Ένας Κρητικός στο δύσκολο όρος Αραράτ της Τουρκίας και ύψωσε την ελληνική σημαία.

Ανάβαση στο όρος Αραράτ και οδοιπορικό στη ‘’βαθιά’’ Τουρκία

Το Αραράτ είναι χιονοσκεπής ηφαιστειακός κώνος που αποτελεί το ψηλότερο όρος της Τουρκίας. Βρίσκεται στα ανατολικά της χώρας στα σύνορα με το Ιράν και την Αρμενία και φτάνει σε ύψος τα 5.137 μέτρα. Σύμφωνα με την ιουδαϊκή-χριστιανική παράδοση και το θρησκευτικό βιβλίο της ‘’Γένεσης’’, στο Αραράτ προσάραξε η κιβωτός του Νώε.

Το χρονικό της ανάβασης
Η ορειβατική μας αποστολή ξεκίνησε με την πτήση Αθήνα -Κωνσταντινούπολη και συνεχίστηκε με την πτήση Κωνσταντινούπολη-Άγκρι, που είναι και το κοντινότερο αεροδρόμιο στο Αραράτ. Στη συνέχεια μεταβήκαμε με λεωφορείο στην πόλη Dogubayazit, σε υψόμετρο 1.625 μ., όπου καταλύσαμε και το πρωί ξεκινήσαμε την ανάβαση.

Σημειώνεται ότι για να μπει κάποιος στην περιοχή απαιτείται ειδική άδεια, αφού αποτελεί στρατιωτική περιοχή, υπό το φόβο των Κούρδων ανταρτών, που είναι κρυμμένοι στις γύρω περιοχές. Μετά από 4 ώρες φτάσαμε στην κατασκήνωση βάσης 1 (Basecamp 1), στα 3.200 μ. Στην κατασκήνωση, που είχε στηθεί από τοπική ομάδα υποστήριξης, μείναμε ανά δύο άτομα σε σκηνές, ενώ υπήρχε και μεγάλη σκηνή για τα γεύματα, καθώς και τουαλέτα. Στη γύρω περιοχή, στις παρυφές του Αραράτ, υπήρχαν δεκάδες σκηνές με επίδοξους ορειβάτες, σε ξηρό πεδίο, αφού το χιόνι ξεκινούσε περίπου από τα 4.700 μ.

Το επόμενο πρωί η ομάδα μας ανέβηκε στα 4.200 μ. για λόγους εγκλιματισμού και το μεσημέρι επέστρεψε στο Basecamp 1.
To μεθεπόμενο πρωί η ομάδα μας με τοπικούς οδηγούς βουνού ανέβηκε στο Basecamp 2 στα 4.200 μ., όπου και κατέλυσε μέχρι τα μεσάνυχτα, ενώ οι σκηνές και ο εξοπλισμός μας μεταφέρθηκαν με μουλάρια. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα και μετά από χιονόπτωση και ισχυρή καταιγίδα, η ομάδα μας, μετά από ένα λιτό πρωινό, ξεκίνησε για το final push, την τελική ανάβαση, προς την κορυφή.

Το πεδίο ήταν σε πολλά σημεία χωμάτινο, πετρώδες και σαθρό, ενώ ψηλότερα, λόγω ηφαιστειακής δομής, απαιτούνταν σκαρφάλωμα ανάμεσα από χιονισμένους βράχους. Γύρω στα 4.700 μ. τοποθετήσαμε κραμπόν στις μπότες (ειδικές πρόσθετες μυτερές βάσεις), αφού υπήρχε άφθονο χιόνι. Η αίσθηση θερμοκρασίας ήταν περίπου -10οC, ενώ υπήρχε και δυνατός άνεμος κατά την τελική ανάβαση.

Μετά από 6-7 ώρες, η ορειβατική ομάδα σε κύματα προσέγγισε την κορυφή, όπου η θέα ήταν εκπληκτική, τόσο προς το Ιράν, όσο και προς την Αρμενία. Αφού λήφθηκαν οι ανάλογες φωτογραφίες με την ελληνική σημαία, καθώς και με ολόκληρη την ομάδα, ακολούθησε η κατάβαση στο Basecamp 2 και στη συνέχεια στο Basecamp 1. Tην επόμενη μέρα η ομάδα μάζεψε τον εξοπλισμό της και κατέβηκε στην πόλη Dogubayazit.

H ζωή στα άγρια βουνά
Στο δρόμο προς το Αραράτ, σε υψόμετρο περίπου 2.500 μ. συναντήσαμε μια οικογένεια που διαβιούσε σε πρωτοφανείς συνθήκες, σε χτίσματα με τοίχους από πέτρες και παλιές τέντες για σκεπή. Στα παραπήγματα αυτά κατοικούσαν μία γυναίκα με τα τρία παιδιά της, δύο αγόρια 6 και 11 ετών και ένα κορίτσι 15 ετών. Στη γύρω περιοχή υπήρχαν ελεύθερες κότες, μουλάρια και αγελάδες με τα μοσχαράκια τους.

Η οικογένεια ζούσε με τα στοιχειώδη, με μια υπαίθρια σόμπα για μαγείρεμα και ελάχιστα πράγματα σύγχρονου πολιτισμού. Η βασική της εργασία είναι η περιποίηση των μουλαριών, που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά των σάκων των ορειβατών, ενώ για τη διαβίωσή τους εκτρέφουν τις κότες και τις αγελάδες. Ο πατέρας της οικογένειας λείπει το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου, αφού είναι οδηγός μουλαριών για τις αναβάσεις στο Αραράτ. Το 11χρονο αγόρι ήδη βοηθάει τον πατέρα του, ενώ το κορίτσι βοηθάει τη μητέρα του στις καθημερινές εργασίες του νοικοκυριού.

Τα παιδιά αυτά μας υποδέχθηκαν με χαμόγελο και μας κέρασαν το παραδοσιακό τους τσάι. Εμείς από την πλευρά μας τους δώσαμε ό,τι τρόφιμα είχαμε, μπάρες, μπισκότα και σοκολάτες. Τα παιδιά αυτά δεν έχουν παιχνίδια και δεν γνωρίζουν τα κινητά και τα τάμπλετ. Είναι μόνα τους στο σκληρό και πετρώδες βουνό, χωρίς επαφή με τον έξω κόσμο, ενώ πουλάνε στους ορειβάτες και κάποια είδη χειροτεχνίας, όπως σκουφάκια, κάλτσες και κατασκευές από ξύλο.

Το 15χρονο κορίτσι, μάλιστα, μας έδειχνε με περηφάνια ένα σχέδιο, σαν τατουάζ, που της είχε κάνει κάποια διερχόμενη ορειβάτισσα με στυλό, ενώ ξετρελάθηκε από τη χαρά της όταν μια δική μας κοπέλα της χάρισε μια κρέμα χεριών, την οποία δεν είχε δει ποτέ στη ζωή της. Αν και σκληραγωγημένοι με τη ζωή στο βουνό, σωματικά και ψυχολογικά, δεν μπορώ να κρύψω ότι η εικόνα αυτής της οικογένειας μας συγκλόνισε και φύγαμε με ένα βάρος στο στήθος και βαριά καρδιά, για τις σκληρές συνθήκες που ζουν αυτοί οι άνθρωποι και ιδίως τα παιδιά.

Οδοιπορικό στη ‘’βαθιά’’ Τουρκία
Το Dogubayazit είναι μια πόλη 80.000 κατοίκων στο απώτερο ανατολικό άκρο της Τουρκίας. Έχει ελάχιστα ξενοδοχεία, αφού δεν έχει τουρισμό, εκτός των λίγων ορειβατών που διέρχονται στο δρόμο τους προς το Αραράτ. Τα αξιοθέατά της είναι λιγοστά. Στην κορυφή ενός λόφου υπάρχει ένας γεωλογικός σχηματισμός από πέτρες σε σχήμα καραβιού, στον οποίο οι Τούρκοι αναφέρουν ότι προσάραξε η Κιβωτός του Νώε, χιλιάδες χρόνια πριν την έλευση του Χριστού.

Παρά τις μακροχρόνιες, όμως, μελέτες και ανασκαφές, κανένα εύρημα δεν υπάρχει που να αποδεικνύει την ύπαρξη της κιβωτού, αν και ο χώρος κατοικούνταν από αρχαίους πολιτισμούς επί χιλιάδες χρόνια. Τα υποτιθέμενα παλαιοντολογικά ευρήματα που παρατίθενται στο μίνι μουσείο της Κιβωτού του Νώε, αν και εντέχνως οργανωμένα από πανεπιστημιακές ερευνητικές ομάδες, δεν μπορούν να πείσουν τους επισκέπτες για την αξιοπιστία τους.

Το σημαντικότερο, πάντως, αξιοθέατο είναι το επιβλητικό και μεγαλοπρεπές παλάτι του İshak Pasha, το πιο σημαντικό οθωμανικό κτίριο στην περιοχή. Το παλάτι βρίσκεται σε έναν λόφο με μαγευτική θέα την πόλη και τη γύρω περιοχή. Από εκεί περνούσε, ακόμη, και ο δρόμος του Μεταξιού από την Κίνα. Το παλάτι εκτείνεται σε έκταση 7.600 τ.μ. και η εντυπωσιακή του αρχιτεκτονική είναι επηρεασμένη από τη σελτζούκικη, την περσική και την οθωμανική τέχνη. Οι προσόψεις του είναι διακοσμημένες με σμιλεμένη πέτρα και ανάγλυφα που αντιπροσωπεύουν την καλλιτεχνική παράδοση των Σελτζούκων.

Το παλάτι χτίστηκε έχοντας ως πρότυπο ως παράδειγμα του Τοπ Καπί της Κωνσταντινούπολης. Χρησιμοποιήθηκε ως διοικητικό κέντρο της περιοχής για περίπου 200 χρόνια. Εκτός από τα 366 δωμάτιά του, το παλάτι διαθέτει ποικίλους χώρους, όπως χαρέμι, αυλή, τζαμί, κουζίνα, χαμάμ, μπουντρούμια και δωμάτια διοίκησης.

Επίσης, επειδή η θάλασσα απέχει χιλιάδες χιλιόμετρα, οι ντόπιοι κάνουν το μπάνιο τους, συχνά σε συνδυασμό με barbecue, στη λίμνη Balik, σε υψόμετρο 2.250 μ. Η λίμνη που περιχαρακώθηκε από αρχαία ποτάμια λάβας, έχει επιφάνεια 34 τετραγωνικά χιλιόμετρα, μέγιστο βάθος 37 μέτρα, ενώ το χειμώνα η επιφάνειά της παγώνει πλήρως και μπορεί κάποιος να τη διασχίσει περπατώντας.Η λίμνη τροφοδοτείται από μεγάλο αριθμό ρυακιών από τα γύρω βουνά, καθώς και από υπόγεια ύδατα, ενώ αποτελεί σημαντικό βιότοπο υδρόβιων πτηνών, ψαριών και ζώων στη γύρω περιοχή.

Η ζωή στο Dogubayazit
Η πόλη βρίσκεται περίπου 1.500 χιλιόμετρα από την Κωνσταντινούπολη και αποτελεί την τελευταία τουρκική πόλη πριν τα σύνορα με το Ιράν και την Αρμενία. Όταν κάποιος περιηγείται στους δρόμους της, αισθάνεται συχνά ότι ο χρόνος έχει σταματήσει σε προηγούμενες δεκαετίες. Υπάρχει ένας κεντρικός πλακόστρωτος δρόμος με μαγαζιά εκατέρωθεν, που συχνά θυμίζουν ελληνική επαρχία του 1980.

Οι κεντρικοί, μόνο, δρόμοι καλύπτονται από άσφαλτο, ενώ οι μικρότεροι είναι χωμάτινοι, χωρίς πεζοδρόμια, συνήθως με πολλά μπάζα και σκουπίδια. Πέρα από το κέντρο, στο οποίο υπάρχουν πολλές, παλιές συνήθως, πολυκατοικίες η πόλη επεκτείνεται σε όλες τις κατευθύνσεις. Τα περισσότερα σπίτια προς τα προάστια είναι παμπάλαιες πλινθόκτιστες μονοκατοικίες, οι οποίες μοιάζουν με αποθήκες, που περιστοιχίζονται από ασύμμετρους πλίνθινους μαντρότοιχους και κλείνονται από σκουριασμένες γκαραζόπορτες.

Στο εσωτερικό των περίκλειστων αυτών οικιών, στα λιγοστά τετραγωνικά αυλής, υπάρχουν στοίβες παλιών πραγμάτων, μηχανημάτων, σκευών και επίπλων, ενώ δεν υπάρχουν κήποι με ζαρζαβατικά ή κατοικίδια, που είναι πολύ σπάνια.
Μεταξύ των σπιτιών ρέουν ρυάκια, συνήθως εμπλουτισμένα με σκουπίδια, αφού μόνο στους κεντρικούς δρόμους φαίνεται να υπάρχουν κάδοι απορριμμάτων.

Άλλο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό είναι η πυκνή παρουσία τζαμιών, τα οποία βρίσκονται όχι παραπάνω από 250-300 μέτρα μεταξύ τους. Στο κάτω μέρος των τζαμιών, σε υπόγειο ή ημιυπόγειο χώρο, βρίσκονται οι κρήνες στις οποίες οι μουσουλμάνοι πλένουν τα πόδια τους και αφήνουν τα παπούτσια τους, πριν μπουν στο εσωτερικό για να προσκυνήσουν. Κατά τις 5 φορές τη μέρα που γίνεται η προσευχή των μουσουλμάνων, τα μεγάφωνα σε όλη την πόλη ηχούν με τη φωνή του μουεζίνη (μουσουλμάνου κληρικού) που ψάλλει το κάλεσμα για προσευχή, το εζάν, από το μιναρέ του τζαμιού, δηλώνοντας έμμεσα ότι στην περιοχή κυριαρχεί το Ισλάμ. Οι πιστοί και ο μουεζίνης προσεύχονται κυρίως γονατιστοί, με κατεύθυνση του κεφαλιού προς την ιερή πόλη Μέκκα.

Εντύπωση προκαλούν, ακόμη, οι φούρνοι που ψήνουν με ξύλα, των οποίων τα κάρβουνα αδειάζονται κάθε βράδυ σε μεταλλικά καρότσια στα πεζοδρόμια. Μέσα στους φούρνους βλέπει κανείς ένα μόνο τύπο ψωμιού, όπως το δικό μας ‘’άσπρο’’ που εκτίθεται σε βιτρίνες και βγαίνει ζεστό ακόμη και μετά τις 9-10 το βράδυ.

Επίσης, είδαμε και γυναίκες της περιοχής να ψωνίζουν ακόμη και πάνω από 10 ψωμιά, ενδεικτικό των πολυμελών οικογενειών τους. Γενικά στη ‘’βαθιά’’ Τουρκία ο ρυθμός αναπαραγωγής είναι περίπου 4,5 παιδιά ανά οικογένεια, γεγονός που διαπιστώνεται και στο δρόμο, όπου οι οικογένειες έχουν συχνά πάνω από 4-5 παιδιά. Οι περισσότερες γυναίκες κυκλοφορούν με μαντήλα στο πρόσωπο (χιτζάμπ), ενώ σπανιότερα κρύβονταιρρ τα μάτια τους ή οποιοδήποτε κομμάτι δέρματος με πλήρες κάλυμμα (μπούρκα). Οι άρρενες και τα κορίτσια μέχρι 12 ετών δεν φορούν κάποιο ειδικό θρησκευτικό ένδυμα.

Στους δρόμους κυριαρχεί το street food, με σάντουιτς με κομμάτια αρνίσιου κρέατος, κεμπάπ και λαχανικά, ενώ υπάρχουν και πλανόδιοι παγωτατζήδες, που κάνουν ταχυδακτυλουργικά κόλπα με τα χωνάκια του παγωτού. Υπάρχουν και τα αντίστοιχα ‘’σουβλατζίδικα’’ με τοπικό κεμπάπ και αραβικές γεύσεις. Τα καταστήματα με σουβενίρ είναι λιγοστά, υπάρχουν ελάχιστα με στοιχειώδη ορειβατικά είδη και μερικά με μοντέρνα ρούχα και παπούτσια. Συνήθως, λίγο έξω από το κέντρο της πόλης τα καταστήματα είναι παμπάλαια και ασυντήρητα, ενώ στην κεντρική λαϊκή αγορά είναι πολύ δύσκολο να αγοράσει κάποιος φρούτα, αφού οι συνθήκες υγιεινής είναι απογοητευτικές.Κοντά στο κέντρο της πόλης, ακόμη, υπάρχει ένα σύγχρονο πάρκο-παιδική χαρά, στο οποίο διασκεδάζουν δεκάδες οικογένειες.

Αξίζει να σημειωθεί ότι κοντά στην πόλη, σε απέραντα χωράφια, βόσκουν χιλιάδες πρόβατα και αγελάδες, ενώ δεν είναι σπάνιο να δει κανείς κοπάδια να διασχίζουν, νωρίς το πρωί, την πόλη. Επιπροσθέτως, δεν είδαμε αδέσποτα στους δρόμους, ούτε και ζητιάνους, με εξαίρεση 1-2 άτομα έξω από τα τζαμιά, που παραμένουν εκεί σκόπιμα, εκμεταλλευόμενα την προτροπή του Κορανίου στους πιστούς μουσουλμάνους για φιλανθρωπία.

Οι κάτοικοι, πάντως του Dogubayazit είναι ήσυχοι και ευγενικοί, παντού μας έλεγαν ‘’Γιουνάν φρεντς’’, δηλαδή ‘’οι Έλληνες είστε φίλοι μας’’ και πάντα είναι πρόθυμοι να εξυπηρετήσουν, αν και οι μεγαλύτεροι δεν ξέρουν ούτε λέξη αγγλικά. Θα έλεγε κανείς ότι είναι φτωχοί, αλλά περήφανοι άνθρωποι, ταλαίπωροι βιοπαλαιστές, που προσπαθούν σε αντίξοες συνθήκες να θρέψουν τις πολυμελείς οικογένειές τους.

Η ώρα της επιστροφής
Η ολιγοήμερη παραμονή στην πόλη Dogubayazit, στη λεγόμενη ‘’βαθιά’’ και απομονωμένη Τουρκία αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση για τους ανθρώπους που ζουν λίγες δεκαετίες πίσω στο χρόνο, ουσιαστικά ξεχασμένοι από την πανίσχυρη κεντρική εξουσία, σε μια στρατοκρατούμενη ορεινή περιοχή (υψόμετρο 1.625 μ.), με ακραίες θερμοκρασίες το χειμώνα και το χειρότερο απ’ όλα χωρίς ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον και μια καλύτερη ζωή για τους ίδιους και τα χαμογελαστά, χωρίς παιχνίδια και κινητά, παιδιά τους…

Η ορειβατική μας αποστολή επέστρεψε στην Ελλάδα μέσω των αεροδρομίων Άγκρι και Κωνσταντινούπολης, με πλήθος εμπειριών και εικόνων στο μυαλό μας, για μέρη μακρινά, απάτητα και μυστηριώδη…

Τα σχόλια είναι κλειστά.