Η οικονομική κρίση των περασμένων ετών και η πανδημία με τις αναστολές εργασίας δημιούργησαν ασφυκτικό κλοιό
Με δανεικά αναγκάζεται να καλύπτει τις καθημερινές ανάγκες του σχεδόν ένα στα δύο ελληνικά νοικοκυριά. Η οικονομική κρίση των περασμένων ετών και η πανδημία με τις αναστολές εργασίας σε αρκετούς κλάδους της οικονομίας από τον Μάρτιο το 2020 δημιούργησε ένα ασφυκτικό κλοιό για τα νοικοκυριά, οδηγώντας τα στον δανεισμό για να μπορέσουν να επιβιώσουν.
Είναι χαρακτηριστικό, σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), ότι τη χρονιά που πέρασε 46,5% των νοικοκυριών δήλωσαν ότι δανείζονται για να πληρώσουν καθημερινά έξοδα διαβίωσης με κύρια πηγή χρηματοδότησης τις τράπεζες (δάνεια και κάρτες), ενώ στα καθημερινά έξοδα φαίνεται να συνεισφέρουν με δανεισμό οι συγγενείς και οι φίλοι.
Τις ασφυκτικές συνθήκες δείχνει και το γεγονός ότι το 35,2% των νοικοκυριών δηλώνει πως δεν διαθέτει αποταμιεύσεις.
Τα στοιχεία της ΕΣΤΑΤ, τα οποία περιλαμβάνονται στην Ερευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (EU-SILC), αποτελούν μέρος ενός κοινοτικού στατιστικού προγράμματος, στο οποίο συμμετέχουν όλα τα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης και ερευνά τις συνθήκες διαβίωσης των νοικοκυριών και την εικόνα του δανεισμού τους.
Τα δάνεια
Αν και το 72% των νοικοκυριών δεν έχει υποχρέωση να εξοφλήσει κανένα δάνειο, εξαιρώντας τυχόν ενυπόθηκο δάνειο για την αγορά της κύριας κατοικίας, το 28% έχει την υποχρέωση εξόφλησης ενός τουλάχιστον δανείου, εκ των οποίων το 19,6% ενός δανείου, το 6,5% δύο δανείων, το 1,7% τριών δανείων και το 0,2% τεσσάρων δανείων.
Μάλιστα το μέσο οφειλόμενο ποσό, συμπεριλαμβανομένων τόκων και κεφαλαίου (με εξαίρεση τυχόν ενυπόθηκο δάνειο για την αγορά της κύριας κατοικίας), εκτιμάται σε 236,70 ευρώ, ενώ το αντίστοιχο ποσό των φτωχών νοικοκυριών είναι στα 174 ευρώ και των μη φτωχών νοικοκυριών στα 246,35 ευρώ.
Ως κύριος λόγος για τη λήψη ενός δανείου από τα νοικοκυριά αποτελεί η αγορά περιουσιακών στοιχείων (συμπεριλαμβανομένων των οικιακών επίπλων και συσκευών και της διακόσμησης εσωτερικών χώρων) σε ποσοστό 56,3%, ενώ αξιοσημείωτο είναι ότι ακολουθούν η κάλυψη καθημερινών εξόδων διαβίωσης (46,5%), η εκπαίδευση (7,9%), η αγορά μεταφορικού μέσου (7,8%), οι διακοπές (7,2%), η ιατρική περίθαλψη (3,6%), το προσωπικό δάνειο για χρηματοδότηση ιδίας επιχείρησης (1,5%) και η αναχρηματοδότηση δανείων (1,4%) .
Κύρια πηγή χρηματοδότησης αποτελεί η τράπεζα ή κάποιο άλλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα σε ποσοστό 99,2% μέσω δανείων ή πιστωτικών καρτών και ακολουθούν η ιδιωτική πηγή, δηλαδή συγγενείς, φίλοι σε ποσοστό 1,7% ή κάποια άλλη πηγή 0,2%.
Ωστόσο τα στοιχεία δείχνουν ότι για τα φτωχά νοικοκυριά ο δανεισμός από συγγενείς και φίλους καλύπτει ποσοστό της τάξης του 37,4%, γεγονός από το οποίο μπορεί κανείς να συμπεράνει τη δυσκολία πρόσβασης στο τραπεζικό σύστημα.
Οσο για τις οφειλές των νοικοκυριών σε ενυπόθηκα δάνεια της κύριας κατοικίας που διατηρούν τα νοικοκυριά κατά μέσο όρο εκτιμώνται σε 39.516 ευρώ, ενώ το αντίστοιχο ποσό των φτωχών νοικοκυριών σε 29.436 ευρώ και των μη φτωχών νοικοκυριών σε 41.297 ευρώ. Ωστόσο τα τέσσερα στα έξι νοικοκυριά ( 40,7%) δηλώνουν ότι έχουν στην ιδιοκτησία τους κάποια ακίνητη περιουσία εκτός της κύριας κατοικίας.
Ποια αποταμίευση;
Στο τέλος ενός τυπικού μήνα, τα νοικοκυριά αποταμιεύουν χρήματα σε ποσοστό 37,4%, ενώ το 27,3% βρίσκεται σε ανάγκη να ξοδεύει από τις αποταμιεύσεις του (είτε πρόκειται για καταθέσεις στην τράπεζα είτε για χρήματα που φυλάσσονται σπίτι), το 16,3% βρίσκεται σε ανάγκη δανεισμού από τρίτους και το 18,9% ούτε αποταμιεύει ούτε βρίσκεται σε ανάγκη εκταμίευσης ή δανεισμού.
Μόλις το 9,4% μπορεί να αποταμιεύσει, το 30,1% αναγκάζεται να ξοδέψει αποταμιεύσεις για να βγάλει τον μήνα, το 37,4% δανείζεται από φίλους και συγγενείς.
Τα σχόλια είναι κλειστά.