Η συγκρότηση μιας αποτελεσματικής πολιτικής για την αντιμετώπιση των ζητημάτων των εξαρτήσεων είναι στη δική μου αντίληψη μια από τις προτεραιότητες των δημόσιων πολιτικών υγείας. Υπό αυτή την έννοια θεωρώ ότι η τωρινή νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης για την ενοποίηση των ψυχιατρικών δομών υπό την «ομπρέλα» δικτύου υπηρεσιών ψυχικής υγείας και των υπηρεσιών απεξάρτησης σε έναν Εθνικό Οργανισμό Πρόληψης και Αντιμετώπισης Εξαρτήσεων (ΕΟΠΑΕ) είναι σημαντική και επωφελής μεταρρύθμιση.
Η μεταρρύθμιση αυτή αφορά αποκλειστικά και μόνο τη διοικητική και οικονομική λειτουργία των φορέων και σε καμία περίπτωση δεν παρεμβαίνει στην επιστημονική μεθοδολογία που ακολουθείται από κάθε διαφορετικό φορέα. Σε επικοινωνία που είχα με τον αρμόδιο υφυπουργό κ. Βαρτζόπουλο και στελέχη του Υπουργείου Υγείας ενημερώθηκα διεξοδικά για τις στοχεύσεις του νομοσχεδίου και είναι κρίσιμο να γίνει κατανοητό το εξής: η Πολιτεία δεν παρεμβαίνει στο επιστημονικό έργο υπέρ της μίας ή της άλλης προσέγγισης για την απεξάρτηση. Έχει μόνο την υποχρέωση να στηρίζει κάθε επιστημονικά αποδεκτή προσέγγιση και να μεριμνά για την βέλτιστη απόδοση του συστήματος οικονομικά ώστε να είναι διασφαλισμένη η απρόσκοπτη παροχή υπηρεσιών. Στην Ελλάδα ευτυχώς διαθέτουμε μια ευρεία γκάμα παρεχόμενων υπηρεσιών που καλύπτουν διαφορετικές μεθοδολογίες – από τα «στεγνά» προγράμματα μέχρι τη χρήση υποκατάστατων – και αυτό θα πρέπει να το στηρίξουμε συνολικά. Το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο δεν αναιρεί αυτή την πολλαπλότητα επιλογών, αντίθετα τη διασφαλίζει.
Αντιλαμβάνομαι πλήρως τις ευαισθησίες και τις ανησυχίες των ανθρώπων ειδικά του ΚΕΘΕΑ Αριάδνη εδώ στα Χανιά, με τους οποίους έχω κάνει αρκετές συναντήσεις. Σε αυτούς και στους συναδέλφους τους σε όλη την Ελλάδα που δεκαετίες τώρα σηκώνουν το βάρος του αγώνα κατά των εξαρτήσεων οφείλουμε πολλά. Ούτε οι θέσεις εργασίας τους ούτε η επιστημονική τους μεθοδολογία κινδυνεύουν, αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό