Η συνταγή αντιμετώπισης κρίσεων και οι φορές που ο Μητσοτάκης και η κυβέρνηση της ΝΔ συγκρούστηκε με την «κοινωνική αντιπολίτευση».
Όποιο εγχειρίδιο «διαχείρισης πλατείας» έχει ανοίξει ποτέ από οποιαδήποτε κυβέρνηση, έχει αποτύχει. Εξ ορισμού η έκφραση κοινωνικής δυσαρέσκειας δεν μπορεί ποτέ να έρθει στα μέτρα εκείνου στον οποίο απευθύνεται.
Τις περισσότερες φορές και σίγουρα στις πιο κρίσιμες στιγμές της Μεταπολίτευσης μια πλατεία συσσωρεύει πολλά μικρότερα αιτήματα, τα οποία είτε είχαν έρθει νωρίτερα και υποτιμήθηκαν είτε πήραν διαστάσεις κάτω από τον μεγεθυντικό φακό μιας συγκεκριμένης συγκυρίας.
Η σημερινή κυβέρνηση δεν αποτέλεσε εξαίρεση: οι ένοικοι του Μεγάρου Μαξίμου ζουν αυτές τις μέρες τη δυσκολότερη πλατεία της εξαετίας. Είναι τέτοια τα χαρακτηριστικά της και τόσο οριζόντιο το αίτημα που εκφράζει, που ακόμα και το δικό της προηγούμενο δεν μπορεί να λειτουργήσει αποσυμπιεστικά. Διότι για πρώτη φορά το Μαξίμου δεν έρχεται αντιμέτωπο με ένα ζήτημα που λύνεται νομοθετικά ή με οποιαδήποτε έκτακτη παρέμβαση, αλλά με ένα γενικευμένο αίσθημα ανασφάλειας και δυσπιστίας, το οποίο αγγίζει τους θεσμούς στο σύνολό τους.
Αυτή η πλατεία δείχνει να λειτουργεί ως «μπάμπουσκα»: όσο η κυβέρνηση προσπαθεί να την αποκωδικοποιήσει τόσο διαπιστώνει τις πτυχές της. Σαν να κουβαλάει κάθε προηγούμενη στιγμή που η σχέση της ΝΔ με κομμάτια της κοινωνίας διαταράχθηκε. Από τα πρώτα χρόνια διακυβέρνησης η συνταγή αντιμετώπισης κοινωνικών κρίσεων εναλλασσόταν ανάμεσα στο δίπολο «κατανοώ – συζητώ» και στο μότο «η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση».
Κυβέρνηση Μητσοτάκη: Η πανδημική περίοδος
Εξού και δεν είναι τώρα η πρώτη φορά που κυβέρνηση και αντιπολίτευση εγκαλούν η μία την άλλη ότι υποδαυλίζουν την κοινωνική ένταση, ούτε είναι η πρώτη φορά που η ένταση των «πλατειών» μεταφέρεται ενώπιον της εθνικής αντιπροσωπείας.
Στην πανδημική περίοδο είχαν ανοίξει μέτωπα όχι μόνο με ένα από τα δυσκολότερα για τη ΝΔ ακροατήρια, την «μπουχτισμένη» από τα μέτρα περιορισμού νεότερη γενιά, την οποία αδυνατούσαν οι κυβερνώντες να προσεγγίσουν αποτελεσματικά υπό τον εφιάλτη των «κορωνοπάρτι», καθώς και αντιεμβολιαστές και συνωμοσιολόγους, αλλά τελικά και με ευρύτερα κοινωνικά τμήματα.
Αφετηρία, δύο διαφορετικές σε περιεχόμενο αλλά το ίδιο αποκρουστικές εικόνες, στην ίδια γειτονιά, με χρονική απόσταση μόλις ενός 24ώρου: αρχικά ο έλεγχος τήρησης μέτρων για τον κορωνοϊό στη Νέα Σμύρνη κατέληξε με αστυνομικό να χτυπά με το κλομπ έναν νεαρό ασταμάτητα, έπειτα θερμόαιμοι κουκουλοφόροι αμαύρωσαν ειρηνική διαδήλωση, αφήνοντας πίσω τους αιμόφυρτο αστυνομικό.
Ο Μητσοτάκης έβγαινε μπροστά με βιντεοσκοπημένο μήνυμα, το Μαξίμου έριχνε το βάρος αφενός στην καταδίκη του περιστατικού ως μεμονωμένης περίπτωσης χωρίς «εντολή», αφετέρου στη δέσμευση για γρήγορες διαδικασίες διερεύνησης και απόδοσης ευθυνών, και τελικά η κυβέρνηση οδηγούνταν σε βήματα προς τα πίσω ως προς τους επικοινωνιακούς τόνους της.
Οι «γραβάτες» και οι αγρότες
Για εβδομάδες ασκούσε πίεση ο αγροτικός κόσμος τον περσινό χειμώνα, με συνεχόμενη υποτίμηση από τους κυβερνώντες. Οταν το Μαξίμου διαπίστωσε ότι οι αντιδράσεις μπορούσαν να φτάσουν μέχρι την Αθήνα, ήταν πια αργά.
Ούτε οι ομάδες κρούσης, ούτε το μπαράζ επαφών του ίδιου του Μητσοτάκη με αγρότες από τον διαλυμένο θεσσαλικό κάμπο, ούτε η «λείανση» της κυβερνητικής ρητορικής, ούτε οι άρον άρον επισκέψεις στελεχών στα μπλόκα βοήθησαν.
Είχαν περάσει μόλις λίγοι μήνες από το κύμα αντίδρασης των δικηγόρων – μια επιχείρηση επανασύστασης τότε του κινήματος «της γραβάτας» – που είχε βγάλει στους δρόμους ο νόμος Κατρούγκαλου. Η κυβέρνηση δεν μπόρεσε να αποτρέψει τη μεγέθυνση της δεξαμενής διαμαρτυρομένων. Οι δικηγόροι πήραν στο πλευρό τους και άλλους επιστημονικούς κλάδους, ελεύθερους επαγγελματίες. Και η κυβέρνηση βίωσε το εκλογικό κόστος.
Τέμπη: Σπάσανε τα κοντέρ οι μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις σε όλη την Ελλάδα