Στη «συντηρητική και ιδεοληπτική Ευρώπη» και τον αμοραλισμό του ΔΝΤ χρέωσε την αποτυχία της διαπραγμάτευσης του καλοκαιριού του 2015 ο Αλέξης Τσίπρας κατά τη διάρκεια ομιλίας του με αφορμή τα εγκαίνια της Έδρας Δημοσίου Χρέους του Πανεπιστημίου Sciences Po, στο Παρίσι.
Ο κ. Τσίπρας ανέφερε ότι στόχος της διαπραγμάτευσης ήταν να ανακτήσει η χώρα την «εθνική της ανεξαρτησία που περιορίστηκε δραματικά στα χρόνια της κρίσης» (…) Μια έντιμη συμφωνία ήπιας δημοσιονομικής προσαρμογής συνοδευόμενη από ένα σχέδιο ριζικών διαρθρωτικών αλλαγών για τη καταπολέμηση των δομικών γενεσιουργών αιτιών. Και ταυτόχρονα μια ριζική λύση για το δημόσιο χρέος. Είτε αντίστοιχη της γενναίας λύσης που η παγκόσμια κοινότητα απλόχερα έδωσε στη Γερμανία το 1953, είτε έστω μέσω μιας σοβαρής αναδιάρθρωσης που θα έπρεπε όμως να έρθει μπροστά, πριν τη δημοσιονομική προσαρμογή για να έχει αξιοπιστία και αποτελεσματικότητα.
Και ο κ. Τσίπρας συνέχισε λέγοντας: «Δυστυχώς πέσαμε στο τοίχο μιας συντηρητικής και ιδεοληπτικής Ευρώπης. Και ταυτόχρονα στον αμοραλισμό ενός ΔΝΤ που αντί να μιλάει τεχνοκρατικά έπαιζε πολιτικά παιχνίδια. Ετσι φτάσαμε στο όριο, στο χείλος της καταστροφής και εν τέλει σε μια συμφωνία που εμπεριείχε μέρος των στόχων μας».
Με αντικείμενο της ομιλίας του την ελληνική εμπειρία από την κρίση, τα μνημόνια και το χρέος, ο τέως πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ σημείωσε ότι η ανάκτηση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, αποτελεί μία από τις μεγάλες επιτυχίες της κυβερνητικής θητείας του, που δίνει έναν καθαρό ορίζοντα για χρόνια στην Ελλάδα. Ο κ. Τσίπρας άσκησε έντονη κριτική στο ΔΝΤ και στους πολιτικούς που, όπως είπε, επέλεξαν να επιβάλουν ένα πρόγραμμα που συνδύασε «λιτότητα από το ΔΝΤ με ευρωπαϊκό βέτο σε ουσιαστική αναδιάρθρωση χρέους» και εναντιώθηκαν στην αναδιάρθρωση του χρέος για να υπερασπιστούν τα συμφέροντα των τραπεζών. Επέκρινε το ΔΝΤ για σκόπιμες απαισιόδοξες προβλέψεις και εμμονές που λειτουργούσαν υπονομευτικά για την πορεία ανασύνταξης της οικονομίας. Σημείωσε τον ρόλο της Αριστεράς ως της κατεξοχήν δύναμης-εχθρού του χρέους, ενώ υπογράμμισε την αναγκαιότητα για γενναίες αποφάσεις στην ΕΕ για αλλαγή του κυρίαρχου παραδείγματος στην κατεύθυνση της ειλικρινούς και ουσιαστικής ευρωπαϊκής αλληλεγγύης.
Ειδικότερα, ο κ. Τσίπρας είπε ότι η ελληνική εμπειρία «ανέδειξε τις μεγάλες αδυναμίες τις ΕΕ και ειδικότερα της ζώνης του ευρώ» και σημείωσε ότι η ελληνική εμπειρία «αναδεικνύει εύγλωττα τον κυνισμό και την πολιτική υποκρισία, τόσο στο εσωτερικό της χώρας, που εθελοτυφλούσε για χρόνια, όσο, κυρίως, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, που αντιμετωπίστηκε ως πειραματόζωο».
Παραπέμποντας στην κατάσταση της χώρας όταν ανέλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ (ανεργία 29%, χρέος στο 184% από το 124% που ήταν πριν από τα δύο πρώτα προγράμματα προσαρμογής, ανοικτή 5η αξιολόγηση), υποστήριξε ότι ήταν «απολύτως φανερό ότι τα δύο πρώτα Προγράμματα Δημοσιονομικής Προσαρμογής είχαν αποτύχει παταγωδώς». «Απέτυχαν», τόνισε, «όχι γιατί δεν εφαρμόστηκαν σωστά, αλλά, ακριβώς επειδή εφαρμόστηκαν. Ο σχεδιασμός τους ήταν καταδικασμένος να αποτύχει».
«Η Αριστερά κατεξοχήν δύναμη-εχθρός του χρέους»
Ο κ. Τσίπρας είπε ότι τα πραγματικά αίτια της κρίσης εδράζονται στις δομικές παθογένειες του ελληνικού καπιταλισμού και του τρόπου που λειτούργησε το ελληνικό πολιτικό σύστημα από το 1974, με κορύφωση την περίοδο λίγο πριν και αμέσως μετά την ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ: χαμηλές δημόσιες επενδύσεις αλλά υψηλή δημόσια σπατάλη, χωρίς τη δημιουργία ισχυρού τομέα εξαγωγών, δημιουργία εκτεταμένου πελατειακού κράτους, αντί για σύγχρονο κράτος πρόνοιας, διαρκής υστέρηση δημόσιων εσόδων εξ αιτίας της εκτεταμένης φοροαποφυγής και υποφορολόγησης του μεγάλου πλούτου, δημόσια ελλείμματα χωρίς συνεκτική στρατηγική οικονομικής ανάταξης, που διευρύνονταν τόσο σε καιρούς οικονομικής επιβράδυνσης όσο και σε καιρούς ισχυρής ανάπτυξης.
Τόνισε ότι η Αριστερά αναγνώρισε, ανέδειξε και κατήγγειλε έγκαιρα τόσο τις αιτίες όσο και τις «ολέθριες συνέπειες του διογκούμενου χρέους». «Αποτελεί ευθύνη της Αριστεράς να είναι ο κατ’ εξοχήν εχθρός πολιτικο-οικονομικών πρακτικών που οδηγούν στη δημιουργία χρέους και σε αυτήν την κατεύθυνση θα εργαστούμε ακόμα περισσότερο στο μέλλον», σημείωσε, για να προσθέσει ότι ο στόχος της Αριστεράς με τη εκλογική νίκη του Ιανουαρίου και Σεπτεμβρίου 2015 ήταν -και στη διαπραγμάτευση και ευρύτερα- η χώρα να ανακτήσει την εθνική της ανεξαρτησία και να συνεχίσει την προσπάθεια εξάλειψης των δομικών αιτιών της κρίσης και των ανισοτήτων.
«Η ανάκτηση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, από τις μεγάλες επιτυχίες της κυβερνητικής μου θητείας»
Ο κ. Τσίπρας σημείωσε ότι «μετά τις τεράστιες προσπάθειες της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και τις θυσίες του ελληνικού λαού που πλήρωσε ένα τεράστιο τίμημα, ήρθε τελικά η πολυπόθητη ρύθμιση του χρέους», ώστε να «μπορούμε να πούμε ότι μετά την συμφωνία ρύθμισης και ελάφρυνσης τον Ιούνιο του 2018 το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι βιώσιμο ακόμα και κάτω από αυστηρές οικονομικές παραδοχές». Είπε πως θεωρεί ότι η ανάκτηση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, αποτελεί μία από τις μεγάλες επιτυχίες της κυβερνητικής του θητείας που δίνει έναν καθαρό ορίζοντα για χρόνια στην Ελλάδα.
Σχολίασε ότι δύο βασικά διδάγματα από τα δύο πρώτα προγράμματα διάσωσης ήταν «η σημασία να τεθεί η ελάφρυνση του χρέους ως συστατικό στοιχείο της προσαρμογής» και «η σημασία η αναδιάρθρωση αυτή να είναι γενναία και χωρίς αιρεσιμότητες προκειμένου να είναι αξιόπιστη». Σημείωσε πως παρότι το τρίτο πρόγραμμα «μετέθεσε σκοπίμως την ελάφρυνση χρέους στο τέλος της περιόδου προσαρμογής, παρά τη δική μας επιθυμία αυτή να προηγείται, εντούτοις επέτρεψε εντέλει την υιοθέτηση ενός ρεαλιστικού “μονοπατιού” δημοσιονομικής προσαρμογής ακριβώς λόγω των διαπραγματευτικών προσπαθειών της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ». Πρόσθεσε ότι αυτό συνέβαλε κρίσιμα «στη σταθεροποίηση της οικονομίας, στην επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος, και την επιστροφή της χώρας στις διεθνείς αγορές με τρόπο διατηρήσιμο».
«Το ΔΝΤ επέλεξε να παίξει τα παιχνίδια των κυρίαρχων ευρωπαϊκών δυνάμεων»
Μιλώντας ειδικότερα για το ΔΝΤ και τον ρόλο του, ο κ. Τσίπρας είπε ότι η περίπτωση της Ελλάδας ήταν εξαίρεση σε σχέση με κάθε άλλο πρόγραμμα διάσωσης που σχεδιάζει και συμμετέχει το Ταμείο.
Είπε συγκεκριμένα ότι το ΔΝΤ «επέλεξε να παίξει τα πολιτικά παιχνίδια των κυρίαρχων στην Ευρώπη δυνάμεων», «επέλεξε προς διευκόλυνση της Γερμανίας και της επιλογής της να φέρει το ΔΝΤ στο πρόγραμμα, να μην ζητήσει ούτε την προκαταβολική αναδιάρθρωση του μη βιώσιμου δημοσίου χρέους, παρότι αυτό αποτελεί πάντα προϋπόθεση προκειμένου να χρηματοδοτήσει πρόγραμμα διάσωσης». Επίσης, «προτίμησε να τροποποιήσει το καταστατικό του, αφήνοντας τη χώρα χωρίς μέτρα αντιστάθμισης απέναντι σε μία τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή». Σχολίασε ότι αυτός είναι και ένας από τους λόγους αποτυχίας των δύο πρώτων προγραμμάτων και από τις βασικές αιτίες του μεγέθους και της διάρκειας της ελληνικής ύφεσης.
«Αν όμως η ευθύνη βαραίνει το ΔΝΤ, βαραίνει εξίσου και τους πολιτικούς που επέλεξαν να επιβάλουν ένα πρόγραμμα που συνδύασε το ΔΝΤ και ευρωπαϊκού θεσμούς σε ένα τραγικό χορό που έφερε την Ελλάδα τα χειρότερα και των δύο πλευρών: λιτότητα από το ΔΝΤ με ευρωπαϊκό βέτο σε ουσιαστική αναδιάρθρωση χρέους», υπογράμμισε. «Η ευθύνη», σημείωσε, «βαραίνει τους πολιτικούς που εναντιώθηκαν στην αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, προκειμένου να προστατευθούν τα συμφέροντα τραπεζών, μεταφέροντας έτσι το βάρος της προσαρμογής μονομερώς στους Έλληνες φορολογούμενους».
Σχολίασε ότι «μέτριοι τεχνοκράτες σε καίριες θέσεις στην ευρωπαϊκή γραφειοκρατία», για πολιτικούς λόγους, εστιάζουν σήμερα στο πόσο κόστισε η 6μηνη καθυστέρηση με τη διαπραγμάτευση του ’15, ώστε «να αποφύγουν την ουσία της συζήτησης για το πόσο κόστισε η επιμονή τους σε μια ανορθόδοξη οικονομικά λύση».
Ο κ. Τσίπρας είπε ότι η ιστορία οφείλει να αναγνωρίσει το γεγονός ότι η ΕΕ παρείχε μια μεγάλη οικονομική στήριξη στην Ελλάδα, αλλά ταυτόχρονα και πως αυτή η στήριξη «ήρθε με ένα τεράστιο κοινωνικό και οικονομικό τίμημα και με προϋποθέσεις που δυσχέραναν την ταχεία ανάκαμψη».
Αναφέρθηκε στον τρόπο λειτουργίας των μνημονίων που συνόδευαν τις δανειακές συμβάσεις και αποτελούσαν «το τίμημα που έπρεπε να πληρώσει η Ελλάδα για την ρύθμιση του χρέους». Μίλησε, μεταξύ άλλων, για τη «διαπραγματευτική εμμονή των εκπροσώπων των πιστωτών σε δευτερεύοντα ζητήματα, ενώ άφηναν στο απυρόβλητο δομικές παθογένειες της ελληνικής οικονομίας» και για «τις υπερβολικά και ίσως σκοπίμως απαισιόδοξες δημοσιονομικές προβλέψεις του ΔΝΤ την περίοδο 2015-2018, οι οποίες βραχυκύκλωναν διαρκώς την πορεία προσαρμογής και με τις οποίες στο τέλος οι Ευρωπαίοι συντάσσονταν». Χαρακτήρισε αυτό ως «το πλέον εξοργιστικό»: «Ήταν τέτοια η εμμονή του ΔΝΤ σε συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις, όπως πχ η μείωση του αφορολόγητου ορίου ή η ακόμα μεγαλύτερη μείωση των συντάξεων, που για να επιβάλλει αυτά τα μέτρα δεν απέφυγε να απολέσει την αξιοπιστία του διεθνώς σε όποιον στοιχειωδώς σοβαρό τεχνοκράτη παρακολουθούσε το ελληνικό πρόγραμμα».
Σημείωσε ότι «το χρέος χρησιμοποιήθηκε ως μοχλός πίεσης ώστε να εφαρμοστούν πολιτικές οι οποίες προκάλεσαν τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό κόστος και οδήγησαν σε έναν φαύλο κύκλο».
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ
Τα σχόλια είναι κλειστά.