύρους αμερικανούς, εξ ου και η σημασία που απέδιδε το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα στις μαζικές εκστρατείες για την εγγραφή στους εκλογικούς καταλόγους.
Την ίδια στιγμή διάφορες προβλέψεις όπως η αφαίρεση του εκλογικού δικαιώματος σε ορισμένους καταδικασθέντες για κακουργήματα, ακόμη και μετά την έκτιση της ποινής, κυρίως με εμπόδια στη δυνατότητά τους να επανεγγραφούν (κάτι που επίσης κυρίως έπληττε τους μαύρος, που αποτελούν δυσανάλογα μεγάλο μέρος του ποινικού πληθυσμού των ΗΠΑ). Τα εμπόδια αυτά δεν ήταν «γραφειοκρατικά» αλλά συχνά αποτελούσαν και μορφές εξασφάλισης ότι το εκλογικό σώμα σε συγκεκριμένες Πολιτείες και κομητείες παρέμενε χειραγωγούμενο.
Από την άλλη, οι ΗΠΑ εξακολουθούν να μην έχουν ούτε μια πλήρως ενοποιημένη εκλογική νομοθεσία και διαδικασία, εφόσον πάρα πολλά ζητήματα αποφασίζονται στο πολιτειακό επίπεδο, ούτε και έναν σαφή τρόπο για να επιλύουν διαφορές. Για μεγάλο διάστημα κυριαρχούσε η λογική ότι αρμόδια για την επίλυση των ζητημάτων ήταν τα εκλεγόμενα σώματα και μόνο από ένα διάστημα άρχισε να παρεμβαίνει το Ανώτατο Δικαστήριο. Όλα αυτά σήμαιναν διαφορετικές τεχνικές ψηφοφορίας, διαφορετικές προθεσμίες για την ψήφο όσο θα απουσίαζαν την ημέρα των εκλογών (πρόωρη ψήφος, επιστολική ψήφος κλπ) και διαφορετική παράδοση για το τι συνιστά έγκυρο και τι άκυρο ψηφοδέλτιο, ενίοτε και εντός της ίδιας Πολιτείας. Ο μόνος κανόνας που ίσχυε ήταν ότι ως προς τις προεδρικές εκλογές έπρεπε τα όποια προβλήματα να έχουν λυθεί μέχρι τη συνεδρίαση του κολεγίου των εκλεκτόρων τον Δεκέμβριο που κάνει την τυπική εκλογή του Προέδρου.
Μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό ότι πήρε πολλά χρόνια για τις ΗΠΑ για να αποφασίσουν ότι οι εκλογικές περιφέρειες θα πρέπει να είναι περίπου ανάλογες στον πληθυσμό ώστε να μετράνε οι ψήφοι εξίσου και να γίνει πράξη η αρχή «ένας άνθρωπος – μία ψήφος. Για την ακρίβεια σε αρκετές τοπικές εκλογικές περιφέρειες η μεθόδευση ήταν να ισχύει το ακριβώς αντίθετο, καθώς συχνά οι τοπικές ανώτερες τάξεις δεν επιθυμούσαν να έχουν μεγάλη εκπροσώπησης τα πολιτειακά νομοθετικά σώματα οι περιοχές με μεγάλο εργατικό και λαϊκό πληθυσμό.
Θα χρειαστεί η απόφαση Reynolds v. Sims του Ανώτατου Δικαστηρίου το 1964, με επικεφαλής Δικαστή τον Ερλ Γουόρεν, για αποσαφηνιστεί ότι οι τοπικές εκλογικές περιφέρειες θα πρέπει να έχουν πάνω κάτω τον ίδιο πληθυσμό ώστε να μετράει εξίσου κάθε ψήφος.
Η σύγκρουση στη Φλόριντα το 2000 και το Ανώτατο Δικαστήριο
Πιο πρόσφατα όλα αυτά αποτυπώθηκαν στη μεγάλη αντιπαράθεση του 2000. Τότε οι εκλογές κρίθηκαν και πάλι στην Πολιτεία της Φλόριντα. Το αρχικό αποτέλεσμα σε αυτή την Πολιτεία όπου Κυβερνήτης ήταν ο Τζεμπ Μπους, αδελφός του Τζορτζ Μπους του νεώτερου, έδινε την πρωτιά και την προεδρία στους Ρεπουμπλικάνους. Όμως, οι Δημοκρατικοί είχαν πλήθος καταγγελιών για παρατυπίες, συμπεριλαμβανομένων και προβλημάτων που αφορούσαν τα μηχανήματα που έκαναν τη διάτρηση των ψηφοδελτίων και οδηγούσαν στο να εμφανίζονται άλλες ψήφοι από την πραγματική επιλογή των υποψηφίων, ενώ διαπιστώθηκε ότι το τι θεωρείτο όντως διάτρηση που έδειχνε επιλογή υποψηφίου κρινόταν διαφορετικά
Το οριακό αποτέλεσμα – 1784 ψήφοι χώριζαν τους δύο υποψηφίους – οδήγησε σε αιτήματα ανακαταμέτρησης και αμφισβήτησης του αποτελέσματος από τους Δημοκρατικούς. Τα πράγματα έκανε πιο περίπλοκα το γεγονός ότι η πολιτειακή κυβέρνηση ήταν Ρεπουμπλικανική ενώ το Ανώτατο Δικαστήριο της Φλόριντα θεωρείτο πιο φιλικό προς του Δημοκρατικούς. Ενώ το Ανώτατο Δικαστήριο της Φλόριντα τελικά ζήτησε ανακαταμέτρηση, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ σε μια απόφαση οριακή (5-4) ανέστειλε την ανακαταμέτρηση μέχρι να εκδώσει απόφαση στην οποία και έκρινε ότι οι πρακτικές ανακαταμέτρησης στη Φλόριντα δεν εξασφάλιζαν συνθήκη ίσης προστασίας, καθώς δεν υπήρχαν ενιαία κριτήρια για τα έγκυρα ψηφοδέλτια.
Τελικά, η μάχη δεν θα κριθεί στα δικαστήρια. Ο Αλ Γκορ, παρότι είχε δυνατότητα να συνεχίσει ένα δικαστικό αγώνα, που κατά πάσα πιθανότητα θα κατέληγε, όπως και το 1876, στο Κογκρέσο ως τελικό κριτή, επέλεξε να παραδεχτεί ότι νικητής ήταν ο Μπους και να αποφευχθεί η θεσμική κρίση.
Η αμφισβήτηση των αποτελεσμάτων από τον Ντόναλντ Τραμπ
Η τρέχουσα αμφισβήτηση που έχουν ήδη ξεκινήσει οι Ρεπουμπλικάνοι αφορά τα ζητήματα που προέκυψαν με την επιστολική ψήφο και την καταμέτρησή της. Ο ίδιος ο πρόεδρος Τραμπ είχε εγείρει το ζήτημα ότι κανονικά θα έπρεπε να ανακηρυχθεί πρόεδρος στο τέλος της ημέρας των εκλογών, κάτι που βέβαια δεν προκύπτει από κάπου στην εκλογική νομοθεσία των ΗΠΑ, μια που αυτό που γινόταν ήταν τα μέσα ενημέρωσης να ανακοινώνουν την πρωτιά σε κάθε Πολιτεία και τον νικητή των εκλογών, καθώς η τυπική επικύρωση γινόταν αργότερα.
Μεγάλη σημασία αποδίδουν οι Ρεπουμπλικάνοι όχι μόνο στη συνέχιση της καταμέτρησης για σημαντικό διάστημα αλλά και στο γεγονός ότι αρκετές επιστολικές ψήφοι εστάλησαν πριν την ημέρα των εκλογών, όμως εξαιτίας της πανδημίας και του μεγάλου αριθμού έφτασαν με καθυστέρηση. Ούτως ή άλλως εξαρχής είχαν αμφισβητήσει την επέκταση του δικαιώματος επιστολικής ψήφου, μιλώντας μεν για κίνδυνο νοθείας, όμως στην πραγματικότητα έχοντας την αίσθηση ότι κυρίως η επιστολική θα ευνοούσε τους Δημοκρατικούς (και όντως οι Δημοκρατικοί είχαν ισχυρή παρουσία στην επιστολική ψήφο, ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι είχαν μεγάλο κύμα προσέλευσης την ημέρα των εκλογών).
Για το ποια τύχη θα έχουν αυτές οι δικαστικές προσφυγές που έχουν ξεκινήσει και κατατίθενται οι γνώμες προφανώς διίστανται, ανάλογα και με την πολιτική τοποθέτηση. Ωστόσο, υπάρχει μια γενική αίσθηση ότι στις περισσότερες περιπτώσεις οι αποφάσεις των Πολιτειών ως προς το χειρισμό αυτών των θεμάτων έχουν τυπική εγκυρότητα και είναι ένα ερώτημα εάν ακόμη και ένα συντηρητικό και φιλορεπουμπλικανικό Ανώτατο Δικαστήριο θα βρει νομικά ερείσματα. Αντίθετα, το 2000 υπήρχε ένα πραγματικό νομικό έρεισμα για αμφισβήτηση, καθώς δεν υπήρχαν ίδια κριτήρια για το τι θεωρείται έγκυρο ψηφοδέλτιο σε κομητείες της ίδιας Πολιτείας.
Για παράδειγμα στο ζήτημα που υπάρχει με την καθυστερημένη άφιξη επιστολικών ψήφων στην Πενσιλβάνια, υπάρχει απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της Πολιτείας που έχει δώσει τρεις μέρες παράταση της ημερομηνίας άφιξης και δυο φορές το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ δεν παρενέβη σε αυτό. Εδώ οι Ρεπουμπλικάνοι θα επικαλεστούν ότι αποφάσεις για την εκλογική διαδικασία παίρνουν τα πολιτειακά νομοθετικά σώματα και όχι τα δικαστήρια. Το ζήτημα είναι πραγματικό, όμως με δεδομένο ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν παρενέβη νωρίτερα, δύσκολα θα έρθει να ακυρώσει ψήφους που έγιναν δεκτές με βάση μια παράταση που το ίδιο δεν αμφισβήτησε.
Όλα αυτά βέβαια θα εξαρτηθούν και από τα τελικά εκλογικά αποτελέσματα και το μέγεθος της διαφοράς. Εάν η διαφορά είναι μεγάλη – και ιδίως εάν είναι μεγαλύτερη του αριθμού των αμφισβητούμενων ψήφων – τότε δύσκολα θα μπορεί να βρεθεί βάση για νομικές αμφισβητήσεις.
Και βέβαια το ερώτημα που θα κριθεί τελικά να απαντήσει το Ανώτατο Δικαστήριο θα είναι όχι μόνο νομικό, αλλά και βαθιά πολιτικό: Θα πρέπει να κριθεί η προεδρία στα δικαστήρια;
Τα σχόλια είναι κλειστά.