Εν μέσω πληθωριστικών πιέσεων η πάλαι ποτέ φθηνή διατροφική λύση έχει μετατραπεί για πολλούς σε είδος πολυτελείας.
Σε απόλαυση για λίγους τείνει να μετατραπεί το λεγόμενο γρήγορο φαγητό, με την ακρίβεια να οδηγεί τις τιμές του στα ύψη σε διεθνές επίπεδο.
Από το σουβλάκι και την πίτσα μέχρι τις τηγανητές πατάτες, το κεμπάπ και το βρετανικό fish and chips, κάθε μέρα που περνά – και με τον ευρωπαϊκό πληθωρισμό στο 3,6% – το κόστος του fast food ανεβαίνει, μετατρέποντας την πάλαι ποτέ φθηνή διατροφική λύση σε είδος πολυτελείας.
Στην Ελλάδα, με τον πληθωρισμό σήμερα να έχει διαμορφωθεί στο 3%, η τιμή του εθνικού μας fast food δεν δείχνει σημάδια υποχώρησης στα προ της πληθωριστικής κρίσης επίπεδα, καταγράφοντας συνεχώς νέα ρεκόρ, ενώ άνθρωποι της αγοράς εκτιμούν ότι έως το τέλος του έτους μπορεί η μέση τιμή του να ξεπεράσει ακόμα και το ψυχολογικό φράγμα των 4 ευρώ.
Και κάπου εδώ εγείρεται το βασικό ερώτημα για το αγαπημένο fast food των Ελλήνων που κατά καιρούς έχουν στερηθεί πολλά: Μπορούν να κόψουν το σουβλάκι;
Οπως δείχνουν τα στοιχεία, το γρήγορο φαγητό έχει μπει για τα καλά στη ζωή όλων μας και παραμένει σημαντικό κομμάτι των διατροφικών συνηθειών, η συνεχιζόμενη κρίση, ωστόσο, ίσως να μην επιτρέψει σε πολλούς να το απολαμβάνουν – τουλάχιστον στον βαθμό που το έκαναν τα προηγούμενα χρόνια.
Αυξήσεις
Μιλώντας στα «ΝΕΑ» ο πρόεδρος του Σωματείου Ψητοπωλών Αττικής Νίκος Αγγελουσούλης κάνει λόγο για χαμηλότερες αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων από τα fast food σε σχέση με τη συνολική εικόνα της αγοράς, υποστηρίζοντας ταυτόχρονα ότι ήταν αναπόφευκτες, καθώς οι τιμές της ενέργειας και των πρώτων υλών ανέβηκαν τα τελευταία δύο έτη στα ύψη.
«Οντως υπάρχει ακρίβεια και πίεση στα μαγαζιά μας, οι ψητοπώλες όμως είναι οι τελευταίοι που μπορούν να κατηγορηθούν ότι αισχροκερδούν ή ότι βγάζουν λεφτά εις βάρος των καταναλωτών» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Οπως τονίζει, «δυστυχώς, η πραγματικότητα είναι αυτή: τα κόστη έχουν ανέβει, ενώ στο «παιχνίδι» έχουν μπει δυναμικά οι διαδικτυακές πλατφόρμες και ο κόσμος επιλέγει να παραγγέλνει από αυτές παρά την επιβάρυνση που μπορεί να φτάσει από το 15% έως το 30% της τιμής του γεύματος.
Ταυτόχρονα, οι λογαριασμοί παραμένουν υψηλοί, τα τιμολόγια αυτών που αγοράζουμε εμείς συνεχίζουν να βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα, οπότε αναγκαστικά και η τιμή έχει παραμείνει σε ένα υψηλό επίπεδο για να είναι βιώσιμα τα καταστήματα».
Αποκλιμάκωση
Στο αν υπάρχει περιθώριο αποκλιμάκωσης στον ορίζοντα, ο επικεφαλής των ψητοπωλών Αττικής επισημαίνει ότι όλα εξαρτώνται από το τι αγοράζουν και τι πωλούν τα καταστήματα.
«Για να μειωθούν οι τιμές θα πρέπει να προηγηθούν μειώσεις στην ενέργεια, θα πρέπει τα τιμολόγια επίσης να χαμηλώσουν. Τότε θα είμαστε οι πρώτοι που θα τις κατεβάσουμε. Είμαστε στην πρώτη γραμμή της μάχης κατά της ακρίβειας και επιμένουμε ότι το σουβλάκι θα πρέπει να παραμείνει λαϊκό αγαθό.
Γι’ αυτό θα κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας. Εχουμε ήδη μειώσει το κέρδος μας, αλλά πρέπει να πιέσουμε ώστε οι αγορές μας να παραμείνουν σε φυσιολογικά επίπεδα» περιγράφει.
Ειδικά εν όψει των εορτών ο Νίκος Αγγελουσούλης επισημαίνει ότι διαχρονικά την περίοδο των εορτών καταγράφεται αύξηση στην τιμή των κρεάτων, αλλά ειδικά οι ψητοπώλες της Αθήνας, όπως τονίζει, βρίσκονται σε κοινή γραμμή ώστε να απορροφήσουν αυτή την αύξηση. Ο ίδιος εκφράζει την ελπίδα πως μετά την Πρωτοχρονιά τα πράγματα θα βελτιωθούν: «Ακούμε, βέβαια, διαρκώς ότι θα γίνει… χαμός με την ενέργεια, θα ανέβουν κι άλλο τα τιμολόγια, και όλοι ζουν μέσα σε αυτόν τον πανικό. Ελπίζω, πάντως, ότι κάτι τέτοιο δεν θα γίνει».
Το περιορίζουν
Σε αυτό το τοπίο, οι επαγγελματίες του κλάδου διαπιστώνουν ότι πολλοί παραδοσιακοί πελάτες περιορίζουν τόσο την ποσότητα όσο και τη συχνότητα των παραγγελιών τους, με τον πρόεδρο του Σωματείου Ψητοπωλών Αττικής να αναφέρει ότι παρ’ όλα αυτά η κίνηση στα καταστήματα παραμένει σε υψηλά επίπεδα, καθώς οι καταναλωτές αντιλαμβάνονται ότι παρά τις όποιες ανατιμήσεις ένα τυλιχτό εξακολουθεί να είναι φθηνότερο από άλλες αντίστοιχες επιλογές γρήγορου φαγητού ή από την αγορά τροφίμων από ένα σουπερμάρκετ.
«Εντούτοις, θα πρέπει να τονιστεί ότι είναι απαραίτητο να κάνει κάποιος πλέον περισσότερη έρευνα και να βρει τις καλύτερες σχέσεις τιμής και ποιότητας. Σίγουρα υπάρχουν ψητοπωλεία με τυλιχτά ακόμα και κάτω από 3 ευρώ. Το σουβλάκι σε όλη τη διάρκεια της κρίσης στήριξε τη μεσαία και τη χαμηλή τάξη και ευελπιστούμε να μπορούμε να συνεχίσουμε να το κάνουμε αυτό» καταλήγει.
Σημαντικές αποκλίσεις. Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησαν «ΤΑ ΝΕΑ», συγκρίνοντας τις τιμές του λεγόμενου πιτόγυρου σε διάφορα καταστήματα ανά τη χώρα, προκύπτουν ιδιαίτερα μεγάλες αυξήσεις τον τελευταίο χρόνο και σημαντικές αποκλίσεις από περιοχή σε περιοχή.
Συγκεκριμένα, όσον αφορά την Αττική, η μέση τιμή σήμερα για το τυλιχτό κυμαίνεται από 3,2 έως 3,5 ευρώ. Σε περιοχές των βορείων προαστίων φτάνει τα 3,8 ευρώ, ενώ υπάρχουν ψητοπωλεία που έχουν ήδη σπάσει το φράγμα των 4 ευρώ.
Την ίδια στιγμή, στον Πειραιά το απλό τυλιχτό έχει σκαρφαλώσει στα 3,8 ευρώ από 3,2 ευρώ που ήταν το ακριβότερο πέρυσι τέτοια εποχή, στην Καλλιθέα πωλείται 3,6 από 3,4 ευρώ και στο Αιγάλεω 3,5 από 3,2 ευρώ που κόστιζε τον Δεκέμβριο του 2022.
Οπως φαίνεται, το τυλιχτό στην πρωτεύουσα είναι και το πιο… αλμυρό, με το Κολωνάκι, το Κεφαλάρι, τη Γλυφάδα και τη Βουλιαγμένη να κόβουν πρώτες το νήμα της ακρίβειας, καθώς σε αυτές τις περιοχές συναντάμε σουβλατζίδικα που στον τιμοκατάλογό τους το τυλιχτό κοστολογείται ακόμα και με 6 ευρώ.
Στον αντίποδα, σε Σταθμό Λαρίσης, Μεταξουργείο, Ομόνοια και Αχαρνές μπορεί κανείς να βρει τυλιχτό με 2,2 ευρώ.
Στα υπόλοιπα μεγάλα αστικά κέντρα, και ειδικότερα σε Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Λάρισα, Βόλο και Ηράκλειο, η μέση τιμή για ένα σουβλάκι με πίτα ξεπερνά τα 3,5 ευρώ και φτάνει έως τα 5,5 ευρώ.
Ενδεικτικά, η μέση τιμή στη χώρα για ένα τυλιχτό ανέβηκε από 2,5 ευρώ το 2021 σε 3,5 ευρώ τον Ιούνιο του 2022, ενώ οι τιμές σε τουριστικές περιοχές την καλοκαιρινή περίοδο ξεπερνούν και τα 10 ευρώ. Και η άνοδος συνεχίζεται…
Premium έκδοση «ΤΑ ΝΕΑ»