Το επ΄αόριστον κλείσιμο της στρόφιγγας φυσικού αερίου που ανακοίνωσε σήμερα η Gazprom, μπορεί να μην αποτέλεσε έκπληξη για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που εδώ και μήνες έχουν ανακοινώσει σχέδια ενεργειακής απεξάρτησης από τη Μόσχα, δεν παύει ωστόσο να είναι μία πραγματική απειλή για τη Γηραιά Ήπειρο.
Η Gazprom ανακοίνωσε την παύση του Nord Stream επικαλούμενη τεχνικά προβλήματα, αλλά είναι δύσκολο να διαχωρίσει κανείς την εν λόγω κίνηση από τις ανακοινώσεις που προηγήθηκαν τόσο από την Κομισιόν για πλαφόν στην τιμή του ρωσικού φυσικού αερίου όσο και των G7 για πλαφόν στην τιμή του ρωσικού πετρελαίου.
Εξάλλου η Μόσχα έχει δηλώσει σε όλους τους τόνους ότι εάν η Δύση προχωρήσει στην επιβολή πλαφόν η ίδια θα σταματήσει να πουλάει. Είναι πιθανόν η Gazprom να ανακοινώσει ξανά τη λειτουργία του αγωγού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, αλλά σε κάθε περίπτωση Ρωσία και Δύση παίρνουν θέση μάχης για έναν ενεργειακό πόλεμο με απρόβλεπτες συνέπειες για την οικονομία διεθνώς και σίγουρα με δυσμενείς συνέπειες για τους πολίτες.
Περιορισμός της κατανάλωσης
Η πρώτη αντίδραση της Γερμανίας μετά την ανακοίνωση της Gazprom ήταν ψύχραιμη αλλά και ενδεικτική των δυσκολιών που έχει να αντιμετωπίσει η μεγαλύτερη δύναμη της ΕΕ. Η χώρα είναι πλέον καλύτερα προετοιμασμένη για τη διακοπή του εφοδιασμού από τη Ρωσία, σημείωσε η γερμανική ρυθμιστική αρχή του δικτύου φυσικού αερίου, αλλά προέτρεψε τους πολίτες και τις εταιρείες να περιορίσουν την κατανάλωση.
Η πρόταση για ενέργεια με το δελτίο -που έχει μπει στο τραπέζι ήδη από τον Ιούνιο ως ένα απευκταίο και συνάμα ρεαλιστικό σενάριο- πλέον φαντάζει περισσότερο πιθανή.
Οι δεξαμενές αποθήκευσης φυσικού αερίου στη Γερμανία είναι γεμάτες σε ποσοστό 85%. Το Βερολίνο εκτιμά ότι ο στόχος που έχει τεθεί, να γεμίσουν κατά 95% μέχρι την 1η Νοεμβρίου, θα είναι δύσκολο να επιτευχθεί, εκτός και αν εταιρείες και νοικοκυριά μειώσουν την κατανάλωση καυσίμου.
Η ΕΕ συνολικά έχει ήδη ξεπεράσει τον στόχο να πληρωθούν οι δεξαμενές κατά 80% μέχρι την 1η Οκτωβρίου και προχωρά τα σχέδια για προμήθεια υγροποιημένου φυσικού αερίου από άλλες χώρες. Ωστόσο έχει να αντιμετωπίσει και την έκρηξη στην τιμή του καυσίμου που έχει πυροδοτήσει αλματώδεις αυξήσεις στην τιμή του ρεύματος και άλλων προϊόντων.
Το πλαφόν στο φυσικό αέριο και οι προκλήσεις για την Ευρώπη
Η επικεφαλής της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δήλωσε ότι η ΕΕ θα πρέπει να επιβάλει ανώτατο όριο τιμών στο φυσικό ρωσικό αέριο για να ματαιώσει τις προσπάθειες, όπως είπε, του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν να χειραγωγήσει την αγορά.
Η έκρηξη στις τιμές του φυσικού αερίου που πλήττει την ευρωπαϊκή βιομηχανία και τα νοικοκυριά, ξεκίνησε αρχικά λόγω της ανάκαμψης της ζήτησης μετά την πανδημία και στη συνέχεια πυροδοτήθηκε περαιτέρω λόγω του πολέμου στην Ουκρανία. Τώρα η Ευρώπη καλείται να βρει διέξοδο σε μια περίοδο που τα περιθώρια στενεύουν, καθώς θέλει να δυσκολέψει τον Πούτιν στον πόλεμο στην Ουκρανία και την ίδια στιγμή είναι αντιμέτωπη με τον κίνδυνο της ύφεσης και της κοινωνικής αναταραχής.
Μετά τις δηλώσεις της Κομισιόν ακολούθησε το πράσινο φως της συνόδου των G7 για το πλαφόν στην τιμή του ρωσικού πετρελαίου. Σε πρώτη φάση οι υπουργοί οικονομικών των G7 δεν έδωσαν λεπτομέρειες για το ύψος της τιμής, δηλώνοντας μόνο πως το αρχικό πλαφόν θα βασιστεί σε μια σειρά τεχνικών στοιχείων και το ύψος του θα επανεξετάζεται, όποτε είναι απαραίτητο.
Ο στόχος της απόφασης αυτής, η οποία έχει ακόμη πολλά εμπόδια να υπερπηδήσει πριν τεθεί σε ισχύ, είναι να συνεχίσει να ρέει το ρωσικό πετρέλαιο στις παγκόσμιες αγορές που εξαρτώνται από τις προμήθειες αυτές – μειώνοντας παράλληλα σημαντικά το κέρδος που αποκομίζει η Μόσχα από τις πωλήσεις της.
Οι G7 πρέπει να βρουν κοινό βηματισμό με Κίνα και Ινδία
Οι G7 θέλουν να θέσουν σε λειτουργία τον νέο μηχανισμό μαζί με την ενεργοποίηση του εμπάργκο της Ε.Ε. κατά των ρωσικών εισαγωγών πετρελαίου τον Δεκέμβριο, προκειμένου να προσπαθήσουν να περιορίσουν τις οικονομικές επιπτώσεις από τις νέες κυρώσεις της Ε.Ε. που πρόκειται να τεθούν σε ισχύ.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν φοβάται ότι το εμπάργκο θα μπορούσε να εκτοξεύσει τις τιμές της ενέργειας στα ύψη και ενδεχομένως να οδηγήσει την παγκόσμια οικονομία σε ύφεση, εάν εκατομμύρια βαρέλια ρωσικού πετρελαίου αποσυρθούν ξαφνικά από την παγκόσμια αγορά, μειώνοντας δραστικά την παγκόσμια προσφορά αργού πετρελαίου. Αξιωματούχοι της αμερικανικής κυβέρνησης έχουν εκτιμήσει ότι το πετρέλαιο θα μπορούσε να εκτιναχθεί στα 200 δολάρια το βαρέλι ή και υψηλότερα, εκτός εάν οι προσπάθειες για την επιβολή του ανώτατου ορίου τιμών είναι επιτυχείς.
Η αντίδραση της Μόσχας
Από την πλευρά της η Μόσχα έχει ήδη απαντήσει στην απειλή μιας τέτοιας κίνησης δηλώνοντας, διά στόματος του αντιπροέδρου Αλεξάντερ Νόβακ, πως θα αναστείλει τις προμήθειες πετρελαίου και πετρελαϊκών προϊόντων στα κράτη που θα εφαρμόσουν το οποιοδήποτε πλαφόν.
Για να προχωρήσει το σχέδιο της Δύσης θα χρειαστεί να ξεπεραστούν μία σειρά από εμπόδια, με πρώτο τη συναίνεση της Κίνας και της Ινδίας στην πρόταση αυτή, σε μια στιγμή μάλιστα που οι σχέσεις Πεκίνου – Ουάσιγκτον είναι ιδιαίτερα τεταμένες μετά και την κρίση της Ταϊβάν.
Αναλυτές και αξιωματούχοι συμφωνούν πως η στάση που θα κρατήσουν αυτές οι χώρες που αγοράζουν σημαντικές ή και αυξημένες ποσότητες ρωσικού πετρελαίου θα παίξουν κομβικό ρόλο στην αποτελεσματικότητα του πλαφόν.
Ιδανικά η Ευρώπη και η G7 θα ήθελε οι χώρες αυτές να συμμετέχουν στην πρωτοβουλία, με την επισήμανση πως το ύψος του πλαφόν θα καθοριστεί από κοινού και με τη συμμετοχή τους, αν και κάτι τέτοιο μοιάζει αρκετά δύσκολο.
«Θα δουλέψει μόνο αν (το πλαφόν) οργανωθεί σε διεθνές επίπεδο. Δεν μπορεί να γίνει μονομερώς, αλλά μόνο σε στενή συνεργασία με άλλους. Αλλιώς δεν θα έχει αποτέλεσμα» είχε σχολιάσει χαρακτηριστικά, τον περασμένο μήνα, ο Γερμανός Καγκελάριος Όλαφ Σολτς, καθώς η Ρωσία μπορεί να συνεχίσει να πουλάει πετρέλαιο σε μεγάλες αγορές και μάλιστα σε υψηλότερες τιμές.