Στις 8 Ιουλίου 1851, γεννήθηκε ο Άρθουρ Έβανς, ο βρετανός αρχαιολόγος που, συνεχίζοντας το έργο του κρητικού αρχαιοδίφη Μίνωα Καλοκαιρινό, έφερε στο φως τον αρχαιολογικό χώρο της Κνωσού. Ο Καλοκαιρινός ήταν ο πρώτος που ξεκίνησε ανασκαφές στον χώρο της Κνωσού το 1878 και ήταν αυτός που το 1894 μην έχοντας πια τα οικονομικά μέσα να συνεχίσει έδωσε ουσιαστικά τη σκυτάλη στον Άρθουρ Έβανς.
«Πλησίαζε τα 50 ο Έβανς», γράφει «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 16ης Φεβρουαρίου του 1997, «όταν στο γύρισμα του αιώνα ανέλαβε την ανασκαφή του λόφου Κεφάλα της Κνωσού, όπου 20 χρόνια νωρίτερα ο Μίνος Καλοκαιρινός, σε μερικές δοκιμαστικές τομές, είχε βρει τα μεγάλα πιθάρια του ανακτόρου που σήμερα βρίσκονται στο Λούβρο και στο Μουσείο του Ηρακλείου».
Όπως γράφουν «ΤΑ ΝΕΑ» της 27ης Ιουλίου 1995, την άνοιξη του 1900 «ο σερ Άρθουρ Έβανς – γόνος πλούσιας αγγλικής οικογένειας – πατούσε στο χώμα της γης που μόλις είχε αγοράσει από τον τούρκο αγά του Ηρακλείου.
»Άνθρωποι του συνεργείου του είχαν βρει πήλινες πλακέτες με δυσνόητα γι’ αυτούς σημάδια. Δεν έδωσαν σημασία, δεν καταλάβαιναν.
»Εκείνος έσκυψε, πήρε μία στα χέρια του και την έφερε πολύ κοντά στα μάτια του. Η μυωπία του δεν τον βοηθούσε να διαβάζει από απόσταση.
»Το πρόσωπό του έλαμψε αμέσως. Τα δυσνόητα σημάδια, για τους εργάτες, ήταν σύμβολα της γραμμικής γραφής Β. Η ανασκαφή άρχισε χωρίς χρονοτριβή και η σκαπάνη του Έβανς έφερε στο φως τα πρώτα τμήματα του μεγαλόπρεπου μινωικού παλατιού».
Ανάμεσα στα εμπόδια που συνάντησε σε εκείνο το πρώτο στάδιο ο Έβανς ήταν και η τουρκική γραφειοκρατία την οποία όμως κατάφερε να παρακάμψει και «ύστερα από μερικούς…καφέδες κατάφερε να κάμψει την αντίσταση του Τούρκου αγά και να αγοράσει την περιοχή στην οποία υπήρχαν ενδείξεις πως ήταν θαμμένο το μινωικό ανακτόρο»
H Κνωσός
Σύμφωνα με το ιστορικό που παραθέτει το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού:
«Η πόλη της Kνωσού κατοικήθηκε συνεχώς από τα τέλη της 7ης χιλιετίας έως και τα ρωμαϊκά χρόνια. (…) Ιδιαίτερα έντονη ήταν η κατοίκηση με τα πρώτα (19ος-17ος αι. π.X.), δεύτερα ανάκτορα (16ος-14ος αι. π.X.) και τις πολυτελείς οικίες, τον ξενώνα και τα μινωικά έργα υποδομής. Τα ανάκτορα κτίζονται σε θέσεις που ελέγχουν πεδιάδες και προσβάσεις από τη θάλασσα, ενώ παράλληλα αναπτύσσονται και σημαντικοί οικισμοί γύρω από αυτά. Πόλεις και ανάκτορα μένουν ωστόσο ατείχιστα, επιβεβαιώνοντας τη λεγόμενη pax minoica.
»Γύρω στο 1700 π.Χ. πιθανόν ένας μεγάλος σεισμός καταστρέφει την Κνωσό και οδηγεί σε εργασίες μεγάλης κλίμακας στην πόλη και στο ανάκτορο. Η πόλη της Κνωσού αναπτύχθηκε σε μεγάλη έκταση και ο πληθυσμός της υπολογίστηκε από τον Evans γύρω στους 80.000 κατοίκους.
Το 1450 π.Χ., μετά από μερική καταστροφή της Κνωσού, εγκαθίστανται στην πόλη Μυκηναίοι, χωρίς όμως να ξανακτίσουν τα ανάκτορα».
Οι αμφιλεφόμενες ανακατασκευές του Έβανς
Σύμφωνα με τους επιστήμονες της αρχαιολογίας η προσφορά του Έβανς υπήρξε πολύ μεγάλη καθώς «με τις ανασκαφές του διεύρυνε την πολιτιστική ευρωπαϊκή ιστορία».
Όπως όμως δήλωνε στα «ΝΕΑ» η αρχαιολόγος Εύα Γραμματικάκη, υπεύθυνη για την περιοχή της Κνωσού «Οι ανακατασκευές του είναι αμφιλεγόμενες γιατί βοήθησαν να έχουμε πληρέστερη εικόνα για το ανάκτορο της Κνωσού, δεν είναι όμως σίγουρο κατά πόσον ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα».
»Οι ανακατασκευές του δημιούργησαν πρόβλημα συντήρησης στα μνημεία, διότι το τσιμέντο, ως υλικό στην πρώτη φάση της ύπαρξής του, δεν ήταν καλά μελετημένο υλικό. (…)
»Η συμβολή του όμως είναι σημαντική. Γιατί εκτός από τις ανασκαφές και τις επιφανειακές έρευνες που έκανε σε όλη την Κρήτη, έθεσε τις επιστημονικές βάσεις για τη μελέτη του μινωικού πολιτισμού.
»Το σύγγραμά του “Το παλάτι του Μίνωα”, αποτελεί οδηγό ακόμα και σήμερα για τους αρχαιολόγους που ασχολούνται με τον μινωικό πολιτισμό. Επιπλέον έστρεψε το ενδιαφέρον του ευρωπαϊκού κόσμου προς την Κρήτη».